Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλ
Αίθουσα Σύνταξης
Τμήμα ειδήσεων tribune.gr

Προκόπης Παυλόπουλος για την Άλωση της Τριπολιτσάς – «Η ιστορία είναι για να μας διδάσκει»

Προκόπης Παυλόπουλος για την Άλωση της Τριπολιτσάς – «Η ιστορία είναι για να μας διδάσκει»
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Διαβάστε σχετικά για Άλωση της Τριπολιτσάς, Ελληνική Επανάσταση του 1821, Πελοπόννησος, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, Τρίπολη,

Μήνυμα προς την Τουρκία έστειλε την Κυριακή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, από την Τρίπολη όπου βρίσκεται, για τον εορτασμό της 197ης επετείου της Άλωσης της Τριπολιτσάς.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, σε δηλώσεις που έκανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά την κατάθεση στεφάνου στο Μνημείο Αρχιερέων και Προκρίτων και στον Ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ανέφερε τα εξής:

«Και φέτος, κατ’ αυτή την εθνικής σημασίας επέτειο, θα επαναλάβω τούτο προς την φίλη και γείτονα Τουρκία: Η ιστορία δεν είναι για να μας διχάζει, αλλά για να μας διδάσκει και ιδίως σήμερα πρέπει να μας διδάσκει την αξία της ειρήνης και της ειρηνικής συνύπαρξης.

»Εμείς οι Έλληνες τείνουμε πάντα χείρα φιλίας και καλής γειτονίας, όπως επίσης και ειρηνικής συνύπαρξης με την Τουρκία και ευνοούμε την ευρωπαϊκή της προοπτική.

»Όμως αυτό έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τον πλήρη και ειλικρινή σεβασμό του συνόλου του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου.

»Άρα τον σεβασμό των συνόρων, του εδάφους και της κυριαρχίας της Ελλάδας και μην ξεχνάμε πως είναι σύνορα και έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Αναφερόμενος στη σημερινή επέτειο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι «η Άλωση της Τριπολιτσάς, αυτό το εμβληματικό στρατήγημα του Γέρου του Μωριά και των Αγωνιστών του 1821, που οδήγησε στην ευόδωση της Εθνεγερσίας, εκπέμπει, διαχρονικώς, πολλά και πολυσήμαντα μηνύματα» και συνέχισε:

«Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε πει πως “ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την λευτεριά της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω”.

»Η αθάνατη αυτή ρήση, και η αντίστοιχη ιστορική αλήθεια που συμπυκνώνει, διδάσκει σε εμάς, τους Έλληνες, όχι τον εφησυχασμό αλλά, όλως αντιθέτως, την εγρήγορση.

»Με την έννοια ότι εμείς, οι Έλληνες, έχουμε ιερό χρέος να υπερασπιζόμαστε κάθε στιγμή και με κάθε θυσία την ελευθερία μας, άρα τα σύνορά μας, το έδαφός μας και την κυριαρχία μας».

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σημείωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «τόνισε την αξία της ελευθερίας» και πρόσθεσε:

«Θέλω να υπενθυμίσω ότι κάθε εθνικός στόχος, η ελευθερία μας, αλλά και κάθε άλλος στόχος, μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί μόνο υπό όρους ενότητας.

»Διότι για εμάς τους Έλληνες η ιστορία έχει διδάξει ότι μόνο υπό όρους αρραγούς ενότητας μπορούμε να υπερασπιστούμε και την κληρονομιά των προγόνων μας, αλλά και το μέλλον που μας αναλογεί και μας ταιριάζει, ενώ ο διχασμός και η διχόνοια ήταν πάντα θανάσιμος κίνδυνος για την προοπτική του λαού μας και του έθνους μας».

Ιστορία

Άλωση της Τριπολιτσάς ονομάζεται στη νεότερη ελληνική ιστορία η κατάληψη της πόλης της Τρίπολης στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, έξι μήνες μετά από την έναρξη της επανάστασης του 1821.

Για το ίδιο γεγονός χρησιμοποιείται ο συνοπτικός τίτλος Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς.

