“Η θέση της κυβέρνησης είναι ότι αυτή τη στιγμή χρειάζεται μια καθαρή λύση που θα εγγυάται και θα εμπεδώνει την τάση ανάκαμψης που παρουσιάζεται και στο α’ τρίμηνο του 2017 και θα δίνει τη δυνατότητα στη χώρα να βγει με αξιώσεις και με βιώσιμους όρους στις αγορές, τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό “Στο Κόκκινο 105,5”.
Εμείς λέμε ότι όλη αυτή η ιστορία πρέπει να τελειώσει, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να τελειώσει, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να κωλυσιεργούμε. Η ελληνική οικονομία έχει περάσει σε μια φάση ανάκαμψης και δεν πρέπει να τεθεί σε κανέναν απολύτως κίνδυνο, για να εξυπηρετηθούν πολιτικές σκοπιμότητες, τόνισε ο κ. Τζανακόπουλος. «Εμείς συνεχίζουμε να εργαζόμαστε με εποικοδομητικό τρόπο, καταθέτοντας προτάσεις, προσπαθώντας να γεφυρώσουμε τις διαφορές, διότι δεν είναι λογικό και δεν είναι και κοινωνικά αποδοτικό να να συνεχίζεται αυτή η κατάσταση της αβεβαιότητας και αυτή η διελκυστίνδα η οποία έχει και αρκετά μεγάλους βαθμούς υποκρισίας» υπογράμμισε. Ο κ. Τζανανακόπουλος σημείωσε ότι η πρόταση της ελληνικής πλευράς για έναν αναπτυξιακό πλάνο-πρόγραμμα για την Ελλάδα, έχει τη δυνατότητα να γεφυρώσει σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον τις διαφορές και να οδηγήσει σε μια λύση που θα είναι αποδεκτή απ’ όλους”, σημείωσε.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ρωτήθηκε σχετικά με την κινητικότητα που παρατηρείται ενόψει Eurogroup, την εν εξελίξει πρωτοβουλία του Γάλλου υπουργού Οικονομικών και την δημοσιογραφικά φημολογούμενη επίσκεψη του στην Αθήνα τη Δευτέρα, τις δηλώσεις του εκπροσώπου του ΔΝΤ και εάν τελικά θα υπάρξει κάποια απόφαση αναφορικά με το χρέος. Συγκεκριμένα, ο κ. Τζανακόπουλος απέκρουσε την “παραφιλολογία” που έχει αναπτυχθεί, όπως είπε, από Έλληνες δημοσιογράφους και δημοσιολογούντες ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πάρουμε κάτι για το χρέος. Είπε πως δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα, εξηγώντας ότι και στο προηγούμενο Eurogroup, της 22ας Μαΐου, υπήρχε μια πρόταση για το χρέος που εμπεριείχε συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, επιμήκυνση των ωριμάνσεων, πάγωμα και περίοδο χάριτος για τα επιτόκια και προβλέψεις για τα κέρδη της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα. Εξήγησε ότι ο λόγος που δεν έγινε αυτή αποδεκτή δεν ήταν γιατί δεν εμπεριείχε προσδιορισμό μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, αλλά γιατί αυτά τα μέτρα δεν κάλυψαν το ΔΝΤ ώστε να κάνει μια θετική μελέτη βιωσιμότητας του χρέους. Επίσης, “δεν έγινε αποδεκτή και από την ελληνική πλευρά διότι δεν έλυνε το πρόβλημα, το οποίο είναι η μορφή και οι όροι του ΔΝΤ στο τρίτο πρόγραμμα”. Πρόσθεσε πως “σε ό, τι αφορά την ουσία των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, θεωρούμε ότι θα μπορούσε να είναι μια βάση για συζήτηση, ωστόσο θα έπρεπε να υπάρξει μια περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση. Βρίσκονταν σε μια καλή κατεύθυνση καταρχήν και θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση πάνω στην οποία θα μπορούσαν να γίνουν αρκετές βελτιωτικές κινήσεις”.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι “πλέον βρισκόμαστε σε μια φάση που συζητάμε πρώτον για μια περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, πράγμα που θα δώσει σε όλους τους θεσμούς τη δυνατότητα να κάνουν θετικές μελέτες βιωσιμότητας του χρέους”. Σημείωσε ότι ο δεύτερος άξονας που μπορεί να αποτελέσει τμήμα της απόφασης του Eurogroup είναι ένα αναπτυξιακό πλάνο για την Ελλάδα, εξαιρετικά χρήσιμο γιατί μπορεί να εμπεριέχει σειρά παρεμβάσεων και δράσεων που θα μπορούν μεσοπρόθεσμα να τονώσουν την ανάκαμψη, να βοηθήσουν στη δυναμική ανάκαμψη της χώρας. Εξήγησε πως το κρίσιμο με αυτή την πρόταση είναι ότι ακριβώς επειδή Ευρώπη και ΔΝΤ διαφωνούν σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος -επειδή έχουν διαφορετικές προβλέψεις σε ό,τι αφορά τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη- το ΔΝΤ για να θεωρήσει βιώσιμο το χρέος χρειάζεται περισσότερα μέτρα για το χρέος ή παρεμβάσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη. “Η πρόταση αυτή έχει τη δυνατότητα να γεφυρώσει σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον τις διαφορές και να οδηγήσει σε μια λύση που θα είναι αποδεκτή απ’ όλους”, σημείωσε.
