“Βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού που αποτελεί αναπτυξιακό παράγοντα και “πυρηνικό στοιχείο” της δίκαιης ανάπτυξης” τόνισε η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, σε ομιλία της στο ΕΒΕΑ σε εκδήλωση του Ινστιτούτου “Νίκος Πουλαντζάς” σε συνεργασία με το Τμήμα Εργατικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα “Αύξηση κατώτατου μισθού: εμπόδιο ή εργαλείο για βιώσιμη ανάπτυξη;”.
Η κ. Αχτσιόγλου τόνισε την σημασία της αύξησης του κατώτατου μισθού “αν θέλουμε ένα μοντέλο, που όχι μόνο να είναι αναπτυξιακό, αλλά και να μη θυμίζει το παλαιότερο μοντέλο που προέβλεπε ανάπτυξη για λίγους και μας οδήγησε στα μνημόνια”.
Η υπουργός Εργασίας είπε ότι στο διάστημα 2010-2014 οι εργαζόμενοι δέχθηκαν μεγάλη επίθεση με μείωση μισθών και περιορισμό συλλογικών δικαιωμάτων που συνιστούσε ουσιαστικά απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Υπογράμμισε ότι εκείνο που έχει σημασία να κατανοηθεί είναι πως επρόκειτο για συνειδητή επιλογή, την οποία και σήμερα “υπερασπίζεται η ΝΔ, ισχυριζόμενη πως τα σημερινά θετικά αποτελέσματα στην οικονομία είναι αποτέλεσμα εκείνης της πολιτικής”.
Σημείωσε ότι το 2012 ο κατώτατος μισθός για πλήρη απασχόληση μειώθηκε κατά 22% και από 751 ευρώ κατήλθε στα 586 ευρώ και βρέθηκε με αυτόν τον τρόπο “κάτω και από το μέσο μισθό για μερική απασχόληση”, ενώ για τους νέους έως 25 ετών ο μισθός μειώθηκε από τα 751 ευρώ στα 510 ευρώ.
Η κ. Αχτσιόγλου πρόσθεσε ότι αυτή η πολιτική ήταν και οικονομικά αναποτελεσματική.
Επισήμανε ότι στο ίδιο διάστημα δεν υπήρξαν αντίστοιχες μειώσεις στις τιμές των προϊόντων με αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού να μειωθεί κατά 8% και να αντιστοιχεί στα επίπεδα του 1980.
Επίσης, η μείωση του κατώτατου μισθού δεν προστάτευσε τις θέσεις εργασίας, γεγονός που, όπως είπε, αποδεικνύεται από το ότι το 2013 η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 27%, ενώ σε ό,τι αφορά τους νέους έως 25 ετών, ο υποκατώτατος μισθός των 510 ευρώ δεν δημιούργησε θέσεις εργασίας και η ανεργία στην κατηγορία αυτή εκτοξεύθηκε στο 60%.
Αναφέρθηκε ακόμα και στις μειώσεις μισθών που επήλθαν με τις επιχειρησιακές συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν μετά την υποβάθμιση των Κλαδικών Συμβάσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
“Η Ελλάδα έγινε πειραματόζωο” ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Αχτσιόγλου, προσθέτοντας “η σημερινή κυβέρνηση δεν υιοθέτησε αυτή τη λογική”.
Λέγοντας ότι η τόνωση της εσωτερικής ζήτησης είναι κομβικής σημασίας για την ελληνική αγορά, σημείωσε ότι αποτελεί στόχο της κυβέρνησης η αύξηση των μισθών και η ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων.
Είπε ότι η κυβέρνηση κινήθηκε στην κατεύθυνση αυτή και με την χώρα εντός προγράμματος, προσθέτοντας ότι το πρώτο βήμα ήταν η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τις οποίες ανέφερε ότι “είναι μηχανισμός αύξησης των μισθών”.
Η υπουργός Εργασίας παρέθεσε στην ομιλία της ορισμένα άλλα στοιχεία όπως “η μείωση της ανεργίας από 26% σε 18%” και η “μείωση της αδήλωτης εργασίας από 20% σε 12%”.
Επανέλαβε ότι αποτελεί βασικό στόχο η αύξηση του κατώτατου μισθού με υπουργική απόφαση, μετά και το αναμενόμενο πόρισμα των εμπειρογνωμόνων στα τέλη Δεκεμβρίου, από τον Ιανουάριο του 2019.
Σχετικά με τον κοινωνικό διάλογο είπε ότι “δεν έχει συναινετικό χαρακτήρα”.
