Την απόστασή του από την ακροδεξιά ολίσθηση της Ν.Δ., έδειξε εμμέσως πλην σαφώς ο περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας, Κώστας Μπακογιάννης με δύο αναρτήσεις στον λογαριασμό του στο Facebook, για τον Παύλο Φύσσα και τον πατέρα του Παύλο Μπακογιάννη.
«Ξεχάστε τις ιδεολογίες και την πολιτική. Ο Παύλος Φύσσας θα μπορούσε να είναι γιος, αδερφός, σύντροφος, φίλος του καθενός και της καθεμιάς μας. Ο φασισμός δεν πεθαίνει με ευχές, αλλά με δικαιοσύνη και δημοκρατία. Και όσο δεν αποδίδεται δικαιοσύνη, η δημοκρατία μας αποδυναμώνεται. Όχι μόνο για τη μνήμη του, αλλά για το μέλλον όλων μας», έγραψε ο κ. Μπακογιάννης στο Facebook με αφορμή τη συμπλήρωση τεσσάρων ετών από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Ο περιφερειάρχης με νέα ανάρτησή του, επανήλθε στέλνοντας παράλληλα μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες, με αφορμή τη συμπλήρωση 28 ετών από την δολοφονία του πατέρα του, Παύλου Μπακογιάννη.
Αναλυτικά το κείμενό του:
Την Τρίτη κλείνουν 28 χρόνια από τη δολοφονία του πατέρα μας. Ξέρω τι σημαίνει θυμός, οργή, μίσος. Τα έχω ζήσει βαθιά μέσα μου για εκείνους που στέρησαν τον άντρα της μάνας μου, τον πατέρα της αδερφής μου, τον παππού των παιδιών μας.
Για τα κλάματα του παππού μου του παπά και της γιαγιάς μου της παπαδιάς, όταν θάβανε, ενάντια στη φύση, το παιδί τους και για την θεία μου που ακόμα του μιλάει κάθε βράδυ. Δυστυχώς, στη δίκη μας φυλακή, αυτή του βιώματος της παιδικής μας ηλικίας, αισθανόμαστε πάντοτε την βία στο πετσί μας.
Ακόμη και όταν ασκείται σε άλλους. Μετράμε τις ζωές μας με κάθε δολοφονία: «Αλεξία, ο Περατικός είχε δυο παιδιά, σαν και εμάς…», «Κώστα, Παναγία μου, κάηκε η Μαρφίν, ήταν έγκυος…», «Μαμά, σκοτώσανε τον Φύσσα…». Και….και… και… Δραπετεύουμε βέβαια και προχωράμε μπροστά. Ανασαίνουμε βαθιά και χαμογελάμε. Η ζωή άλλωστε πάντα κερδίζει. Όμως κάθε επέτειος ρίχνει αλάτι στην πληγή. Και ο φόβος για το αύριο δεν ξεριζώνεται. Και άλλη κηδεία;
Αφορμή για αυτό το σημείωμα, είναι μια άλλη επέτειος. Η χθεσινή. Τα τέσσερα χρόνια από την δολοφονία ενός άλλου Παύλου. Του Παύλου Φύσσα. Σχεδόν με αυτοματισμό, αλλά όχι από συνήθεια, έκανα μια ανάρτηση. Το προφανές. Το αυτονόητο. «Ξεχάστε τις ιδεολογίες και την πολιτική.
Ο Παύλος Φύσσας θα μπορούσε να είναι γιος, αδελφός, σύντροφος, φίλος του καθενός και της καθεμιάς μας. Ο φασισμός δεν πεθαίνει με ευχές, αλλά με δικαιοσύνη και δημοκρατία. Και όσο δεν αποδίδεται δικαιοσύνη, η δημοκρατία μας αποδυναμώνεται. Όχι μόνο για τη μνήμη του, αλλά για το μέλλον όλων μας».
