Τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει στις αγορές πριν το τέλος του τρέχοντος προγράμματος αναλύει ο Κλ. Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξή του στο Banker.
«Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως το 2014, στα μέσα του δεύτερου προγράμματος, τα πρώτα σημάδια επιτυχίας ήταν εμφανή στην Ελλάδα. Κατέγραψε ανάκαμψη για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια, η ανεργία είχε πέσει δύο ποσοστιαίες μονάδες και εξέδωσε ομόλογα σε δύο περιπτώσεις», σημείωσε.
«Αυτό όμως εμείς οι οικονομολόγοι μπορούσαμε να το δούμε στους αριθμούς, δεν το έβλεπε το εκλογικό σώμα. Αυτό δεν είναι έκπληξη καθώς παίρνει κάποιο χρόνο για να γίνουν τα μακροοικονομικά δεδομένα ορατά στο ευρύτερο κοινό. Η νέα κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2015 είχε εντολή να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό και αυτό οδήγησε την Ελλάδα σε οπισθοπορεία. Αποδείχτηκε εξαιρετικά κοστοβόρο παρά το γεγονός ότι ήταν σε καλή κατάσταση το 2014».
«Η Ελλάδα μπορούσε να έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία προσαρμογής στο 2ο πρόγραμμα, αλλά αυτή η διακοπή σήμανε ότι χρειάζονταν περισσότερος χρόνος και περισσότερα χρήματα», προσέθεσε. «Την ίδια στιγμή όμως νομίζω πως υπογραμμίζει το ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει ένα “success story”. Το είδαμε το 2014 και σήμερα εξακολουθώ να είμαι πεπεισμένος ότι αν η χώρα συνεχίσει με τις μεταρρυθμίσεις, μπορεί να ολοκληρώσει το πρόγραμμα την επόμενη χρονιά και να κερδίσει ξανά πρόσβαση στις αγορές πριν το τέλος του προγράμματος».
Ο επικεφαλής του ESM ρωτήθηκε για την εικόνα του τραπεζικού κλάδου στην Ελλάδα. «Οι τράπεζες δεν ήταν η πηγή της ελληνικής κρίσης. Τα προβλήματα προκλήθηκαν ξεκάθαρα από το χρέος και την απώλεια ανταγωνιστικότητας. Οι τράπεζες όμως υπέφεραν καθώς η φερεγγυότητα του κράτους επιδεινώθηκε και υπέφεραν από το PSI. Ετσι η σύνδεση ξεκίνησε στην πραγματικότητα από το Δημόσιο προς τις τράπεζες και όχι το αντίθετο, όπως είδαμε σε άλλες χώρες».
«Χρειάστηκαν ανακεφαλαιοποίηση και ένα μεγάλο κομμάτι από τα κεφάλαια του ESM που δανείστηκε η κυβέρνηση προορίζονταν για τον σκοπό αυτό. Βρήκαν όμως και ιδιώτες επενδυτές, κάτι που φυσικά είναι ένα καλό σημάδι, ενώ και το ΤΧΣ μεταρρυθμίστηκε και τώρα έχει ισχυρότερο σύστημα διοίκησης».
«Όταν εγκρίθηκε το πακέτο των 96 δισ. ευρώ για το τρίτο πρόγραμμα, η εκτίμηση ήταν ότι οι τράπεζες θα χρειαστούν 25 δισ. ευρώ. Μετά όμως από την ανάλυση ποιότητας ενεργητικού από τον SSM αποδείχτηκε ότι χρειάστηκαν μόλις 5,5 δισ. ευρώ. Ολα αυτά υποδεικνύουν ότι έχουν καλύψει σημαντική διαδρομή και ενώ ίσως υπάρχουν εσωτερικά προβλήματα που σχετίζονται με την εταιρική διακυβέρνηση και το business model, δεν είναι ένα σημαντικό θέμα για την Ελλάδα».