“Όχι” στη χορήγηση του βοηθήματος στους χαμηλοσυνταξιούχους, λέει ο ΣΕΒ χαρακτηρίζοντας το υψηλού ρίσκου και υποστηρίζοντας ότι προέρχεται από την υπερφορολόγηση των βιομηχάνων.
Στο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ για την ελληνική οικονομία αναφέρεται:
“Ενώ η οικονομική δραστηριότητα έχει αρχίσει να αποκτά βηματισμό και βρισκόμαστε εν μέσω διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης και την εκταμίευση της δόσης των 6,1 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση, υπό το πολιτικό βάρος των επερχόμενων μνημονιακών υποχρεώσεων που ανέλαβε στο πλαίσιο του 3ου Μνημονίου, προχώρησε μονομερώς στην εφάπαξ παροχή 617 εκατ. ευρώ σε μικροσυνταξιούχους αντλώντας πόρους από την προβλεπόμενη υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016.
Η εφάπαξ αυτή παροχή, που χρηματοδοτείται όχι επειδή κατέστη δυνατό να αυξηθεί η συνταξιοδοτική αποταμίευση αλλά επειδή υπερφορολογούνται τα πιο δυναμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, αναδεικνύει το έλλειμμα ιδιοκτησίας της πολιτικής που εφαρμόζεται. Υπονομεύεται έτσι η εμπιστοσύνη αγορών και εταίρων, καθώς επιβεβαιώνεται η κρατούσα εκτίμηση ότι η χώρα ακολουθεί μία πολιτική προσαρμογής με το ζόρι και ότι με την πρώτη ευκαιρία εγκαταλείπει την προσπάθεια και δεν τηρεί τα υπεσχημένα.
Η κίνηση αυτή, υψηλού πολιτικού ρίσκου, που ξαναφέρνει στο προσκήνιο την πολιτική αβεβαιότητα, υποσκάπτοντας την ανάκαμψη της οικονομίας, θυμίζει τον εκτροχιασμό των σχέσεων Ελλάδας-δανειστών του 2014 και δίνει άλλοθι στους επικριτές της χώρας να σκληρύνουν την στάση τους.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που απαιτούν οι θεσμοί, τείνουν να στραγγαλίζουν την οικονομία και να καθιστούν πολιτικά ευάλωτες τις κυβερνήσεις, γεγονός που επιτείνει την αβεβαιότητα και την αδυναμία να εξέλθει η χώρα από την κρίση.
Η Ελλάδα, στη δυσμενή θέση που βρίσκεται σήμερα, δεν έχει την πολυτέλεια για μονομερείς ενέργειες που υποσκάπτουν την αξιοπιστία της. Αλλά και οι θεσμοί χάνουν τάχιστα την αξιοπιστία τους όταν οι μεν συστήνουν στους δε δημοσίως να ληφθούν και πρόσθετα μέτρα για την επίτευξη των στόχων που έχουν συμφωνηθεί από όλους.
Ποιόν και τι πρέπει να πιστέψουν οι αγορές; Το ΔΝΤ ή τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς; Δεν είναι τυχαίο που οι αγορές αντιδρούν αρνητικά τις τελευταίες μέρες, ιδίως μετά την ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας ότι παγώνει η εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που μόλις πρόσφατα συμφωνήθηκαν.
Οι Έλληνες πολίτες θέλουμε πράγματι αξιοπρέπεια και προοπτική. Αυτή θα έρθει όμως με πολιτικές που οδηγούν την οικονομία σε σταθερή ανάπτυξη, ώστε οι συντάξεις να μπορούν να αυξηθούν σε μόνιμη βάση.
Εν τέλει, αν θέλουμε να ξανακερδίσουμε την εθνική κυριαρχία που δικαιούμαστε στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ο ευρωπαϊκός δρόμος είναι ένας: συνεπής δημοσιονομική πειθαρχία και σαρωτικές αλλαγές στη λειτουργία κράτους και αγορών που δημιουργούν πραγματικές ευκαιρίες για ανάπτυξη και δημιουργία πλούτου.
Οι εξαγωγές, ειδικά αγροτικών προϊόντων αλλά και επιλεγμένων προϊόντων μεταποίησης και ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής εκτός πετρελαιοειδών, μαζί με τις κατασκευές, συνεχίζουν την πορεία ανάκαμψης που έχει εδραιιωθεί σιγά αλλά σταθερά. Η αύξηση των καθαρών αποχωρήσεων τον Νοέμβριο με μεγαλύτερη ένταση από πέρυσι εξηγείται από το γεγονός ότι οι εξαιρετικά υψηλές εποχικές προσλήψεις του καλοκαιριού στον τουρισμό πλέον μετατρέπονται σε εποχικές αποχωρήσεις. Αυτή η εξέλιξη είναι συμβατή με τη σταθερή, αν και αργή, υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας.
Η τρίτη εφαρμογή της «εργαλειοθήκης αξιολόγησης συνθηκών ανταγωνισμού» (Competition Assessment Toolkit) του ΟΟΣΑ έχει ως στόχο την καταγραφή και την άρση εμποδίων στον ανταγωνισμό που προκύπτουν από νόμους και υπουργικές αποφάσεις, σε κλάδους που έχουν επιλεγεί από την Ελληνική κυβέρνηση.
Παρά τη μερική μόνο υλοποίηση των έως τώρα συστάσεων έχει πλέον εξαλειφθεί ένας σημαντικός όγκος νομοθετημάτων που εμπόδιζαν τον ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά και η κυβέρνηση διαχειρίστηκε με αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα τη συγκεκριμένη υποχρέωση του προγράμματος.
Εκτιμάται ότι μόλις αποκατασταθούν συνθήκες κανονικότητας στην ιδιωτική οικονομία, αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα προσφέρουν, με επιταχυνόμενο και ολοένα πιο εμφανή τρόπο, οφέλη στην ανάπτυξη και την απασχόληση.
Την ίδια ώρα παραμένουν σημαντικά περιθώρια περαιτέρω ενίσχυσης των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας με την επέκταση της εφαρμογής της εργαλειοθήκης και σε άλλους κλάδους, όπου υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός, την υλοποίηση συστάσεων που εκκρεμούν ή έχουν υλοποιηθεί μόνο μερικώς καθώς και από την προώθηση μέτρων για την απομάκρυνση οριζόντιων εμποδίων στην επιχειρηματικότητα, όπως το κόστος ενέργειας, τις στρεβλώσεις του φορολογικού συστήματος, την μη πρόσβαση σε χρηματοδότηση υπό εύλογους όρους έως την αδειοδότηση και τον καλύτερο συντονισμό της εποπτείας της εθνικής αγοράς ως αναπόσπαστο μέρος της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.