Η αντίδραση κάποιων, ευτυχώς των ολίγων; Με τα λόγια τους τον δολοφόνησαν ξανά. Με λέξεις – κραυγές που σκίζουν το κεφάλι. Το έχω ξαναζήσει. Δεν είναι η πρώτη φορά. «Σ…. στον τάφο του Μπακογιάννη» ούρλιαζαν κάποιοι. Και εμείς σπαράζαμε σιωπηρά. Δημόσια πρόσωπα γαρ. Θα περάσει, λέγαμε ψιθυριστά. Κι όμως. Το τέρας έχει φωλιάσει μέσα μας. Χθες μια ομιλία ή ένα άρθρο του πατέρα μας, σήμερα οι στίχοι του Φύσσα, αύριο ποιος ή ποια έχει σειρά;
Η πικρή αλήθεια είναι πως στον έβδομο πλέον χρόνο της κρίσης είμαστε μια κοινωνία βαθιά διχασμένη. Σπασμένη σε πολλά κομμάτια. Περισσότερο ίσως από ποτέ τις τελευταίες δεκαετίες.
Έτοιμοι από ουρλιαχτό, παραδινόμαστε αβίαστα στους χειρότερους μας εαυτούς. Το φως συγκρούεται με το σκοτάδι, η μέρα με την νύχτα. Διαρκώς και αδιάκοπα.
Και δεν είναι μόνο η αριστερά με την δεξιά. Αυτά είναι περισσότερο επίπλαστα και λιγότερο αντιπροσωπευτικά.
Είναι όλοι με όλους: οι φτωχοί με τους μεσαίους και τους πλούσιους, οι άνεργοι με τους εργαζόμενους, ο δημόσιος με τον ιδιωτικό τομέα, οι νέοι με τους ηλικιωμένους, η Αθήνα με την περιφέρεια, και ούτω καθεξής.
Παγιδευόμαστε στους ετεροπροσδιορισμούς. Φτιάχνουμε αρένες και στήνουμε παλαίστρες. Οι ακραίοι εκατέρωθεν κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο. Με φωνές, με κραυγές, με ύβρεις. Βοηθάνε και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Τα μεγάφωνα των πάντων.
Λένε κάποιοι ό,τι είναι αυτή η κατάρα των Ελλήνων. Παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, στον Θουκυδίδη, στους τόσους εμφύλιους και στους διχασμούς 200 ετών σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Από τα Ευαγγελικά μέχρι το πρόσφατο δημοψήφισμα, όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας. Είναι το εύκολο άλλοθι μιας πολιτικής τάξης ή και μιας πνευματικής ελίτ ή και μιας επιχειρηματικής ηγεσίας που έχουν αποτύχει, γιατί δεν εννοούν να αντιληφθούν τις ευθύνες τους.
«Το ήθος της πολιτικής γίνεται προοπτικά ήθος της κοινωνίας» είχε γράψει ο πατέρας μας πριν από τριάντα χρόνια, σαν να ήξερε πως θα πλήρωνε την πόλωση και την τοξικότητα με το αίμα του. Γιατί κανείς μας δεν γεννιέται όμηρος του φόβου, του κυνισμού ή του μίσους.
Και αν παραδοθήκαμε σε αυτά, είναι επειδή, όχι μόνο δεν χτίσαμε ένα κράτος αλληλέγγυο και αποδοτικό, αλλά επειδή γενιές πάσης φύσεως και κάθε κατευθύνσεως δημοσιολόγων εξαγοράσανε την επιρροή, την ισχύ και την εξουσία, σπέρνοντας τη διχόνοια, την μισαλλοδοξία και τον φανατισμό. Το να γκρεμίζεις άλλωστε, είναι πολύ πιο εύκολο από το να χτίζεις όπως και το «όχι» είναι πολύ πιο εύκολο από το «ναι».
Ήδη από το πρώτο μνημόνιο, ανοίξαμε τον ασκό του Αιόλου. Πολιτικές καριέρες χτίστηκαν πάνω στα αποκαΐδια της κοινωνίας. Επιβραβεύσαμε τους πυρομανείς. Αρκετοί έγιναν και υπουργοί. Κάποιοι και πρωθυπουργοί.
