Με παρέμβασή τους στο θέμα της πολιτικής συμμαχιών, ενόψει της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής, τα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ Ρούντι Ρινάλντι και Ελένη Σωτηρίου στο ερώτημα «με ποιους θα κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ», απαντούν «θα κυβερνήσουμε με αυτούς που θα προκύψουν από το γκρέμισμα του πολιτικού συστήματος και είτε θα πυκνώσουν τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, είτε θα συγκροτηθούν αυτόνομα σε αντιμνημονιακή ριζοσπαστική κατεύθυνση».
Στην ουσία μιλάμε για τον “τρίτο δρόμο” ανάμεσα στην πρόταση των σοσιαλιστών και των αριστεριστών.
Τα δύο στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τονίζουν ότι το κόμμα τους πρέπει να επιδιώξει συμμαχίες με κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, συγκροτημένες και διάχυτες στην κοινωνία, που υπηρετούν τον στρατηγικό προσανατολισμό μιας σύγκρουσης με το μνημονιακό τροϊκανό καθεστώς και τη διέξοδο-σωτηρία της χώρας σε προοδευτική κατεύθυνση και όχι με δυνάμεις που συστηματικά υπονομεύουν έναν τέτοιο προσανατολισμό.
Επίσης σημειώνουν ότι απορρίπτουν την «κεντροαριστερή ανασύσταση ως λύση» και εκτιμούν ότι:
1. Το μπλοκάρισμα που υπάρχει στο πολιτικό σκηνικό είναι αποτέλεσμα της υποχώρησης της κοινωνικής δυναμικής, της εκτεταμένης σύγχυσης, της έλλειψης μιας αξιόπιστης πρότασης και πράξης που να οδηγεί σε διέξοδο. Διότι δεν υπάρχει πραγματικό ξεμπλοκάρισμα (σε προοδευτική κατεύθυνση) μόνο δια της ανάθεσης, δια της ψήφου ή δια «ατυχημάτων» εντός του κοινοβουλίου.
2. Η διατήρηση των υψηλών ποσοστών ΣΥΡΙΖΑ, παρά το γενικό κλίμα και τις αδυναμίες του ίδιου, τονίζει εμφαντικά τα περιθώρια που υπάρχουν ακόμα για ριζοσπαστικές προοπτικές.
3. Το μνημονιακό ρήγμα και οι συνακόλουθοι διαχωρισμοί που επέφερε στην κοινωνία, δεν ξεθωριάζουν, δεν καθίστανται παρωχημένοι, δεν ξεπερνιούνται μέσα από εύκολες αλλαγές πολιτικής γραμμής. Εκείνο που ναυαγεί είναι η εύκολη πρόχειρη αντιμνημονιακή ρητορεία.
4. Κεντρικής σημασίας είναι οι διεργασίες που αφορούν στο καταρρέον πολιτικό σύστημα και τις προσπάθειες αναστήλωσης-ανακύκλωσής του μέσα από την καταστολή και την πλαστογράφηση των μαζικών λαϊκών διαθέσεων. Η άρνηση ανάδειξης του ζητήματος ως τέτοιου συσκοτίζει τα πράγματα και λειτουργεί αυτοκαθηλωτικά για όποιον αναζητεί λύσεις εντός των ορίων του καταρρέοντος πολιτικού συστήματος.
5. Είμαστε στο μέσο μιας γιγαντιαίας αναδιάταξης της πολιτικής εκπροσώπησης. Όχι μόνο των ποσοστών, αλλά της οργάνωσης της εκπροσώπησης. Η μνημονιακή σεισμική ακολουθία γκρεμίζει τα πολιτικά μορφώματα και επιβάλλει καθολικές πολιτικές αναδιατάξεις. Κάθε λίγους μήνες δημιουργείται και ένα νέο πολυσχιδές πολιτικό κατώφλι που απογράφεται και δημοσκοπικά.
6. Πέρα από τις δυνάμεις που εγγράφονται στο πολιτικό σύστημα ή αυτές που ψήφισαν τα μεγάλα επίσημα κόμματα, υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας που δεν εκπροσωπείται, που αναζητά μια καινούργια πολιτική εκπροσώπηση. Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που «δεν μπαίνει στο μαντρί» και έχει τεθεί το αίτημα μιας γνήσια δημοκρατικής νέας εκπροσώπησης με πολλούς τρόπους.
7. Η κεντροαριστερή ανασύσταση επικαιροποιείται και δεσπόζει. Η επαναφορά της δεν προκύπτει εκ του μηδενός ή από αίσθημα λαϊκού «μαζοχισμού». Σχετίζεται με το πολιτικό κενό, την απουσία πολιτικής στο χώρο της αντιπολίτευσης. Και επίσης, με το γεγονός (που δεν πρέπει να διαφεύγει) ότι κατάφερε να συνδεθεί με ορισμένες κοινωνικοπολιτικές απαιτήσεις.
8. Σε πολιτικό επίπεδο επιχειρείται μια υποβάθμιση της αντίθεσης προς το μνημόνιο και το ειδικό καθεστώς που έχει εγκαθιδρυθεί και οδηγούμαστε σε μια λογική ανασύστασης ενός περίπου αντιδεξιού μετώπου. Αυτό μοιάζει με παγίδα και αποτελεί μια ακόμα πίεση προς τον ΣΥΡΙΖΑ να μετατραπεί σε παράγοντα συναίνεσης-διαχείρισης κι όχι φορέα μιας νέας ριζικής πολιτικής αλλαγής.
9. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να οριστεί πολιτικά απέναντι στην κεντροαριστερή ανασύσταση, να εξηγήσει το ρόλο της και να δηλώσει ρητά πως δεν πρόκειται να γίνει μέρος της.
10. Άρα το ζήτημα δεν είναι η επιστροφή σε έναν «αριστερό» ΣΥΡΙΖΑ της ιδεολογικής καθαρότητας (που μεταξύ άλλων αμφισβητεί το δημοκρατικό και πατριωτικό πρόταγμα ως αναχρονιστικά) αλλά η ανταπόκριση του ΣΥΡΙΖΑ στα ιστορικά επίδικα που έχουν τεθεί μπροστά μας.