Το νέο πρόγραμμα μεταξύ Ελλάδος και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) έδωσε στη δημοσιότητα το Ταμείο μετά την κατ΄αρχήν έγκριση από το διοικητικό του συμβούλιο της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής ύψους έως και 1,6 δισ. ευρώ.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδος μέχρι το τέλος του προγράμματος θα χρειαστούν συνολικά 11 δισ. ευρώ.
Το νέο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής έχει εγκριθεί καταρχήν, πράγμα που σημαίνει ότι θα τεθεί σε ισχύ μόνο αφού το Ταμείο λάβει συγκεκριμένες και αξιόπιστες διαβεβαιώσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας για να εξασφαλίσει τη διατηρησιμότητα του χρέους, και υπό τον όρο ότι η Ελλάδα ακολουθεί πιστά το οικονομικό πρόγραμμα.
Η πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος θα πραγματοποιηθεί τον Φεβρουάριο του 2018.
Στην Έκθεση Βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους το ΔΝΤ επιμένει ότι το χρέος της Ελλάδος παραμένει μη βιώσιμο, καθώς το χρέος θα υποχωρήσει στο 150% του ΑΕΠ από 181% που εκλεισε πέρυσι και οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτησή του στο 17% του ΑΕΠ ως το 2030, ωστόσο στη συνέχεια θα λάβουν εκρηκτικές διαστάσεις.
Για το λόγο αυτό το ΔΝΤ καλεί τους Ευρωπαίους εταίρους να προχωρήσουν σε πρόσθετες διευθετήσεις (επέκταση περίοδου χάριτος των δανείων, αναβολή καταβολής τόκων), κυρίως αν συνυπολογιστεί ότι ο μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα υποχωρήσει στο 1%.
Επιπροσθέτως, το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι στο πρόγραμμα θα πρέπει να παραμείνει ένα αποθεματικό της τάξεως των 10 δισ. ευρώ προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τις τράπεζες για να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά το οξύ πρόβλημα των κόκκινων δανείων.
Ζητεί μάλιστα να διενεργηθεί νέος κύκλος τεστ αντοχής στις ελληνικές τράπεζες (stress tests) πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM.
Μετά τη συζήτηση της Εκτελεστικής Επιτροπής, η γενική διευθύντρια του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ εξέφρασε την ικανοποίησή της, τονίζοντας ότι το νέο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας στηρίζει τις προσπάθειες των ελληνικών Αρχών να επιστρέψουν στη χρηματοδότηση από τις αγορές σε βιώσιμη βάση.
«Τα πρόσφατα νομοθετημένα μέτρα για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης εισοδήματος και για τη μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών δαπανών έχουν αποφασιστική σημασία για την επανεξισορρόπηση του προϋπολογισμού προς πολιτικές φιλικές προς την ανάπτυξη.
»Μεσοπρόθεσμα, θα συμβάλουν στην επίτευξη ενός φιλόδοξου πρωτογενούς πλεονάσματος, ύψους 3,5% του ΑΕΠ.
»Ωστόσο, ο στόχος αυτός θα πρέπει να περιοριστεί σε ένα πιο βιώσιμο επίπεδο του 1,5% του ΑΕΠ το συντομότερο δυνατό, να δημιουργηθεί χώρος για δημοσιονομικούς περιορισμούς για καλύτερη στόχευση της κοινωνικής βοήθειας, τόνωση των δημόσιων επενδύσεων και μείωση των φορολογικών συντελεστών για τη στήριξη της ανάπτυξης.
»Η προστασία των ευάλωτων ομάδων, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική ευρωστία, είναι καθοριστικής σημασίας για τη διατήρηση της βιωσιμότητας και της δίκαιης προσπάθειας προσαρμογής της Ελλάδας», αναφέρει η ίδια χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, η επικεφαλής του ΔΝΤ ζήτησε από τις ελληνικές Αρχές να λάβουν τα κατάλληλα πρόσθετα μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες κεφαλαιοποιούνται επαρκώς πριν από το τέλος του προγράμματος.
Η ίδια εκτιμά ότι παρά την πρόοδο που σημειώθηκε στο διαρθρωτικό μέτωπο, η πρωταρχική πρόκληση της Ελλάδας παραμένει η ελευθέρωση των περιορισμών που υποβαθμίζουν το επενδυτικό κλίμα της.
Συνεπώς, οι Αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους για την αναστροφή των μεταρρυθμίσεων στις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις μετά το τέλος του προγράμματος και να επικεντρωθούν στην αύξηση των προσπαθειών για άνοιγμα αγορών προϊόντων και υπηρεσιών που εξακολουθούν να προστατεύονται, ώστε να διευκολυνθούν οι επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Αναφορικά με τις οικονομικές εξελίξεις, το ΔΝΤ είπε ότι το ΑΕΠ ανέκαμψε ελαφρώς το πρώτο τρίμηνο του 2017, λόγω της ανθεκτικής κατανάλωσης και της συσσώρευσης αποθεμάτων.
Η αγορά εργασίας ανέκαμψε σταδιακά, αν και οφείλεται κυρίως στην αύξηση της μερικής απασχόλησης.
Η φτώχεια και η ανισότητα παραμένουν μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη.