Επέκρινε την ΓΣΕΕ για τήρηση “θολής” στάσης, καθώς, όπως είπε, από τη μια η Συνομοσπονδία δεν προσήλθε στον κοινωνικό διάλογο και από την άλλη έστειλε υπόμνημα “και ζητά κατώτατο μισθό 751 ευρώ, τώρα”.
Ως προς τις θέσεις της ΕΣΕΕ (μικρομεσαίοι επιχειρηματίες) είπε ότι τάσσονται υπέρ της σταδιακής αύξησης του μισθού στα 751 ευρώ ως το 2022, ενώ η θέση του ΣΕΒ είναι “αν γίνει αύξηση μισθού αυτή να είναι της τάξης του 1%”.
Η κ. Αχτσιόγλου δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι η αύξηση μισθών στην Πορτογαλία δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία της οικονομίας, ενώ η Ισπανία “θα προχωρήσει σε αύξηση μισθών κατά 22%”.
Ο Νίκος Θεοχαράκης, καθηγητής Οικονομικών του ΕΚΠΑ, επισήμανε, μεταξύ άλλων, την στενή σχέση μεταξύ κατώτατου και μέσου μισθού και τόνισε ότι η μείωση του μέσου μισθού είναι δραματική.
Παρουσιάζοντας το πόρισμα μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών έκανε λόγο για τρία εναλλακτικά σενάρια: Το πρώτο προβλέπει αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, το δεύτερο προβλέπει αύξηση κατά 2% από το 2019-2020 με μια αθροιστική αύξηση ύψους 100 ευρώ και ένα τρίτο εφάπαξ σενάριο αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 10% το πρώτο τρίμηνο του 2019″.
“Από πλευράς αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το πρώτο και το δεύτερο σενάριο το αυξάνουν πολύ, το τρίτο σενάριο δεν το αυξάνει πολύ, ενώ το ίδιο έχουμε και στις επιπτώσεις στην ανεργία, όπου τα 751 ευρώ την μειώνουν σημαντικά ενώ το τρίτο σενάριο την σταθεροποιεί” είπε ο κ. Θεοχαράκης, προσθέτοντας “στην πραγματικότητα όμως θα υπάρξει πρόβλημα διότι η μεγάλη αύξηση του δημοσιονομικού ισοζυγίου το οποίο υπερβαίνει το ισοζύγιο πληρωμών με αποτέλεσμα η οικονομική μεγέθυνση να είναι ασταθής και μη διατηρήσιμη υποσκάπτοντας παράλληλα την χρηματοοικονομική ευστάθεια του ιδιωτικού τομέα”.
Είπε ότι πολλές από αυτές τις αυξήσεις “πρόκειται να απορροφηθούν μέσα από την φορολογία”.
“Από τα τρία σενάρια πρέπει να προκριθεί αυτό που έχει την μικρότερη επίπτωση στην αύξηση του ΑΕΠ και στη μείωση της ανεργίας γιατί δεν δημιουργεί άλλα προβλήματα στην ελληνική οικονομία”, είπε ο κ. Θεοχαράκης, χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια “απολύτως εσφαλμένη”.
Την ιδιαίτερη σημασία της διασφάλισης του μέσου μισθού υπογράμμισε ο Γκέρχαρντ Μπος, Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ντουίσμπουργκ-Έσσεν και πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας, Δεξιοτήτων και Κατάρτισης της Γερμανίας.
Ο κ. Μπος ανέφερε ότι ναι μεν πρέπει να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός αλλά “αυτός δεν είναι εγγύηση της δίκαιης αμοιβής, άρα εκείνο που θέλουμε είναι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας με διάφορες κλίμακες”.
Αναφέρθηκε σε παραδείγματα ευρωπαϊκών χωρών, ενώ ως προς την Γερμανία που ο κατώτατος μισθός εισήχθη το 2015 σημείωσε ότι μετά την θέσπισή του σημειώθηκαν αυξήσεις ύψους 15% για το “κατώτατο 10% των χαμηλόμισθων”.
“Ο αντίκτυπος (του κατώτατου μισθού) είναι σαφέστατα θετικός, όμως είναι επιτακτική η σύνδεσή του με διαπραγματεύσεις και ΣΣΕ” επανέλαβε μετ’ επιτάσεως ο κ. Μπος.
Την συζήτηση συντόνισε η Μαρία Καραμεσίνη, καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μέλος του ΔΣ του Ινστιτούτου “Ν. Πουλαντζάς” επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι “η κυβέρνηση προωθεί την δίκαιη ανάπτυξη και την ανάκτηση του δικαιώματος στην εργασία μέσω της επαναρρύθμισης των εργασιακών σχέσεων που περιλαμβάνει την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, την αύξηση του κατώτατου και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας των οποίων η επεκτασιμότητα ολοκληρώνεται”.