«Εθνική υπόθεση που δεν προσφέρεται για μικροκομματικές επιδιώξεις» χαρακτήρισε την Παιδεία ο Αλέξης Τσίπρας, κατά τον χαιρετισμό του στην πρώτη σύσκεψη της Επιτροπής για τη Μελέτη των Οικονομικών της Εκπαίδευσης, με τη συμμετοχή των υπουργών Παιδείας, Κώστα Γαβρόγλου, και Επικρατείας, Χριστόφορου Βερναρδάκη.
Ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι «όταν επιχειρούνται μεταρρυθμίσεις και τομές στην εκπαίδευση, πρέπει να είναι γερά θεμελιωμένες και να τυγχάνουν κοινωνικής αποδοχής», διευκρινίζοντας ότι δεν μιλά για «πλαστή συναίνεση που έχει κοντά ποδάρια».
Όπως είπε ο Αλ. Τσίπρας, «είναι προφανές πως θα υπάρχουν και διαφωνίες και συγκρούσεις, καθώς υπάρχουν διαφορές κοινωνικές -εμείς τις λέμε ταξικές- και ιδεολογικές αναφορές».
Εκτίμησε ωστόσο ότι μπορεί να επέλθει, παρά τις διαφορές, μια συμφωνία στα βασικά.
«Χρειαζόμαστε γενικές αρχές, έναν ‘μπούσουλα’. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τους απαιτούμενους πόρους» συμπλήρωσε, ενώ δεσμεύθηκε αξιοποιώντας το πόρισμα, σε διάστημα τριών ετών να «κλείσει την ψαλίδα» μεταξύ της σημερινής κατάστασης και του κοινά αποδεκτού επιπέδου λειτουργίας της εκπαίδευσης.
Σημείωσε ακόμη ότι πέραν των αναγκών και στόχων της εκπαίδευσης πρέπει να ληφθεί υπόψη και η εδαφική ιδιομορφία της χώρας, καθώς «δεν μπορούμε να αφήσουμε τα παιδιά, ούτε στο πιο απομακρυσμένο χωριό ή νησί, χωρίς δάσκαλο και σχολείο».
«Αυτά περνούν και από την τεχνική μελέτη που θα συγκρίνει τις παροχές με τις αντίστοιχες δαπάνες των εκπαιδευτικών συστημάτων της Ευρώπης και θα τις αξιοποιήσει ως εργαλείο για να διαχειριστούμε τις εκπαιδευτικές ανάγκες της χώρας μας. Θα επιτευχθούν έτσι δύο στόχοι: Αφενός θα διαμορφωθεί μια κοινή δεσμευτική βάση των πολιτικών δυνάμεων για ένα επίπεδο εκπαιδευτικών παροχών κάτω από το οποίο κανείς δεν θα δικαιούται να οδηγήσει την χώρα. Αφετέρου, για να έχουμε επιτέλους στα χέρια μας ένα εργαλείο που θα μας βοηθάει να γνωρίζουμε τις ανάγκες βελτίωσης του συστήματος, αλλά και το αντίστοιχο κόστος αυτών των αναγκών» υπογράμμισε ο πρωθυπουργός.
Επεσήμανε επίσης ότι το ζητούμενο της Επιτροπής «δεν είναι να συμφωνήσουμε σε όλα» προσθέτοντας ότι «κάνουμε μια καλή αρχή και είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων, παρά τις διαφορές, συμφώνησε να προτείνει επιστήμονες για να απαρτίσουν την Επιτροπή».