Η πολιορκία (από τις αρχές Ιουνίου 1821) και η άλωση (23 Σεπτεμβρίου 1821) της Τριπολιτσάς αποτέλεσαν καθοριστικό σταθμό στην πορεία της Ελληνικής Επανάστασης, δεδομένου ότι είχαν ως αποτέλεσμα τη σταθεροποίησή της και την επικράτηση των Ελλήνων σε όλη την Πελοπόννησο, πλην ορισμένων φρουρίων.

Η Τριπολιτσά ήταν την εποχή εκείνη το σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, καθώς ήλεγχε τις οδούς προς τις άλλες μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου.

Η σημερινή πρωτεύουσα της Αρκαδίας ιδρύθηκε ως Τρίπολις περίπου τον 14ο αιώνα στη θέση τριών ερειπωμένων οικισμών: της Μαντίνειας, της Τεγέας και των Αμυκλών ή του Παλλαντίου και ήδη από το 1786 ήταν έδρα του βιλαετιού του Μοριά με διοικητή τον Πασά του Μορέως.

Οι Έλληνες είχαν δοκιμάσει να την πολιορκήσουν για πρώτη φορά το 1770 κατά τα Ορλωφικά που όμως έληξαν άδοξα και οδήγησαν στη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού.

Η Τριπολιτσά προστατευόταν από τείχος μήκους 3,5 χλμ., ύψους περίπου 4 μ. και πάχους 2 μ. στη βάση και ενός περίπου πιο πάνω.

Είχε πύργους με διπλές πολεμίστρες, και τριάντα κανόνια, λίγα από τα οποία ήταν σε καλή κατάσταση.

Το τείχος, που είχε επτά πύλες, δεν ήταν σε κλασικό κυκλικό σχήμα.

Υπήρχε επίσης ένα μικρό τετράγωνο φρούριο στο εσωτερικό του τείχους, σε ένα νοτιοδυτικό ύψωμα, ακρόπολις τρόπον τινά.

Παρά την οχύρωσή της αυτή, η Τριπολιτσά ήταν περισσότερο ευάλωτη από τα υπόλοιπα κάστρα της Πελοποννήσου, γιατί βρισκόταν καταμεσής μιας πεδιάδας, γιατί το τείχος ήταν φτιαγμένο από απλές χωρίς ενίσχυση πέτρες αλλά κυρίως επειδή δεν μπορούσε να ελπίζει σε οποιαδήποτε υποστήριξη από θαλάσσης.

Σύμφωνα με τον Gordon, οι κάτοικοι της πόλης πριν από την Επανάσταση, ανέρχονταν σε 15.000, εκ των οποίων 7.000 Έλληνες και 1.000 Εβραίοι.

Σύμφωνα με άλλες πηγές, κατά το 1821 κατοικούσαν στην πόλη 13.000 Έλληνες, 7.000 Τούρκοι (εξισλαμισμένοι Έλληνες της Πελοποννήσου) καθώς και 400 Εβραίοι.

Μόλις άρχισαν οι εχθροπραξίες, οι Έλληνες έφυγαν και πολλοί Τούρκοι (εξισλαμισμένοι/τουρκεμένοι Έλληνες) κατέφυγαν στην Τριπολιτσά, όπως και σε άλλες οχυρές πόλεις, με συνέπεια να διπλασιαστεί ο πληθυσμός της και να φτάσει στους τριάντα χιλιάδες κατοίκους τουλάχιστον.

H πόλη δεν είχε επάρκεια τροφίμων, αλλά, παρά το ότι οι επαναστάτες κατέστρεψαν τα υδραγωγεία, τα νερά των πηγαδιών της ήταν άφθονα και πόσιμα.

Τέσσερα μεγάλα σώματα πολιορκητών σχημάτιζαν ημικύκλιο γύρω από την Τριπολιτσά.

Το αριστερό κατείχε ο Κολοκοτρώνης με 2.500 άντρες, το δεξιό ο Γιατράκος με 1.500, το κέντρο με 1.000 ο Αναγνωσταράς και πίσω από το δεξιό και το κέντρο βρισκόταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με 1.500 άντρες.

Οι δρόμοι προς Άργος και Λεοντάρι φυλάγονταν από 150 και τριακόσιους άντρες αντίστοιχα.

