Ο κ. Μπαμπινιώτης διαθέτει αρκετές δάφνες στη γλωσσολογία. Δεν χρειάζεται να διεκδικεί και σε άλλα –ξένα προς αυτόν- πεδία, όπως η διπλωματία και η πολιτική. Εκτός κι΄ έχει βάλει πλώρη γι’ άλλα. Όπως ευρέως ακούγεται, εξάλλου, για το ψηφοδέλτιο Επικρατείας της ΝΔ.
Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης αυτή τη φορά υπερέβη εαυτόν. Ο γνωστός πανεπιστημιακός γλωσσολόγος διεκδικεί τώρα τη δόξα και διπλωμάτη και πολιτικού.
Μήνες μετά την αποκάλυψη ότι η Ελλάδα είχε αναγνωρίσει το 1977 ως «μακεδονική» τη γλώσσα της βόρειας γείτονος, αίφνης «ανακάλυψε» και έσπευσε να δηλώσει ότι τότε, στον ΟΗΕ, δεν αναγνωρίστηκε η γλώσσα, αλλά η αναγραφή σε χάρτες και σε διεθνή κείμενα των ονομασιών σε λατινικό αλφάβητο από κυριλικό που ήταν μέχρι τότε.
Και ποια ήταν η γλώσσα που αναφέρει στο κείμενό του ο ΟΗΕ, κ. Μπαμπινιώτη, της οποίας έπρεπε να γίνει η «λατινοποίηση»; Μα, και βέβαια, ήταν η «μακεδονική» (Macedonian).
Η παρέμβαση Μπαμπινιώτη, βέβαια, δεν είναι τυχαία.
Ούτε, επίσης, η ευρύτατη αναπαραγωγή της από πλειάδα –φίλα προσκείμενων στη ΝΔ- Μέσων Ενημέρωσης.
Έρχεται τη στιγμή που το θέμα του ονοματολογικού έχει μπει στην τελική ευθεία, και η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να κατασκευάσει το προπαγανδιστικό μοτίβο των «προδοτών» που πάνε «να τα ξεπουλήσουν όλα».
Έτσι, ο γλωσσολόγος έρχεται με εμφανή αποστολή να συγκαλύψει τις τεράστιες ευθύνες των προηγουμένων κυβερνήσεων.
Ο κ.Μπαμπινιώτης διαθέτει αρκετές δάφνες στη γλωσσολογία. Δεν χρειάζεται να διεκδικεί και σε άλλα –ξένα προς αυτόν- πεδία, όπως η διπλωματία και η πολιτική.
Εκτός κι΄ έχει βάλει πλώρη γι’ άλλα. Όπως ευρέως ακούγεται, εξάλλου, για το ψηφοδέλτιο Επικρατείας της ΝΔ.
Όχι τίποτε άλλο, αλλά κινδυνεύει να παρεξηγηθεί, όπως τότε, το 1988, που κάποιοι Θεσσαλονικείς είχαν ενοχληθεί, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να τον σύρουν στα δικαστήρια. Γιατί;
Διότι στο λήμμα «Βούλγαρος» έδινε τον εξής ορισμό: «Αυτός που γεννήθηκε στη Βουλγαρία ή κατάγεται από εκεί – (καταχρηστικά – υβριστικά) ο οπαδός ή παίκτης ομάδας της Θεσσαλονίκης (κυρ. του ΠΑΟΚ)».
Τότε, σε μια προσπάθεια φίμωσής του, κάποιοι Θεσσαλονικείς προσέφυγαν στα Δικαστήρια για να απαλειφθεί η δεύτερη ερμηνεία από το λεξικό Μπαμπινιώτη. Άραγε, ο ίδιος δεν διδάχθηκε κάτι από τις «διώξεις» που υπέστη τότε, και για τους λόγους που «στοχοποιήθηκε»;
«Μακεδονική» το 1977
Όπως και να’ χει, θα μας λύσει κανείς την απορία;
Αν, από τη μεταπολεμική εποχή, οπότε καθιερώθηκε στην τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία η ονομασία Σοσιαλιστική Δημοκρατία της «Μακεδονίας», και η «μακεδονική» γλώσσα, ουδέποτε η Ελλάδα αναγνώρισε στους κόλπους της διεθνούς κοινότητας τον όρο «Μακεδονία» και «μακεδονική» γλώσσα, πως προέκυψε εδώ και δεκαετίες σε όλα τα διεθνή κείμενα, περιλαμβανομένου και αυτού του 1977, του ΟΗΕ, η «μακεδονική» γλώσσα;
Θα μας διαφωτίσει σε αυτό το ερώτημα ο κ.Μπαμπινιώτης; Γιατί από μόνη της μια χώρα δεν μπορεί να καθιερώσει, με το έτσι θέλω, και μάλιστα εντός του ΟΗΕ, δίχως τη συναίνεση των υπολοίπων κρατών – μελών του, όποια γλώσσα θέλει.
Πόσο μάλλον, να πάρει η όποια γλώσσα διεθνές ISO, κάτι που έχει πάρει η γλώσσα της γείτονος.
Να σημειωθεί ότι εδώ και μήνες, στις 29/1/2018, ο υπουργός Εξωτερικών, κ. Νίκος Κοτζιάς, είχε επισημάνει τα εξής:
«Πότε καθιερώθηκε στον ΟΗΕ η ονομασία «μακεδονική γλώσσα»; »Πότε πρωτοέγινε η συμφωνία εκ μέρους της Ελλάδος, η γλώσσα αυτής της περιοχής, αυτού του σημερινού κράτους να λέγεται «μακεδονική»;
»Το 1977, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και ξέρετε πού έγινε αυτό; Έγινε στη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στην Αθήνα. Μην παριστάνουν, λοιπόν, τις παρθένες που τα πάλευαν».
