H τουρκική ηγεσία προβαίνει σε λεονταρισμούς, αλλά θα ήταν παραλογισμός να βάλει πρακτικά εμπόδια και να επιχειρήσει να δημιουργήσει τετελεσμένα στο θαλάσσιο χώρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανέφερε ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας Δημήτρης Βίτσας.
Σημείωσε παράλληλα ότι η συνεργασία Αθήνας και Λευκωσίας είναι πολυεπίπεδη και λαμβάνει υπόψιν όλα τα ενδεχόμενα.
Σε συνέντευξή του στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο κ. Βίτσας εξέφρασε παράλληλα την εκτίμηση ότι η Άγκυρα «δεν θα ρισκάρει να εισπράξει μια ήττα», όταν ρωτήθηκε για την αντίδραση της Αθήνας στο ενδεχόμενο εμφάνισης του τουρκικού πλοίου-γεωτρύπανου «Deepsea Metro II» στην περιοχή.
Η Κύπρος είναι «θωρακισμένη» από το διεθνές δίκαιο και «από ένα τυχόν τουρκικό τυχοδιωκτισμό ο μόνος χαμένος θα είναι η ίδια Τουρκία», υπογράμμισε.
Αναφερόμενος εξάλλου στο Κυπριακό, σημείωσε ότι η τουρκική πλευρά πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η στασιμότητα δεν οδηγεί πουθενά.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας επισκέπτεται την Κύπρο και μεταξύ άλλων θα παραστεί την Τρίτη στην τελετή παραλαβής των λειψάνων πεσόντων της ακταιωρού «Φαέθων», με σκοπό τον επαναπατρισμό τους στην Ελλάδα.
Μιλώντας στο ΚΥΠΕ, ο κ. Βίτσας είπε ότι οι πεσόντες του «Φαέθων» είναι και μια τραγική υπενθύμιση του χρέους όλων μας για επίλυση του Κυπριακού, με σεβασμό στην εδαφική ακεραιότητα και στην οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και πάνω απ’ όλα με σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη βάση των θεμελιωδών κανόνων του ΟΗΕ, αλλά και του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
«Η επίλυση του Κυπριακού πράγματι είναι διακαής πόθος του λαού της Κύπρου, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και κατέχει υψηλή θέση στις προτεραιότητές μας, αλλά δεν εξαρτάται από εμάς.
»Πρέπει κάποτε η τουρκική πλευρά να συνειδητοποιήσει ότι η στασιμότητα δεν οδηγεί πουθενά, πολύ περισσότερο που τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής και κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού, παρά το χρόνο που έχει περάσει δεν έχουν γίνει αποδεκτά από τη διεθνή κοινότητα», είπε.
Συνέχισε, λέγοντας ότι αυτό αποτελεί μια διαχρονική κατάκτηση, τόσο των Κυβερνήσεων της Ελλάδας, όσο και της Κύπρου, που επί δεκαετίες επιμένουν σθεναρά ότι το Κυπριακό είναι πρώτα και κύρια πρόβλημα εισβολής και κατοχής.
Δήλωσε, παράλληλα ότι η συνεργασία των σημερινών Κυβερνήσεων Αθήνας και Λευκωσίας είναι «υποδειγματική και καρποφόρα», ενώ είπε ότι η Ελλάδα συμπαραστέκεται ενεργά στις αποφάσεις και τις ενέργειες της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα, ανέφερε ότι οι δύο χώρες αποτελούν πόλους σταθερότητας μέσα σε μια τόσο ασταθή περιοχή, όπως αυτή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
«Το γεγονός αυτό θεωρούμε ότι μπορεί να λειτουργήσει σαν καταλύτης για μια οριστική και βιώσιμη λύση του Κυπριακού», είπε.
Αναφερόμενος στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Λευκωσίας, ο κ. Βίτσας είπε ότι αποτελεί «αναφαίρετο και μη διαπραγματεύσιμο δικαίωμα ενός κυρίαρχου -αν και μερικώς ακρωτηριασμένου λόγω κατοχής- κράτους μέλους του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αξιοποίηση, με όποιον τρόπο αυτό κρίνει ως καταλληλότερο, των φυσικών του πόρων», προσθέτοντας παράλληλα ότι το δικαίωμα αυτό είναι κατοχυρωμένο από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
«Το δικαίωμα αυτό η Κύπρος το ασκεί έχοντας δημιουργήσει ένα δίχτυ προστασίας, που το αποτελούν οι μεγάλες παγκόσμιες εταιρείες εξόρυξης υδρογονανθράκων, οι οποίες συμμετέχουν στο όλο εγχείρημα.
