Την ώρα που στη Βουλή ξηλώνεται μετά την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων του 2011 και η μείωση του κατώτατου μισθού, το θέμα της ακύρωσης της περικοπής στις συντάξεις αποτελεί το μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση.
Έχοντας θέσει επισήμως στους εκπροσώπους των θεσμών το θέμα της μη περικοπής, στο πλαίσιο των συζητήσεων για την μεταμνημονιακή πορεία της χώρας, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έθεσε χθες εκ νέου την πρόθεση ακύρωσης του μέτρου που επέβαλε το ΔΝΤ στον γερμανό ομόλογό του Ολαφ Σολτς, στη συνάντηση που είχαν στη Γερμανία.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο κ. Τσακαλώτος εξέθεσε την άποψη της ελληνικής κυβέρνησης ότι με βάση τα τελευταία στοιχεία, υπάρχει δημοσιονομικός χώρος πέραν του στόχου 3,5% και για το έτος 2019 και για τα επόμενα χρόνια, το ακριβές μέγεθος του οποίου συζητείται και θα συνεχίσει να συζητείται με τους Θεσμούς.
Εξέφρασε, επίσης, την άποψη ότι θα είναι θετικό να ξεκινήσει συζήτηση για το πώς θα αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο ο χώρος αυτός, όχι μόνο για το 2019 αλλά και για τα επόμενα χρόνια έως το 2022.
Με αυτά τα δεδομένα, συνεδριάζει σήμερα το EuroWorking Group που θα εξετάσει για πρώτη φορά τη μεταπρογραμματική πορεία της ελληνικής οικονομίας, με το θέμα των συντάξεων να μην είναι επισήμως στην ατζέντα, αλλά σίγουρα να αποτελεί ένα σημείο αιχμής για όλες τις πλευρές.
Τούτων δοθέντων, η σημερινή συνεδρίαση θα αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό «crash test», για τη στάση και τις διαθέσεις των Θεσμών όσον αφορά το ελληνικό αίτημα για ακύρωση των περικοπών στις συντάξεις τον Ιανουάριο του 2019, κάτι το οποίο ωστόσο ουδείς μπορεί να αποκλείσει να αποτελέσει και μονομερή ενέργεια από την πλευρά της κυβέρνησης, εφόσον επιτυγχάνονται οι στόχοι και μέρη των θεσμών επιμένουν στην αχρείαστη εφαρμογή του μέτρου για τις συντάξεις.
Ως εκ τούτου, θέλοντας να αποφύγει αναταραχές η Αθήνα έχει μπροστά της το στοίχημα που πρέπει να κερδίσει, να πείσει δηαλδή τους Ευρωπαίους δανειστές και για το δημοσιονομικό χώρο και για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού χωρίς την περικοπή των συντάξεων.
Το δημοσιονομικό σκέλος του μέτρου βρίσκεται ήδη σε διαπραγμάτευση με τους δανειστές, με την ελληνική πλευρά πρόθυμη να “σπάσει” αντίμετρα και ελαφρύνσεις σε περισσότερα χρόνια ώστε να υπάρξει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος αν τελικά ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ και ESM δεχθούν ότι το συνολικό υπερπλεόνασμα δεν είναι 3,5 δισ. ευρώ το 2022 αλλά λίγο μικρότερο.
Σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό, το οικονομικό επιτελείο έχει παραδώσει σε όλους τους θεσμούς από την προηγούμενη εβδομάδα τα στοιχεία, με βάση τα οποία το ασφαλιστικό σύστημα παραμένει βιώσιμο και μετά το 2060 ακόμη και αν δεν μειωθούν οι συντάξεις. Συγκεκριμένα, υπάρχουν προβολές που δείχνουν ότι και χωρίς τις περικοπές των συντάξεων, η ετήσια δαπάνη βαίνει μειούμενη από 17,2% του ΑΕΠ το 2016, με ρυθμό βραδύτερο μόνο κατά 0,5% του ΑΕΠ το χρόνο, αν δεν γίνουν οι περικοπές του 2019.Την ίδια ώρα, το πλεόνασμα του ΕΦΚΑ για το 2018 αναμένεται να φτάσει τα 1,5 δισ. ευρώ και, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, προέρχεται κυρίως από την αύξηση των εισφορών από μισθωτή εργασία. Μια τέτοια τάση μπορεί να συνεχιστεί αν η οικονομία αυξήσει το ρυθμό ανάπτυξης και αυξηθεί η απασχόληση.
Όλοι μαζί και το ΔΝΤ μόνο του για τις συντάξεις
Οι διαφορές των προβλέψεων μεταξύ των δανειστών και του ΔΝΤ για την πορεία της ανάπτυξης μπορεί να ευνοήσουν για πρώτη φορά την Ελλάδα, στην προσπάθεια να αναστρέψει το επαχθές μέτρο της περικοπής συντάξεων που επέβαλε να προνομοθετηθεί από το 2017 το Ταμείο.
Οι διαθέσεις των δανειστών αναμένεται να αποτυπωθούν σήμερα κατά την συνεδρίαση της ομάδας εργασίας της Ευρωζώνης (EuroWorking Group), όπου θα συζητηθεί και το αποτέλεσμα της πρώτης μετά το μνημόνιο αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας. Με δεδομένο όμως ότι οι προβλέψεις μέχρι το 2022 βρίσκονται σε διαπραγμάτευση κανείς (ούτε οι Ευρωπαίοι ούτε και το Ταμείο) δεν θα είναι κατηγορηματικός στην θέση του.
Υπενθυμίζεται ότι ΔΝΤ έχει ήδη ανακαλέσει από την άνοιξη την εκτίμηση του ότι το μέτρο είναι “δημοσιονομικό”. Συγκεκριμένα, στις προβλέψεις του στην έκθεση για την δημοσιονομικές προοπτικές των μελών του (Fiscal Monitor) εκτιμούσε για την Ελλάδα ότι επιτυγχάνει και με το παραπάνω πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2019 ως το 2022.
Παρ’όλα αυτά, αναμένεται να επιμείνει προς το παρόν για την εφαρμογή του μέτρου της περικοπής των συντάξεων με δύο βασικά επιχειρήματα. Ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να πετύχει μετά το 2022 ρυθμό ανάπτυξης 1,5% του ΑΕΠ που προβλέπει η ΕΕ αλλά 1% του ΑΕΠ και ότι έχουν υποεκτιμηθεί οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, από το 2022 και μετά, είναι και η βασική διαφορά στις προβλέψεις μεταξύ ΔΝΤ και ΕΕ. Οι Ευρωπαίοι δανειστές -και κυρίως η ΕΕ- θεωρούσαν αχρείαστα τα μέτρα της διετίας 2019 -2020, αφού θεωρούσαν από τότε ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα επιτυγχάνονταν και χωρίς νέες περικοπές. Τελικά όμως τα δέχθηκε μετά από την πίεση της Γερμανίας και την ανάγκη ομοφωνίας για να κλείσει τότε η δεύτερη αξιολόγηση.
Τώρα όμως που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει το πρώτο λόγο στην αξιολόγηση της Ελλάδας μετά τα μνημόνια, θα επανέλθει υποστηρίζοντας το ελληνικό επιχείρημα ότι το μέτρο είναι αντιαναπτυξιακό, αφού οι νέες περικοπές θα “αφαιρέσουν” 2 δισ. το χρόνο από την πραγματική οικονομία. Τούτο τη στιγμή που η Ελλάδα πρέπει να δείξει ότι επιταχύνει την ανάπτυξη της για να κερδίσει εκτός των άλλων και την εμπιστοσύνη των αγορών.