Στο μακροσκελές άρθρο του που δημοσιεύει η Frankfurter Allgemeine Zeitung ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργος Μπήτρος, επιχειρεί μια αναλυτική παρουσίαση των δεινών που οδήγησαν την Ελλάδα από το 1975 σταδιακά στο χείλος της χρεοκοπίας με απόγειο τη διεθνή δημοσιονομική κρίση, η οποία έφτασε στη χώρα το 2009.
Η θέση που πρεσβεύει είναι ότι ακόμη και μετά την έξοδο από τα μνημόνια οι σημαντικότερες αιτίες που οδήγησαν στην κρίση δεν θεραπεύτηκαν και τα όποια επιτεύγματα κινδυνεύουν.
Ο καθηγητής Γιώργος Μπήτρος σε απλά ελληνικά εξηγεί ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις θα έπρεπε σε εθνικό επίπεδο να μεταρρυθμίσουν ριζικά το δημόσιο τομέα με μείωση των απασχολούμενων και αλλαγή των δομών, έτσι ώστε να εξισωθεί η παραγωγικότητα στο επίπεδο της ιδιωτικής οικονομίας.
Με αυτόν τον τρόπο θα δίνονταν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη και σε λίγα χρόνια η Ελλάδα θα επέστρεφε στην ομαλότητα.
«Από το 2009 οι κυβερνήσεις επέλεξαν την ακριβώς αντίθετη συνταγή» επισημαίνει ο Μπήτρος.
«Φόρτωσαν φόρους επί φόρων στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, σαν να μπορούσαν τα προβλήματα της Ελλάδας να λυθούν μονομιάς με την κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας, ενώ την ίδια ώρα ο δημόσιος τομέας θα έμενε ανέπαφος και θα διατηρούνταν το παλαιό πολιτικό σύστημα.
»Το αποτέλεσμα ήταν να βάλουν λουκέτο χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να αυξηθεί κατακόρυφα η ανεργία».
Ο Έλληνας καθηγητής περιγράφει πολύ αναλυτικά τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής που οδήγησε, μεταξύ άλλων, σε έξοδο των καλύτερων κεφαλιών της χώρας και ανέβασε στα ύψη το ποσοστό του δημόσιου χρέους.
Υποστηρίζει ότι οι πολιτικοί γνώριζαν ότι αντί του δρόμου των φόρων η καλύτερη εναλλακτική θα ήταν να εγκαταλείψουν την κρατικοδίαιτη οικονομική και κοινωνική τάξη πραγμάτων που ακολουθήθηκε μετά από τον πόλεμο.
«Το αποτέλεσμα τώρα είναι ότι ακόμη και οκτώ χρόνια μετά τα μνημόνια δεν φαίνεται να υπάρχει φως στο τέλος του τούνελ.
»Ακόμη και στην περίπτωση οικονομικής επιτυχίας, που θα οδηγούσε τη χώρα σε σημαντικά ποσοστά ανάπτυξης, δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα όσα με τόσο κόπο επετεύχθησαν χωρίς να γίνει μια αντιπαράθεση με τα θεσμικά προβλήματα της χώρας που οδήγησαν στην χρεοκοπία της χώρας».
Ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας παραθέτει πέντε προβλήματα, που κατά τη γνώμη του θα πρέπει να εκλείψουν μετά την έξοδο από τα μνημόνια.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στο άρθρο 106 του Συντάγματος του 1975.
Με αυτό, θεωρεί ότι «άνοιξε το κουτί της Πανδώρας» για τον εκτροχιασμό της οικονομίας με εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων που ξεκίνησαν από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και συνεχίστηκαν από τις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου.
Με τις αθρόες μονιμοποιήσεις προσωπικού συνδεόμενου με το δημόσιο με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
Καταγγέλλει επίσης τις τακτικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων στον ελεύθερο ανταγωνισμό, την τεράστια δυσκαμψία της αγοράς εργασίας και την τεράστια κρατική εξουσία που καθιστά αδύνατη μιαν αποτελεσματική διακυβέρνηση.
«Εάν η Ελλάδα θέλει να αφήσει την κρίση πίσω της θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη και την πρωτοβουλία για ένα πακέτο θεσμικών μεταρρυθμίσεων που να επεκτείνεται πέραν των όσων προέβλεπαν τα προγράμματα προσαρμογής».
Εν κατακλείδι, ο Έλληνας καθηγητής πιστεύει ότι η κρίση δεν ήταν ένα αναπάντεχο χτύπημα της μοίρας, αλλά προήλθε από μια ελίτ που δεν πίστευε στα κοινωνικά επιτεύγματα μιας ελεύθερη οικονομίας της αγοράς.
«Ακόμη και σε εποχές όπου οι κυβερνήσεις ήταν υπό την επιτήρηση των δανειστών της, αρνιόντουσαν να ταυτιστούν με μεταρρυθμίσεις για μεγαλύτερη απελευθέρωση της αγοράς και καθυστερούσαν τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που στην πραγματικότητα είχαν συμφωνήσει.
Από την άλλη πλευρά, δεν είχαν άλλη δυνατότητα παρά να υποχωρήσουν, δεδομένου ότι καμιά κυβέρνηση δεν θέλει να διακινδυνεύσει μια ανοιχτή κατάρρευση της οικονομίας, η οποία θα ισοδυναμούσε και με έξοδο από την ευρωζώνη.
»Κάποια στιγμή οι πολιτικοί της Ελλάδας θα διαπιστώσουν ότι το ίδιον όφελος και αυτό της χώρας συνταυτίζονται και θα αναλάβουν την πρωτοβουλία να αντικαταστήσουν τη σημερινή κρατικοδίαιτη οικονομική και κοινωνική τάξη πραγμάτων με ένα σύστημα μειωμένης κυβερνητικής επιρροής και με αγορές ανοιχτές στους τολμηρούς επιχειρηματίες και στον ισχυρό ανταγωνισμό».