»Νομίζω ότι η τουρκική ηγεσία διαθέτει επαρκές απόθεμα νοημοσύνης ώστε να μην στραφεί εναντίον όλων», σημείωσε.
Υπογράμμισε ακόμη ότι το θέμα της προστασίας του δικαιώματος αξιοποίησης του υποθαλάσσιου πλούτου της Κυπριακής Δημοκρατίας «είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα διπλωματικό ζήτημα, είναι θέμα συσχετισμών συμφερόντων και ακολουθεί η στρατιωτική του διάσταση».
«Νομίζω ότι η τουρκική ηγεσία προβαίνει σε λεονταρισμούς, κάνοντας επίδειξη στρατιωτικής παρουσίας, αλλά θεωρώ ότι θα ήταν παραλογισμός από την πλευρά της, να βάλει πρακτικά εμπόδια και να επιχειρήσει να δημιουργήσει τετελεσμένα στο θαλάσσιο χώρο της Κυπριακής Δημοκρατίας», υπογράμμισε ο κ. Βίτσας.
Ερωτηθείς από το ΚΥΠΕ για την αντίδραση της Αθήνας σε περίπτωση που το «Deapsea Metro II» κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή, ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας εξέφρασε την ελπίδα ότι η τουρκική ηγεσία «διαθέτει αρκετό απόθεμα νοημοσύνης, ώστε να μην επιχειρήσει να κάνει κάτι που θα έχει πολύ υψηλό κόστος για την Τουρκία και κανένα θετικό αποτέλεσμα για αυτή».
«Δεν θα ρισκάρει να εισπράξει μια ήττα», είπε.
Συνέχισε, λέγοντας ότι οι έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ γίνονται με την τήρηση όλων των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και η Κύπρος είναι «θωρακισμένη».
«Από ένα τυχόν τουρκικό τυχοδιωκτισμό ο μόνος χαμένος θα είναι η ίδια Τουρκία και αυτό στις σημερινές συνθήκες η τουρκική ηγεσία θα το μετρήσει διπλά», είπε.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας ρωτήθηκε και για τις ευκαιρίες που δίνει η σύσταση της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας της ΕΕ (PESCO), λέγοντας ότι επιβεβαιώνονται οι δυνατότητες που υπάρχουν για διεύρυνση της συνεργασίας Ελληνικής και Κυπριακής Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας.
Σημείωσε τη γεωστρατηγική θέση των δυο χωρών και είπε ότι μέσω της PESCO δημιουργείται, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα να αναπτυχθούν από κοινού οι ικανότητες άμυνας, να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες της αμυντικής βιομηχανίας και να ενισχυθεί η επιχειρησιακή ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων, δίνοντας παράλληλα βάρος σε επενδύσεις στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας της ΕΕ.
Είπε ακόμη ότι το επίπεδο συνεργασίας Ελλάδας και Κύπρου αποτελεί πρότυπο και για άλλες χώρες, εμπνέοντας τον σεβασμό και την εκτίμηση όλων των χωρών της περιοχής.
«Το πλήρωμα του ‘Φαέθων’ μετέφερε τις Θερμοπύλες στις ακτές της Κύπρου»
Αναφερόμενος στον επαναπατρισμό των λειψάνων, ο κ. Βίτσας είπε ότι πρόκειται για μια αποστολή με έντονο συναισθηματικό φορτίο, καθώς «εκπληρώνουμε μια υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας προς τους ανθρώπους αυτούς που έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι».
Μίλησε για πράξη αυτοθυσίας και για τον άνισο αγώνα που έδωσε το πλήρωμα της ακταιωρού «Φαέθων» τον Αύγουστο του 1964, κατά τους βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας από την τουρκική αεροπορία, λέγοντας ότι «μετέφερε τις Θερμοπύλες στις ακτές της Κύπρου».
Η προσπάθεια επαναπατρισμού των λειψάνων στους οικείους τους αποτελεί για μας μια ηθική αλλά και ιστορική προσταγή που συνοδεύεται με την αναγνώριση αυτού του εθνικού αγώνα και αυτής της θυσίας για την ελευθερία της Κύπρου, είπε.
Κατέληξε, λέγοντας ότι η διαδικασία αυτή θα ολοκληρωθεί, με τη βοήθεια και της επιστήμης της γενετικής, όταν ταυτοποιηθούν και επαναπατριστούν τα οστά και του τελευταίου στρατιώτη μας.