Σε συνταγματική ασυναρτησία αλλά και βαθιά ταξική μεροληψία υπέρ των πλουσίων μεταφράζεται η πρόταση Μητσοτάκη για οριζόντια μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% με παράλληλη μεταφορά της εισπραξιμότητάς του από τους δήμους και κατάργηση της κρατικής ενίσχυσης των ΟΤΑ από την κεντρική διοίκηκη.
Και τούτο, διότι όχι μόνο προσκρούει στο άρθρο 78 του Συντάγματος, αλλά βαθαίνει ακαριαία τις επιβαρύνσεις του ΕΝΦΙΑ σε βάρος των χαμηλότερων στρωμάτων και δημιουργεί στρεβλώσεις με χαοτικές διαφορές «τελών» σε δήμους.
Συγκεκριμένα, αν και ο κ. Μητσοτάκης κάνει διαρκώς επίκληση στη «δίκαιη» μείωση οριζόντια για όλους 30%, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική και φαίνεται από ένα απλό παράδειγμα.
Κάποιος που πληρώνει σήμερα 20.000 ευρώ ΕΝΦΙΑ για μεγάλη ακίνητη περιουσία με τη μείωση 30% θα βρεθεί να πληρώνει 14.000 ευρώ, θα γλιτώνει δηλαδή 6.000 ευρώ ετησίως.
Αντίστοιχα, κάποιος με μικρή ακίνητη περιουσία που πληρώνει 200 ευρώ ΕΝΦΙΑ με μείωση 30% θα βρεθεί να πληρώνει 140 ευρώ, δηλαδή θα γλιτώνει 60 ευρώ ετησίως.
Η διαφορά με την πρόταση για μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% μεσοσταθμικά, με ποσοστά που θα φθάνουν κλιμακωτά μέχρι και 50% για όσους έχουν μικρή ιδιοκτησία αλλά μηδαμινές μειώσεις για όσους έχουν μεγάλη ακίνητη περιουσία, την οποία θα νομοθετήσει το προσεχές διάστημα η κυβέρνηση, είναι εμφανής.
Όσον αφορά τώρα στην απόδοση της είσπραξης του ΕΝΦΙΑ στους δήμους με την κατάργηση της κρατικής επιχορήγησής τους, η πρόταση, όπως αποκαλύπτει σήμερα η Εφημερίδα των Συντακτών, οδηγεί ουσιαστικά στοv διαχωρισμό των δήμων σε πατρικίους και πληβείους και μάλιστα με σκληρά ταξικά χαρακτηριστικά.
Με τον τρόπο που διατυπώθηκε η σημαντική μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφήνει περιθώρια μόνο για τη μετατροπή των δήμων σε αντικοινωνικούς φορομπηχτικούς μηχανισμούς μεταβιβάζοντας στους δημάρχους και στα δημοτικά συμβούλια εκτός από τη δυνατότητα καθορισμού του ΕΝΦΙΑ και το πολιτικό κόστος της επιβολής ενός φόρου άδικου και στρεβλού στη συνείδηση των περισσοτέρων αν όχι όλων των φορολογούμενων.
Η συζήτηση για τη χρηματοδότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με φόρους ακίνητης περιουσίας όχι μόνο είναι χρόνια αλλά έχει ενταθεί στις τάξεις των στελεχών του εγγύτερου στον πολίτη θεσμό στα χρόνια της κρίσης.
Η συνέχεια όμως που δόθηκε σε αυτόν τον διάλογο από τον κ Μητσοτάκη υπακούει στο δόγμα οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Σύμφωνα με την εξαγγελία του μέχρι το 2021
έπειτα από μια διετή μεταβατική περίοδο θα έχει περάσει στους δήμους η είσπραξη αλλά και ο καθορισμός του ΕΝΦΙΑ.
Ταυτόχρονα πρόσθεσε ο πρόεδρος της Ν.Δ θα έχουν περικοπεί οι ΚΑΠ τους οποίους υπολόγισε σε 2 δισ ευρώ, όσα δηλαδή προσβλέπουμε ότι θα εισπράττουμε από τον ΕΝΦΙΑ.
Αναφορά που δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα ο ΕΝΦΙΑ προορίζεται να αντικαταστήσει σχεδόν το σύνολο των κρατικών πόρων οι οποίοι ανέρχονται σε περίπου 2,5 δισ ευρώ.
Κατά τα λοιπά ο δήμος θα μπορεί να αυξάνει ή να μειώνει τον τοπικό φόρο στην ακίνητη περιουσία αλλά θα λογοδοτεί στους πολίτες σλίασε ο πρόεδρος της Ν.Δ.
Σε τεχνοκρατικό επίπεδο το θέμα έχει εξεταστεί από το Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης ITA το οποίο σε μελέτη του Νοέμβριο του 2017 έχει καταλήξει ότι ακόμη και εάν τα έσοδα των δήμων από κρατική χρηματοδότηση και φόρο ακινήτων είναι περίπου ίδια ως σύνολο, σε επίπεδο δήμων η αντικατάσταση των ΚΑΠ από τον ΕΝΦΙΑ θα προκαλέσει μεγάλες ανισότητες.
Ενα παράδειγμα που προκύπτει από τη μελέτη είναι ότι ο Δήμος Φιλοθέης-Ψυχικού θα υπερ-πενταπλασιάσει τα έσοδά του (αύξηση 431%) τη στιγμή που ο Δήμος Αγαθονησίου θα μειώσει τα έσοδα του περίπου στο 1/8.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μελέτη για τον ακριτικό δήμο σε απόλυτους όρους τα έσοδά του από ΚΑΠ ανέρχονται σε 1.517 ευρώ/κάτοικο, όταν τα έσοδα από ΕΝΦΙΑ είναι μόνο 179 ευρώ/κάτοικο
Επομένως σε αντίστοιχες περιπτώσεις προκειμένου να διατηρήσει τις παρεχόμενες υπηρεσίες σε σταθερό επίπεδο, ο δήμος είτε θα πρέπει να αυξήσει τη φορολογία είτε να εκχωρήσει υπηρεσίες σε ιδιώτες και να απολύσει εργαζομένους, κάτι που επίσης θα οδηγήσει σε αυξημένο κόστος για τους δημότες.
Οπως και να έχει θα διευρυνθούν οι ταξικές ανισότητες μεταξύ των δημοτών σε βάρος κυρίως αυτών της περιφέρειας.
Ολα αυτά ενώ η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει υποστεί περικοπές κρατικών πόρων της τάξης του 60% στα χρόνια της κρίσης ενώ το ύφος των παρακρατηθέντων πόρων μεταξύ 2010-2022 (στο πλαίσιο της εφαρμογής του Μεσοπροθέσμου) έχει υπολογιστεί από στοιχεία της ΚΕΔΕ στα 26 δισ ευρώ.
Και βεβαίως έχει υποστεί πραγματική αφαίμαξη σε προσωπικό, κάτι που σημαίνει ότι δεν υπάρχει επαρκής στελέχωση σε προσωπικό που θα διαμορφώσει τον απαιτούμενο εισπρακτικό μηχανισμό.
Πρόκειται για μια προϋπόθεση που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτευχθεί με την ταυτόχρονη εξαγγελία για επαναφορά μικρότερης αναλογίας προσλήψεων στη Δημόσια Διοίκηση στον κανόνα τού
1 πρόσληψη για κάθε 5 αποχωρήσεις αντί του 1 προς 1 που έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές για το 2019.