Αρχιστράτηγος ανακηρύχθηκε ο Πετρόμπεης υπό την υπέρτατη ηγεσία του Δημητρίου Υψηλάντη, αλλά πραγματικός αρχηγός ήταν ο Κολοκοτρώνης.

Οι στρατιωτικές ήττες έκαναν τους εντός της Τρίπολης Οθωμανούς να διαιρεθούν σε τρεις φατρίες: τους εντόπιους Τούρκους (εξισλαμισμένους Έλληνες) με αρχηγό τον Κιαμήλμπεη, τους Τούρκους που είχαν έλθει από την Ασία με αρχηγούς τον Κεχαγιάμπεη και τον Καϊμακάμη, και τους Αλβανούς που είχε στείλει ο Χουρσίτ -τέσσερις χιλιάδες κατά τον Φωτάκο και είχαν αρχηγό τους τον Ελμάσμπεη.

Κατά τον Τρικούπη, η πρώτη ομάδα ζητούσε ασφάλεια, η δεύτερη τιμή και η τρίτη χρήματα.

Και οι τρεις έβλεπαν κάθε αντίσταση μάταια, αφού έμαθαν ότι ηττήθηκε στα Βασιλικά η βοήθεια που ερχόταν από ξηράς.

Αλλά οι μεν, περί τον Κεχαγιάμπεη, Οθωμανοί της Ασίας πρότειναν έξοδο και διαφυγή προς το Ναύπλιο, οι Αλβανοί δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν κατά την έξοδο (ξέροντας μάλιστα ότι αν έφευγαν οι υπόλοιποι θα έρχονταν εύκολα σε συμφωνία με τους Έλληνες), οι δε εντόπιοι Τούρκοι (τουρκεμένοι Έλληνες) δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια των οικογενειών τους και ήταν συνεπώς υπέρ ενός συμβιβασμού, βασιζόμενοι και στις σχέσεις τους με τους Έλληνες προκρίτους. Οι Ασιάτες και οι Αλβανοί δεν είχαν οικογένειες να φροντίσουν.

Στις 15 Σεπτεμβρίου στήθηκε σκηνή στην πεδιάδα έξω από την πόλη, κατά τον Άγιο Αθανάσιο, όπου προσήλθαν οι πληρεξούσιοι των τριών φατριών για διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες.

Η ελληνική πλευρά επανέλαβε τις απαιτήσεις της και οι Τούρκοι επέστρεψαν στην πόλη για συνεννοήσεις.

Έγινε και δεύτερη συνάντηση, κατά την οποία οι Τούρκοι ζήτησαν να τους δοθούν 1800 ζώα για να μεταφερθούν ένοπλοι στους Μύλους του Ναυπλίου και 40 ευρωπαϊκά πλοία για να τους περάσουν σε ασφαλή τόπο.

Οι Έλληνες δέχτηκαν την μεταφορά των Τούρκων με τα πλοία, αλλά αόπλων.

Δήλωσαν ότι τους άφηναν την (κινητή) περιουσία τους, αλλά ζητούσαν πενήντα εκατομμύρια γρόσια για την καταστροφή της Πελοποννήσου και ως πολεμική αποζημίωση.

Σε τρίτη συνάντηση δεν επήλθε συμφωνία και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν.

Από τα χαράματα της 23ης όλη η Τριπολιτσά ήταν σε μεγάλη αναστάτωση. Οι Αλβανοί, που είχαν κλείσει μόνοι τους συμφωνία εκκένωσης της πόλης, ετοιμάζονταν να βγουν ενώ οι Πελοποννήσιοι Τούρκοι (τουρκεμένοι Έλληνες) συζητούσαν για νέες διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες.

Συνέπεια αυτής της αναστάτωσης ήταν να μείνει αφρούρητο το κανονοστάσιο της πύλης της Ναυπλίας.

Σύμφωνα με τον Τρικούπη, τις εννέα η ώρα το πρωί πενήντα άντρες, με δική τους πρωτοβουλία, ανέβηκαν στο τείχος πατώντας ο ένας στους ώμους του άλλου, άνοιξαν την πύλη και ύψωσαν την ελληνική σημαία.