Υπάρχουν και χειρότερα όμως, στα οποία ο κ. Μπαμπινιώτης παρέλειψε (!) να αναφερθεί.
Ιδού τι άλλο έχει πει ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών: «Ξέρετε πότε αυτό το όνομα και τα παράγωγά του καθιερώθηκαν διεθνώς, στο ISO που λέμε, δηλαδή στην Ειδική Επιτροπή που έχει τις συντμήσεις, τα ακρωνύμια κτλ; Στη διαπραγμάτευση που έγινε στον ΟΗΕ το 1992 – 1994».
…«Μακεδονική» και το 1992
Η απίστευτη ολιγωρία (;) ελληνικών κυβερνήσεων στο παρελθόν δεν σταματάει εδώ.
Ιδού τι αναφέρει ο κ. Ν.Κοτζιάς για τα όσα συνέβησαν το 1992 – 1994:
«Ξέρετε γιατί κέρδισε τη διαπραγμάτευση η fYROM πολύ εύκολα τότε για τη μακεδονική γλώσσα;
»Διότι επί τρία χρόνια δεν πήγε ένας εκπρόσωπος των δύο διαφορετικών ελληνικών κυβερνήσεων του 1992 – 1993 και 1993 – 1994 σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση.
»Δηλαδή τέτοιο πράγμα, όταν ανοίγω τα χαρτιά του υπουργείου Εξωτερικών, μένω κατάπληκτος.
»Δεν υπήρχε εκπρόσωπος της αντίστοιχης οργάνωσης της ελληνικής, της εθνικής.
»Επί τρία χρόνια δεν πήγε στη διαπραγμάτευση για τη γλώσσα.
»Και το 2010, όταν καλοί διπλωμάτες έθεσαν για πρώτη φορά το θέμα της γλώσσας -ότι δε μπορεί να μείνει έτσι- απάντησε η γνωστή σε όλους μας και σας, κα Spehar, η οποία είναι στην Κύπρο τώρα και είναι εκπρόσωπος του ΟΗΕ στην Κύπρο -τότε ήταν Γραμματέας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στον ΟΗΕ- ότι «τί ζητάτε τώρα να προσαρμόσουμε τις αλλαγές, 40 χρόνια ουδείς ζήτησε οτιδήποτε».
Αυτά υπάρχουν γραπτά. Δε θέλω να χρεώσω σε κανένα τίποτα, θέλω απλώς να πω, να μη σηκώνουν τον πήχη αυτοί που τον παρέδωσαν.
»Εμείς θα τον περάσουμε από πάνω, αλλά καλό είναι να είναι πιο σεμνοί. Έδωσαν το ’77 τη γλώσσα».
Από τη μετεμφυλιακή περίοδο
Υπάρχουν, όμως, και πολλοί άλλοι «σκελετοί» στις ντουλάπες των ελληνικών κυβερνήσεων στο κοντινό, αλλά και το σχετικά μακρινό παρελθόν.
Όπως, όταν το μετεμφυλιακό κράτος αναγνώριζε τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο – και κατ’ επέκταση τη «Δημοκρατία της “Μακεδονίας”».
Διότι, ως γνωστόν, η Γιουγκοσλαβία ήταν ομόσπονδο κράτος (Σερβία, Μαυροβούνιο, Κροατία, Σλοβενία, «Μακεδονία»).
Μπορεί, λοιπόν, εδώ και δεκαετίες, οι διάφοροι «Μακεδονοφάγοι» να διατείνονται ότι κατέχουν το μονοπώλιο του «πατριωτισμού», αλλά στην αρχή κιόλας της δεκαετίας του 1950, στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής περιχαράκωσης και της ανάσχεσης της «σοβιετικής επιρροής» στα Βαλκάνια, ήταν εκείνοι, οι οποίοι υπέγραψαν το ονομαζόμενο «Βαλκανικό Σύμφωνο του 1953» ή «Συμφωνία Φιλίας και Συνεργασίας» με τον πρόεδρο της ενιαίας τότε Γιουγκοσλαβίας, Γιόζεφ Μπροζ Τίτο.
Επρόκειτο για μια κίνηση που υπαγορευόταν άμεσα από το ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Δύσης – Ανατολής.
Πόσο μάλλον, αφού η Γιουγκοσλαβία είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από τη Μόσχα, ενώ συχνά – πυκνά βρισκόταν σε τροχιά ρήξης μαζί της.
Έτσι, τότε, η Ελλάδα, σε συνεργασία με την Τουρκία (!), έσπευσε ασμένως να υλοποιήσει τα ΝΑΤΟϊκά σχέδια.
Κι’ αυτό, παρ’ ότι τότε εμαίνετο η διαμάχη ανάμεσα στην Αθήνα και το Βελιγράδι για το «Μακεδονικό».
Το κύριο αγκάθι στις ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις. Πόσο μάλλον, αφού τα Σκόπια ονομάζονταν «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Μέσω αυτού του Συμφώνου, ουσιαστικά το ίδιο το μετεμφυλιακό κράτος, προέβη σε έμμεση πλην σαφή αναγνώριση της «κομμουνιστικής» (αλλά σε τροχιά σύγκρουσης με τη Μόσχα) Γιουγκοσλαβίας, και βεβαίως του αναπόσπαστου τότε τμήματός της, της «Μακεδονίας».