Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται και ο Αλέξης Τσίπρας εφαρμόζει το πρόγραμμα προσαρμογής, διότι μόνον έτσι θα μπορέσει να απελευθερώσει τη χώρα του από τη δανειακή βοήθεια, και να την οδηγήσει και πάλι στις διεθνείς χρηματαγορές αναφέρει μεταξύ άλλων σε ανταπόκρισή της από την Αθήνα με τίτλο «Αφήστε τον Τσίπρα να δράσει!» η σημερινή έντυπη έκδοση της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt.
«Ως εκ τούτου, υπογραμμίζει ο αρθρογράφος της Γκέρντ Χέλερ, “θα πρέπει να αφεθεί ο Ελληνας Πρωθυπουργός να δράσει και μια νέα συζήτηση περί Grexit βλάπτει το ευρώ και δεν ωφελεί ούτε την Ελλάδα ούτε τους πιστωτές της».
Ο συντάκτης σημειώνει ότι «ως υπουργός Οικονομικών ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε ήταν για πολλούς Έλληνες «κόκκινο πανί», αλλά μία μόλις εβδομάδα μετά την ανάληψη των νέων του καθηκόντων, κάποιοι από τους πολιτικούς στην Αθήνα θα εύχονταν την επιστροφή του στην προηγούμενη υπουργική του θέση.
Αυτό, κατά τον συντάκτη, οφείλεται στον Κρίστιαν Λίντνερ, πρόεδρο του Φιλελεύθερου Κόμματος της Γερμανίας (FDP) καθώς, ενώ ο Σόϊμπλε διαβεβαίωσε, και με την ευκαιρία της αποχαιρετιστήριας συνέντευξής του στον ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ, ότι ένα Grexit δεν αποτελεί πλέον ζήτημα προς συζήτηση, ο πρόεδρος του FDP ως δυνητικός του διάδοχος επαναφέρει το θέμα στην ημερήσια διάταξη με την τοποθέτησή του, ότι ένα κούρεμα χρέους για την Αθήνα θα πρέπει να υπάρξει μόνον εφόσον η Ελλάδα εγκαταλείψει την Ευρωζώνη».
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, αυτή η συζήτηση που άνοιξε ο κ. Λίντνερ είναι επικίνδυνη, με δεδομένο ότι ένα σκληρό κούρεμα χρέους για την Ελλάδα δεν συζητείται καν.
Εκείνο το οποίο έχει τεθεί προς εξέταση είναι η παροχή κάποιων ελαφρύνσεων του χρέους με τη μορφή χαμηλότερων επιτοκίων ή επιμήκυνσης των χρόνων αποπληρωμής, προκειμένου να απομειωθεί το ελληνικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας.
Ο αποφασιστικός παράγοντας για μία τέτοια επιλογή, θα είναι ο βαθμός εκπλήρωσης των ελληνικών υποχρεώσεων ως προς τα μέτρα εξοικονόμησης και μεταρρυθμίσεων μέχρι την εκπνοή του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018.
Σε αυτό το πλαίσιο, το να συναρτηθεί η παροχή τυχόν ελαφρύνσεων του χρέους με τον όρο εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη θα ήταν παράλογο, δεδομένου ότι επιστρέφοντας στη δραχμή η χώρα δεν θα μπορούσε ποτέ να εξυπηρετήσει τα χρέη της».
Τέλος ο αρθρογράφος τονίζει ότι «η διάσωση της Ελλάδας δεν είναι φυσικά μία λαμπρή ιστορία μεγάλων επιτυχιών, δεδομένου ότι η χώρα διολίσθησε για περισσότερο χρόνο και βαθύτερα από ό, τι αναμενόταν στην οικονομική ύφεση, ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις κωλυσιεργούσαν όσον αφορά τις δομικές μεταρρυθμίσεις, που θα μπορούσαν να δώσουν στην ελληνική οικονομία αναπτυξιακή ώθηση.
Ωστόσο, η πολιτική διάσωσης δεν έχει μεν ακόμη φτάσει στο στόχο της, αλλά δεν έχει καταρρεύσει και βρίσκεται τώρα σε καλό δρόμο».