Η προφυλάκιση του ζεύγους Παπαντωνίου για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και μίζες από εξοπλιστικά προγράμματα, φέρνει για ακόμη μία φορά στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τον πρώην Πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη.
Η προφυλάκιση του πρώην τσάρου της Οικονομίας και του ΥΠΕΘΑ, Γιάννου Παπαντωνίου, μετά τις υποθέσεις Μαντέλη, Τσουκάτου και Άκη Τσοχατζόπουλου, έχει φέρει εκ νέου τον πατέρα του «εκσυγχρονισμού» στο επίκεντρο της δημόσιας κριτικής για τα πεπραγμένα των κυβερνήσεών του και τις πρακτικές που ακολούθησαν – αποδεδιγμένα πλέον – σχεδόν όλοι οι στενότεροι συνεργάτες του.
Με τη σιωπή του «αρχιερέα της διαπλοκής», όπως φέρεται να τον είχε χαρακτηρίσει το Κώστας Καραμανλής, γύρω από τα αλλεπάλληλα κρούσματα διαφθοράς κατά την περίοδο 1996-2004, εντείνεται η σκληρή κριτική για τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων Σημίτη και το ρόλο του ίδιου του πρώην πρωθυπουργού, ο οποίος πλέον προσομοιάζει περισσότερο σε τροχονόμο ύποπτων πληρωμών, λαμβάνοντας υπόψη τις υποθέσεις Μαντέλη, Τσουκάτου, Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου.
Με αυτά τα δεδομένα και στον απόηχο της χθεσινής προφυλάκισης του ζεύγους Παπαντωνίου, η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το Κώστας Σημίτης το Μάρτιο του 2017 αποκτά ιδιαίτερο ειδικό βάρος και προκαλεί σειρά ερωτημάτων που χρήζουν απαντήσεων.
Μετά από 13 χρόνια απουσίας, ο Κώστας Σημίτης στις 29 Μαρτίου του 2017, μεσούσης της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση, επέλεξε να παραχωρήσει συνέντευξη στους «Φακέλους» στον ΣΚΑΪ, εκφράζοντας το φόβο του για «ατύχημα στη διαπραγμάτευση» και καταλήγοντας ως εκ τούτου πως «μόνη λύση είναι οι εκλογές».
Στη συνέντευξη αυτή ο πρώην πρωθυπουργός είχε επιτεθεί σφοδρά κατά της κυβέρνησης για την πολεμική της με αφορμή υποθέσεις διαφθοράς και σκάνδαλα, τονίζοντας πως για να ξεπεραστεί η διαφθορά «χρειάζονται προσπάθειες όσον αφορά τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τη λειτουργία της Πολιτείας, την παρέμβαση στην κοινή γνώμη» και ότι «η καταπολέμηση της διαφθοράς δεν γίνεται με καταγγελίες. Δεν γίνεται με μισαλλοδοξία. Δεν γίνεται με εξεταστικές επιτροπές. Δεν γίνεται με εχθρότητα. Γιατί όποιος καλλιεργεί εχθρότητα παράγει εχθρότητα».
Πρόκειται για τη συνέντευξη στην οποία ο κ. Σημίτης είχε χαρακτηρίσει τη διαφθορά «κοινωνικό φαινόμενο», προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις.
Αυτό που ωστόσο έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός ότι ο κ. Σημίτης επέλεξε να παρέμβει στη δημόσια σφαίρα ξαφνικά, όταν είχε ξεκινήσει η συζήτηση για το σκάνδαλο με την εμπλοκή του Γιάννου Παπαντωνίου, ενώ μόλις μία μέρα πριν, στις 28 Μαρτίου του 2017 η Βουλή είχε αποφασίσει την παραπομπή του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ σε Προανακριτική Επιτροπή.
Ήταν Μάρτιος του 2017, όταν Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος υπέγραψε πρώτος την πρόταση για σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τον Παπαντωνίου, είχε βγάλει στη «σέντρα» τον Κώστα Σημίτη χωρίς να τον κατονομάζει, με αφορμή την σκληρά αντιπολιτευτική ομιλία του στο Φόρουμ των Δελφών:
«Τη δικογραφία του Παπαντωνίου δεν την βάλαμε στο συρτάρι. Τόσα χρόνια είναι αυτό σκάνδαλο.
»Έπρεπε να έρθουμε εμείς για να γίνει η σύσταση για προανακριτική; Εγώ πάντως αν ήμουν πρωθυπουργός και ο ένας μετά τον άλλον οι υπουργοί μου περνάγανε από ανακριτικές, θα είχα ένα θέμα. Δεν θα το έπαιζα σοφός να πηγαίνω στους Δελφούς να δίνω συμβουλές στο Μαντείο των Δελφών».
Ήταν λοιπόν η αναψιλάφιση της υπόθεσης Παπαντωνίου για τις μίζες από τα εξοπλιστικά ο λόγος που έβγαλαν τον Κώστα Σημίτη από την παρατεταμένη χειμερία νάρκη και τον έκαναν να ζητήσει άμεσα πρόωρη προσφυγή στις κάλπες;
Ωστόσο, προκύπτει ακόμα ένα ερώτημα για την ίδια την επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής, Φώφη Γεννηματά, η οποία εκείνη την περίοδο είχε στείλει επιστολή στον Αλέξη Τσίπρα για την ανάγκη προώθησης της συνταγματικής αναθεώρησης.
Μετά την παραπομπή Παπαντωνίου σε Προανακριτική Επιτροπή και μετά τη συνέντευξη Σημίτη, η επικεφαλής του ΚΙΝΑΛ αίφνης γύρισε τη γραμμή της Χαριλάου Τρικούπη και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατέφυγε στη ρητορική για άμεση προσφυγή στις κάλπες.
Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα και χρήζουν απαντήσεων, αντί ένοχης σιωπής.