Οι Τούρκοι σήμαναν συναγερμό, οι Έλληνες άνοιξαν κι άλλες πύλες, κι όρμησαν όλοι μέσα στην πόλη.

Από αυτούς που «εισεπήδησαν το τείχος» ο Τρικούπης αναφέρει μόνο το όνομα του αγωνιστή Παναγιώτη Κεφάλα.

Κατά τον Φιλήμονα πρωτεργάτης της άλωσης ήταν ο Εμμανουήλ Δούνιας και κατά τον Φωτάκο οι Εμμανουήλ Δούνιας και ο Σπετσιώτης Αυραντίνης.

Αυτοί είχαν συνδεθεί με φιλία με ένα Τούρκο πυροβολητή που τους ανεβοκατέβαζε συχνά στο τείχος με σχοινιά.

Επωφελούμενος της αναστάτωσης της ημέρας ο Δούνιας ανέβηκε πάλι με σχοινί που του έρριξε ο Τούρκος φίλος του, τον συνέλαβε και κάλεσε με χειρονομίες τους Έλληνες που βρίσκονταν κοντά, οι οποίοι ανέβηκαν στο τείχος όπως περιγράφει και ο Τρικούπης.

Ύστερα έστρεψε τα πυροβόλα κατά της πόλης και άρχισε να κτυπά το σαράι.

Παραπλήσια, ή με συνδυασμό των δύο εκδοχών, ή κάπως διαφορετικά, αφηγούνται τα γεγονότα οι άλλοι συγγραφείς.

Κατά τον Τούρκο ιστορικό Αχμέτ Δζεβδέτ πασά, οι πολιορκητές μπήκαν στην πόλη όταν άνοιξαν οι πύλες για να βγουν οι Αλβανοί.

Όταν οι Έλληνες πλημμύρισαν την πόλη, οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν όλοι στο σαράι, αμέτοχοι των συγκρούσεων, επικαλούμενοι τη συνθήκη που είχαν κάνει.

Παρά το ότι η συνθήκη αυτή μπορούσε να θεωρηθεί άκυρη μετά την άλωση, ο Κολοκοτρώνης φρόντισε για την ασφαλή αποχώρησή τους υπό τον Πλαπούτα που τούς είχε δοθεί ως όμηρος, παραδίδοντάς τους και την αποσκευή τους που ήταν στην φύλαξή του.

Η σφαγή που ακολούθησε την κατάληψη της πόλης από τον στρατό του Κολοκοτρώνη ήταν τρομακτική: επί τρεις ημέρες οι Έλληνες σφαγίαζαν τους αμάχους Οθωμανούς και Εβραίους, τις γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη, αφού προηγουμένως βασάνισαν, εκπαραθύρωσαν, έκαψαν και λεηλάτησαν.

Υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 2.000 Εβραίοι και 30.000 Μουσουλμάνοι.

Κατά τον J. M. Wagstaff τα θύματα αριθμούσαν «ανάμεσα σε 10000 και 15000».

Κατά τη Σύγχρονο Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη οι σφαγιασθέντες ανέρχονταν σε περίπου 12.000.

Σύμφωνα με τον συνεκδότη της Encyclopedia Americana Thomas Gamaliel Bradford τα θύματα ήταν 8.000, ενώ κατά τον Τόμας Κέρτις τα θύματα ήταν 6.000.

Οι Οθωμανοί προσπάθησαν ν’ αντισταθούν αλλά μάταια.

Μερικοί κλείστηκαν στην Μεγάλη Τάπια, την ακρόπολη δηλαδή, άλλοι στο τουρκικό σχολείο και πολλοί οχυρώθηκαν στα σπίτια τους. Ελάχιστοι παραδόθηκαν.

Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν ή «εκάησαν μέσα εις αυτά με της φαμίλιαις των παρά να παραδοθούν εις τους δούλους των».

Ο Δελήμπασης (αρχηγός του ιππικού) του Χουρσίτ έβαλε φωτιά στο σαράι για να κάψει τα χαρέμια αλλά οι Έλληνες πρόλαβαν να σβήσουν την φωτιά και οι γυναίκες των πασάδων παραδόθηκαν στην φύλαξη του Πετρόμπεη.