Στο ερώτημα αν η χθεσινή δήλωση του εκπροσώπου του ΔΝΤ ήταν προς την ίδια κατεύθυνση, ο κ. Τζανακόπουλος ανέφερε πως ο κ. Ράις είπε κάτι που κυκλοφορεί στη δημόσια συζήτηση, δηλαδή ότι το ΔΝΤ είναι πιθανό να δώσει περισσότερο χρόνο για την περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων για το χρέος και πως την ίδια στιγμή όμως δεν απέκλεισε και την πιθανότητα να βρεθεί μια οριστική λύση για το θέμα αυτό και να έχουμε πλήρη συμμετοχή του Ταμείου.
Για το εάν μπορούν να υπάρξουν αποφάσεις που θα δώσουν τη δυνατότητα για τη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές και την ένταξη στο QE, επισήμανε ότι και ο κ. Βίζερ έχει κάνει δηλώσεις κατά τις οποίες είναι συντριπτική η πιθανότητα να υπάρξει συμφωνία και ο κ. Μοσκοβισί είπε ότι πρέπει να υπάρξει μια βελτιωτική πρόταση που θα οδηγήσει σε μια συνολική συμφωνία. Πρόσθεσε ότι η βούληση των μερών είναι αυτή και πως όμως οι εταίροι και όσοι έχουν επιφυλάξεις σε ό, τι αφορά τη συμφωνία θα πρέπει να είναι εποικοδομητικοί, διότι ο ελληνικός λαός έχει υπομείνει πάρα πολλά 7 χρόνια. Τόνισε ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση και πως είναι αναγκαίο η Ευρώπη και οι πολιτικές ηγεσίες να ακούσουν το πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα των τελευταίων χρόνων, διότι διαφορετικά η Ευρώπη δεν θα έχει μέλλον που να αντικατοπτρίζει τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε.
Το αποτέλεσμα των βρετανικών εκλογών δικαιώνει τον Τζέρεμι Κόρμπιν- Ρεύμα αμφισβήτησης της πολιτικής της λιτότητας
Σχολιάζοντας τα πρώτα αποτελέσματα των βρετανικών εκλογών, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε πως δικαιώνει τον κ. Κόρμπιν που κατάφερε να μετατρέψει το Κόμμα των Εργατικών σε μια πραγματικά μεγάλη πολιτική δύναμη στη Βρετανία μετά από πολλά χρόνια κι αυτό έγινε με μια επιλογή αριστερής στροφής. Ακριβώς αυτή η πολιτική στροφή έπιασε τον παλμό και τις ανάγκες της κοινωνίας. Η κ. Μέι υπέστη μια πολύ μεγάλη ήττα, η ίδια βρίσκεται αποδυναμωμένη στο εσωτερικό του κόμματός της, είπε.
Εκτίμησε γενικότερα ότι υπάρχει μια τάση που σιγά-σιγά εμπεδώνεται σε όλον τον κόσμο, μια τάση αμφισβήτησης της υπάρχουσας σκληρής πολιτικής της λιτότητας. Σημείωσε ότι διαμορφώνεται στις εργαζόμενες τάξεις ένα ρεύμα αμφισβήτησης της πολιτικής της λιτότητας και το μεγάλο ερώτημα είναι από ποιον θα εκφραστεί αυτό, και θα πρέπει να εκφραστεί από τις δυνάμεις της αριστεράς.