38 ευρωβουλευτές από 3 πολιτικές παρατάξεις υπογράφουν έκκληση προς τον Επίτροπο Νομισματικών Υποθέσεων Πιέρ Μοσκοβισί για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Είναι προφανές, ότι αυτή η έκκληση δεν αλλάζει τις ισορροπίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, έχει ενδιαφέρον ότι την επιστολή προς τον Επίτροπο Μοσκοβισί δεν συνυπογράφουν μόνο ευρωβουλευτές της Αριστεράς, αλλά και συνάδελφοί τους από την πολιτική ομάδα των Πρασίνων, καθώς και μερικοί σοσιαλδημοκράτες- όπως ο γερμανός ευρωβουλευτής του SPD Γιόαχιμ Σούστερ.
«Αυτό που επιδιώκουμε είναι να εντείνουμε την πίεση, ώστε να δοθεί μία σοβαρή απάντηση σε αυτό το ζήτημα» λέει ο γερμανός ευρωβουλευτής στην Deutsche Welle. «Νομίζω ότι, αντικειμενικά, είναι αναπόφευκτο να ασχοληθούμε με την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Αυτή είναι και η απαίτηση του ΔΝΤ, αυτό θέλαμε κι εμείς να υπογραμμίσουμε στον αρμόδιο Επίτροπο με την επιστολή μας».
Ο Επίτροπος Μοσκοβισί θεωρείται ούτως ή άλλως ευνοϊκά διακείμενος στο ελληνικό ζήτημα. Στην απάντησή του προς τους «38» επιβεβαιώνει ότι το Γιούρογκρουπ έχει συμφωνήσει μία σειρά μέτρων για το χρέος, αλλά επισημαίνει ότι τον τελικό λόγο έχουν τα κράτη-μέλη. Μπορεί ένας Επίτροπος από μόνος του να προχωρήσει σε πιο συγκεκριμένα βήματα; «Για να είμαστε ειλικρινείς δεν περιμέναμε κιόλας κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί ένας Επίτροπος από μόνος του να πιέσει και να πει ‘αυτό θα κάνουμεʼ. Πρέπει να διαμορφώσει και μία συναίνεση με τα κράτη-μέλη ο Μοσκοβισί. Δεν έχει νόημα να εκφράζει μία άποψη η Κομισιόν και να αδιαφορεί το Συμβούλιο».
Ο παράγοντας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε
Οι υπογραφές προέρχονται κυρίως από την «Προοδευτική Συμμαχία» (Progressive Caucus) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πρόκειται για μία νέα, άτυπη ομάδα ευρωβουλευτών, που αυτοπροσδιορίζεται ως «χώρος διαλόγου» και εκτείνεται από την Αριστερά μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία. Η πρώτη δημόσια παρέμβαση της Συμμαχίας έγινε τον Σεπτέμβριο με εκδήλωση, στις Βρυξέλλες, για τη διαμφισβητούμενη εμπορική συμφωνία με τον Καναδά (CETA).
Το παρών στην ομάδα δίνει και ο ευρωβουλευτής Φάμπιο ντε Μάζι, από το γερμανικό Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), ο οποίος επίσης συνυπογράφει την επιστολή των «38» προς τον επίτροπο Μοσκοβισί, ενώ εστιάζει την κριτική του στον γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
«Υπάρχει ένα πραγματικό γεγονός που κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει, έστω κι αν επιμένει στις απόψεις του ο κ.Σόιμπλε» δηλώνει ο ντε Μάζι. «Το γεγονός αυτό είναι ότι δεν μπορείς να συσσωρεύεις συνεχώς νέα δάνεια στα παλαιότερα δάνεια και την ίδια στιγμή να επιβάλεις σε μία χώρα περικοπές τόσο εξοντωτικές, ώστε να καταρρέει η παραγωγή της. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν όλα αυτά τα χρέη, το ΔΝΤ το λέει πολύ καθαρά».
Μπορεί όμως να ευοδωθεί το αισιόδοξο σενάριο, που λέει ότι μέχρι το τέλος του 2016 θα υπάρξει κάποια ουσιαστική εξέλιξη για το ελληνικό χρέος; «Είμαι δύσπιστος ως προς αυτό» λέει ο γερμανός ευρωβουλευτής. «Υπάρχει το επιχείρημα Σόιμπλε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πριν από τις εκλογές. Προσωπικά θεωρώ σκανδαλώδες να εξαρτάται το μέλλον μίας ολόκληρης οικονομίας από τις εκλογές. Αλλά νομίζω ότι και μετά τις εκλογές δεν θα είναι πιο εύκολα τα πράγματα. Μάλλον χειρότερα θα γίνουν, αν δούμε την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) να μπαίνει στη Βουλή με 12-13%. Γι αυτό ο κ.Σόιμπλε πρέπει τώρα να πει την αλήθεια στους ψηφοφόρους, ότι δηλαδή δεν μπορούν να αποπληρωθούν όλα τα δάνεια».
«Να μην οξύνουμε κι άλλο την κρίση στην Ελλάδα»
Την επιστολή προς τον επίτροπο Μοσκοβισί για την Ελλάδα συνυπογράφουν και πέντε ευρωβουλευτές των Πρασίνων. Μάλιστα από την Πέμπτη η συμπροεδρεύουσα της πολιτικής ομάδας, Ρεμπέκα Χαρμς, θα βρίσκεται για μία ακόμη φορά στην Ελλάδα. Μιλώντας στην Deutsche Welle, η γερμανίδα ευρωβουλευτής κάνει λόγο και για άλλες, εναλλακτικές δυνατότητες παρέμβασης στο ελληνικό ζήτημα, εκτός από τη μείωση του χρέους:
«Υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες στην Ελλάδα, το γνωρίζω γιατί έχω πάει πολλές φορές. Αυτές τις μέρες θα είμαι πάλι στη Θεσσαλονίκη και στην Κατερίνη, θέλουμε να δούμε από κοντά τα προβλήματα, ιδιαίτερα στον χώρο της υγείας. Πρέπει να βρούμε τρόπο, ώστε τα ευρωπαϊκά μέτρα να μην οξύνουν περισσότερο την κρίση στην Ελλάδα. Αλλά πρέπει να αποφασίσουμε πώς θα γίνει αυτό: αν θα γίνει με άφεση χρέους ή με νέες επενδύσεις…»