Όλοι οι Τούρκοι αρχηγοί αιχμαλωτίστηκαν. Αλλά το πλήθος των Οθωμανών έμελλε να σφαγεί ανηλέητα.

«Ήτον ημέρα καταστροφής, πυρκαϊάς, λεηλασίας και αίματος. Άνδρες, γυναίκες, παιδία, όλοι απέθνησκαν (…) η δε δίψα της εκδικήσεως κατεσίγαζε την φωνήν της φύσεως. Εν ταις οδοίς, εν ταις πλατείαις, παντού δεν ηκούοντο ειμή μαχαιροκτυπήματα, πυροβολισμοί, πάταγοι κατεδαφιζομένων οικιών εν μέσω φλογών, φρυάγματα οργής και γόοι θανάτου• εστρώθη το έδαφος πτωμάτων (…) εφαίνοντο δε οι Έλληνες ως θέλοντες να εκδικηθώσιν εν μια ημέρα αδικήματα τεσσάρων αιώνων. Οι δε εν Τριπολιτσά Εβραίοι (…) όλοι κατεστράφησαν». Αυτή είναι η αφήγηση της σφαγής κατά τον Τρικούπη.

«Γυναίκες…νεανίδες…βρέφη…νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές, και οιονεί διεμαρτύροντο κατά της διαιρούσης την ανθρωπότητα πολιτικής τυραννίας και θρησκευτικής ετεροδοξίας. Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων». Είναι η εικόνα που δίνει ο Φιλήμων.

Και οι αυτόπτες. Κολοκοτρώνης: «Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη…Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάνταδύο χιλιάδες… Ένας Υδραίος έσφαξε ενενήντα… Όταν εμβήκα εις την Τριπολιτσά με έδειξαν εις το παζάρι τον πλάτανο οπού εκρέμαγαν τους Έλληνας, αναστέναξα και είπα: «Άϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάστηκαν εκεί». Και εδιέταξα και τον έκοψαν· επαρηγορήθηκα και δια τον σκοτομόν των Τούρκων.»

Φωτάκος : «Ακόμα και τώρα έρχεται στο νού μου το λιάνισμα και το τρίξιμο των κοκκάλων και ανατριχιάζω. Τους επαρακάλεσα να παύσουν την σφαγή αλλά δεν εκατόρθωσα τίποτα, μάλιστα εφοβήθηκα μη μου δώσουν και εμένα καμία πληγήν. Τόσην ήτο η μέθη των δια να σκοτώνουν Τούρκους…».

Πλην του Φωτάκου «πολλοί καπεταναίοι και άλλοι Έλληνες από φιλανθρωπίαν ήθελαν να σώσουν κανένα Τούρκον».

Κατά τον Raybaud οι Κολοκοτρώνης και Γιατράκος προσπάθησαν να σταματήσουν την σφαγή και οι Ρόδιος, Πάτροκλος και κάποιοι Πελοποννήσιοι χωρικοί έσωσαν Τούρκους.

Μάταιες όμως ήταν οι προσπάθειες των αρχηγών. Τρεις μέρες κράτησε η σφαγή και η λεηλασία. Στις 26 Σεπτεμβρίου, για να σταματήσει το κακό, ο Κολοκοτρώνης διόρισε αστυνόμο τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο και του έδωσε 200 άνδρες ώστε «να περιέρχεται έσωθεν της πολιτείας εις τους δρόμους και εις τα οσπήτια και εις ταις πόρταις δια να μη ακολουθούν αταξίαι, αρπαγαί, και φερσίματα αλλόκοτα από τους ατάκτους, τους οποίους να παιδεύη αυστηρώς».

Άξιο αναφοράς ότι οι ίδιοι οι αγάδες των «Τούρκων» της Πελοποννήσου, δηλαδή των εξισλαμισθέντων/τουρκεμένων που είχαν περάσει με την πλευρά των κατακτητών, επικαλέστηκαν στον Κολοκοτρώνη και στον γιο του την ελληνική τους καταγωγή για να σταματήσει η σφαγή.

Οι «Τούρκοι» της Πελοποννήσου, ως Έλληνες εξισλαμισθέντες, είχαν όλοι ελληνικά επώνυμα και μιλούσαν μία γλώσσα, τα ελληνικά.

Σχετικά άρθρα