Το πολιτικό σύστημα απεδείχθη ανίκανο να ξεχάσει και αδιάφορο να μάθει υποτιμώντας την κρισιμότητα των στιγμών, το βάρος των προκλήσεων και το μέγεθος των ευθυνών. Διακομματική συναίνεση επετεύχθη μόνο γύρω από την άρνηση μας να ακολουθήσουμε τα παραδείγματα της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, ακόμη και της Κύπρου.
Χωρών που μπήκαν μετά από εμάς στα δικά τους μνημόνια, αλλά βγήκαν νωρίτερα, επειδή κατάφεραν να συνεννοηθούν στα βασικά. Για να μην ξεχνιόμαστε, το αντιμνημονιακό τέρας εξετράφη βαθιά στην μήτρα του πολιτικού συστήματος και όχι στις παρυφές του. Ακόμα και όταν κατέρρευσε το τεχνητό δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο, παρά τον εκκωφαντικό κρότο, το πάθημα δεν έγινε μάθημα.
Η πολιτική όμως δεν είναι παιχνίδι. Ο δημόσιος χώρος μπορεί να είναι αδίστακτος και ανελέητος. Όχι τόσο για τον ίδιο τον πολιτευόμενο, άλλωστε και η σπουδαιότερη πολιτική σταδιοδρομία τελειώνει με δάκρυα, όπως είχε διαπιστώσει ο Μπίσμαρκ, αλλά για την κοινωνία ευρύτερα.
Διότι αυτή η αντίληψη και πρακτική οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην προοπτική στέρηση της ελευθερίας της σκέψης. Το αποτέλεσμα είναι να κλείνουμε τα αυτιά μας σε όλα, να απομακρυνόμαστε από τα κοινά που μας πληγώνουν, αφήνοντας τελικά το χώρο σε αυτούς ακριβώς που μας προδίδουν.
Με ουρλιαχτά και κορώνες αποχαυνώνεται συνειδητά η κοινωνία προκειμένου να γίνει μια «άνευρη μάζα» που θα μπορεί να ελέγχεται καλύτερα.
Τι νόημα έχουν 1.000 ή 5.000 παραπάνω σταυροί για κάποιον υποψήφιο, όταν συνειδητά τους ανταλλάσσει με το δηλητήριο που ποτίζει έναν ολόκληρο κόσμο ο οποίος μετατρέπεται αργά, αλλά σταθερά σε «ταλιμπάν»; Είναι θέμα χρόνου να πιει και εκείνος το ίδιο φαρμάκι. Πόσο μάλλον, όταν τα λόγια έχουν πραγματικές συνέπειες. Από εκείνες που μπορεί κυριολεκτικά να βουτηχτούν στο αίμα.
Την Τρίτη κλείνουν 28 χρόνια από τη δολοφονία του πατέρα μου. Έχω ζήσει πάνω από τα διπλάσια χρόνια μακριά του από ότι κοντά του. Ξέρω πλέον ότι ο θυμός, η οργή και το μίσος δεν οδηγούνε πουθενά. Δεν μπορώ να παραιτηθώ από τα συναισθήματα μου, θα ήταν υπεράνθρωπο.
Μπορώ όμως να αναγνωρίσω την ευθύνη όλων μας, όσων μετέχουμε, από οποιαδήποτε θέση στον πολιτικό διάλογο, να υπερασπιστούμε έναν άλλον πολιτικό πολιτισμό. Χώρος για αντιπαράθεση άλλωστε πάντοτε θα υπάρχει. Και πρέπει να είναι σκληρή. Αρκεί να θυμόμαστε όμως πως υπάρχει πάντοτε ο επόμενος γύρος. Και πως αν δεν συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον, θα συνεχίσουμε να τρώμε τα σωθικά μας.