Το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα ήταν πλεονασματικό τα τελευταία δύο χρόνια, υποστηριζόμενο από τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική εξυγίανση.
Ωστόσο, φέτος το σωρευτικό πρωτογενές ισοζύγιο που επιτεύχθηκε μέχρι τον Μάιο του 2017 είναι χαμηλότερο από ό,τι πριν από ένα χρόνο, λόγω των χαμηλότερων φορολογικών εσόδων και των μεταφορών που σχετίζονται με επενδύσεις από την ΕΕ.
Το οικονομικό πρόγραμμα: Στο σκέλος της δημοσιονομικής πολιτικής το ΔΝΤ επιμένει στη δέσμη μεταρρυθμίσεων στον τομέα του φόρου εισοδήματος και των συνταξιοδοτικών συστημάτων – που αποσκοπούν στη «μείωση των εξαιρετικά γενναιόδωρων φορολογικών απαλλαγών για τις μεσαίες τάξεις και των συνταξιοδοτικών δαπανών», οι οποίες κρίνει ότι είναι υπερβολικά υψηλές – και θα πρέπει εφαρμοστεί μόλις μειωθεί το κενό παραγωγής.
Επιπροσθέτως όπως αναφέρει τα μέτρα αυτά συμβάλλουν στη στήριξη του φιλόδοξου μεσοπρόθεσμου στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ που συμφωνήθηκε με τους Ευρωπαίους εταίρους για την περίοδο 2019-22.
Μετά το 2022, ο στόχος για πλεόνασμα αναμένεται να μειωθεί -το επίπεδο παραμένει να συμφωνηθεί στο πλαίσιο των συζητήσεων για το χρέος- και ο προκύπτων δημοσιονομικός χώρος να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση του κοινωνικού ασφαλούς δικτύου της Ελλάδας, για την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων.
Μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα: Η στρατηγική του χρηματοπιστωτικού τομέα επικεντρώνεται στενά στη δημιουργία των συνθηκών αντιμετώπισης των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων με την ενίσχυση και την εφαρμογή του νομικού πλαισίου για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Οι Αρχές δεσμεύονται να χαλαρώσουν τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) γρήγορα αλλά με σύνεση, διασφαλίζοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις: Εκτός από τη διατήρηση των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας κατά τη διάρκεια του προγράμματος, το ΔΝΤ υποστηρίζει τη μεταρρύθμιση του πλαισίου ομαδικών απολύσεων και τα βήματα υλοποίησης των τρεχουσών μεταρρυθμίσεων που προωθούν τον ανταγωνισμό και απελευθερώνουν τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, μετά την πλήρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προαναφέρθηκαν, η παραγωγή αναμένεται να ανακάμψει έντονα μεσοπρόθεσμα.
Προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,1% φέτος και 2,6% το επόμενο έτος.
Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η ανάπτυξη αναμένεται να συγκλίνει στο δυνητικό σταθερό ποσοστό του 1%, λόγω των συνεπειών των συνεχιζόμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της δημογραφικής γήρανσης.
Μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα το 2018 προβλέπει για την Ελλάδα η Βελκουλέσκου
Μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του 2018 προβλέπει η επικεφαλής του ΔΝΤ για την Ελλάδα, Ντέλια Βελκουλέσκου.
Στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα, ερωτηθείσα για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018 «χαμήλωσε τον πήχη» στο 2,2% του ΑΕΠ, όταν ο στόχος του προγράμματος είναι 3,5% του ΑΕΠ, δείχνοντας πως το Ταμείο θεωρεί πως θα υπάρξει απόκλιση.
Για το ζήτημα του χρέους, επενέλαβε ότι παραμένει μη βιώσιμο.
Συμπλήρωσε δε ότι μια στρατηγική μείωσης του χρέους που βασίζεται στη διατήρηση πρωτοφανών πρωτογενών πλεονασμάτων ή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ για παρατεταμένες χρονικές περιόδους δεν είναι αξιόπιστη, ακόμη και με πλήρη εφαρμογή των προγραμματισμένων πολιτικών.
Η ίδια εκτίμησε πως μια συμφωνία για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα επιτευχθεί σύντομα και πως η πλήρης και έγκαιρη υλοποίηση του προγράμματος αναμένεται να στηρίξει την εμπιστοσύνη και να διευκολύνει την αποκατάσταση της πρόσβασης της χώρας στις αγορές, επιτρέποντας την άρση των capital controls πριν από το τέλος του προγράμματος.
Σε σχέση με την αλλαγή που επέφερε στο «ταβάνι» του χρέους το ΔΝΤ, μεταθέτοντας ως σημείο αναφοράς το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης έναντι του χρέους της γενικής κυβέρνησης, η κ. Βελκουλέσκου ξεκαθάρισε πως αυτό δεν έγινε μονομερώς αλλά σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση. «Συμφωνήθηκε με τις ελληνικές Αρχές».
Ερωτηθείσα για το εάν η «κατ΄αρχήν» έγκριση θα έχει διορία, δηλαδή αν θα δοθεί προθεσμία στους Ευρωπαίους για να λάβουν τις αποφάσεις μείωσης του χρέους, είπε πως δεν αποφασίσθηκε κάτι τέτοιο, για να αποφευχθούν προσδοκίες που θα προκαλούσαν διαταραχές στις αγορές.