Τις αιτίες για το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν κατάφερε να ακολουθήσει την πορεία των υπόλοιπων χωρών, εξόδου από τα μνημόνια, εντοπίζει ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, ο οποίος ωστόσο στέλνει το μήνυμα: Η μόνη δυνατότητά μας είναι διδαχθούμε και να μην επαναλάβουμε τα σφάλματα.
Κατά τον χαιρετισμό του στο Συνέδριο του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, με θέμα «Κρίση – Μεταρρυθμίσεις – Ανάπτυξη», ο κ. Λιαργκόβας επικεντρώθηκε στις διαφορές της Ελλάδας με την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο- , που μπήκαν σε μνημόνια μετά από εμάς και βγήκαν στις αγορές πριν από εμάς – μεταξύ αυτών την αύξηση της φορολογίας και το ότι το δημοσιονομικό βάρος επωμίστηκαν οι ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού καθώς και ότι τα διαρθρωτικά μέτρα δεν εφαρμόστηκαν, όπως έπρεπε.
Προσδιορίζοντας τον στόχο του Συνεδρίου, έθεσε το ερώτημα: «Γιατί απέτυχαν, ως προς τον τελικό στόχο τα δύο πρώτα μνημόνια, ενώ και για το τρίτο μνημόνιο δεν έχει ακόμη εξασφαλιστεί η επιτυχία (παρότι έχουμε ξεπεράσει το ήμισυ της διάρκειάς του); Τι διαφορετικό είχαν οι άλλες χώρες; Δεν είχαν και αυτές το ίδιο πρόβλημα με εμάς λόγω της ελαττωματικής κατασκευής της ΟΝΕ; Φταίνε τα ίδια τα μνημόνια ή ο τρόπος που εφαρμόζονται κάθε φορά τα Μνημόνια; Όταν βγούμε από τα μνημόνια, θα συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις; Θα αλλάξουμε το παραγωγικό πρότυπο της χώρας; Θα γίνουμε πιο εξωστρεφείς;»
Όπως ανέφερε ειδικότερα ο καθηγητής:
Μια πρώτη διαφορά είναι ότι οι αρχικές οικονομικές συνθήκες, ήταν σε πολύ πιο άσχημη κατάσταση. Τα ελλείμματα του κρατικού και εξωτερικού τομέα και το χρέος ήταν υψηλότερα. Η δημόσια διοίκηση ήταν αδύναμη. Οι θεσμοί δεν ήταν ισχυροί και δεν λειτουργούσαν αποτελεσματικά, ενώ ο κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας είχε απαξιωθεί.
«Το προβλήματα δηλαδή της οικονομίας μας ήταν πολλαπλά, η κρίση μας βρήκε απροετοίμαστους και βέβαια όλες τις προηγούμενες δεκαετίες αναβάλαμε τις λύσεις των προβλημάτων (με ορισμένες εξαιρέσεις) για το μέλλον» είπε.
Μια δεύτερη διαφορά είναι ότι το μείγμα δημοσιονομικής προσαρμογής βασίστηκε (και στα τρία μνημόνια) λανθασμένα κατά κύριο λόγο στην αύξηση της φορολογίας και όχι στη μείωση των δαπανών.
Σημείωσε ότι «η αύξηση της φορολογίας αποθαρρύνει την ανάπτυξη, αλλοιώνει τα κίνητρα των ατόμων, αυξάνει τη φοροδιαφυγή, διώχνει επιχειρήσεις και δυναμικά στοιχεία από τη χώρα, οι συνεχείς φορολογικές αυξήσεις εξαντλούν τη φοροδοτική ικανότητα ακόμα και των συνεπών φορολογούμενων» εξήγησε ο καθηγητής προσθέτοντας πως «αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από την ραγδαία αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο».
Μια τρίτη διαφορά ήταν ότι εκτός των δημοσιονομικών (δηλαδή μειώσεις μισθών και συντάξεων) και φορολογικών μέτρων, τα περισσότερα διαρθρωτικά μέτρα δεν εφαρμόστηκαν όπως έπρεπε: Δεν υπήρξε συνολικό στρατηγικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, δεν υπήρξε συγκεκριμένη χρονική ακολουθία στις μεταρρυθμίσεις, δεν υπήρξε συνέχεια και συνέργεια και το κυριότερο, δεν εφαρμόστηκαν πλήρως πολλές μεταρρυθμίσεις.
«Και μισή εφαρμογή ισοδυναμεί με καθόλου εφαρμογή. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της ΕΕ ικανοποιούνταν βλέποντας την ψήφιση των σχετικών νόμων. Όμως οι σχετικές εφαρμοστικές ρυθμίσεις (υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι) δεν έβγαιναν στην ώρα τους και επομένως τίποτε δεν άλλαζε», εξήγησε ο κ. Λιαργκόβας.
Μια ακόμη διαφορά είναι ότι στη χώρα μας υποτιμούμε τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας στη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και σε επιμέρους περιοχές της (όπως μεταρρυθμίσεις, αποκρατικοποιήσεις κ.ά.). Την αβεβαιότητα τροφοδοτούν οι συνεχείς διαπραγματεύσεις και αναζητήσεις «ισοδυνάμων» για να γίνουν τροποποιήσεις, οι ασάφειες σε φορολογικά ζητήματα (φορολόγηση μισθώματος ακινήτων, ΦΠΑ στην εκπαίδευση, ΕΝΦΙΑ), οι ανασχεδιασμοί στο ασφαλιστικό, οι ασάφειες στην κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων, των εργασιακών ρυθμίσεων κ.ά. «Την αβεβαιότητα τροφοδοτεί και η απουσία ενστερνισμού του προγράμματος από τις ελληνικές αρχές, καθώς η οικονομική του φιλοσοφία (που έρχεται σε σύγκρουση με παραδοσιακές αντιλήψεις για το ρόλο του κράτους και της αγοράς) συχνά αμφισβητείται στην πράξη», εκτίμησε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλής.
Τέλος, ο κ. Λιαργκόβας αναφέρεται στην πέμπτη διαφορά που αφορά στο ότι το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής (και στα τρία προγράμματα) δεν κατανεμήθηκε δίκαια. Έπληξε περισσότερο τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (π.χ. τους νέους, τους ηλικιωμένους, τις γυναίκες, τους φτωχούς).
«Το αποτέλεσμα ήταν να διογκωθούν οι εισοδηματικές ανισότητες, δηλαδή το χάσμα ανάμεσα στους πλουσιότερους και τους φτωχότερους, όπως δείχνουν όλοι οι σχετικοί δείκτες (π.χ. δείκτης Gini). Όμως, είναι κοινά αποδεκτό στην διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, ότι η διόγκωση των ανισοτήτων εξουδετερώνει και το ύψος αλλά και την βιωσιμότητα της ανάπτυξης, την οποία επιδιώκει η ίδια η δημοσιονομική εξυγίανση» κατέληξε στην τοποθέτησή του.