Την εκτίμηση ότι η κυβέρνηση «προχωρεί με το ένα μάτι στις εκλογές», εκφράζει ο αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κωστής Χατζηδάκης, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «RealNews» και τονίζει: «Ο μεγάλος φόβος του κ. Τσίπρα είναι να μην γίνει Γιώργος Παπανδρέου Νο.2.
Μήπως, δηλαδή, μένοντας προσκολλημένος στην εξουσία, τελικά εξαερωθεί λόγω της διάψευσης των προεκλογικών του υποσχέσεων και της αναποτελεσματικότητας της κυβέρνησής του».
Ακόμη, ο κ. Χατζηδάκης αναφέρεται στη ΔΕΘ λέγοντας ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα παρουσιάσει τις γενικές κατευθύνσεις της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής της ΝΔ, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι η μείωση των φόρων θα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της. Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι οι μειώσεις φόρων θα πρέπει να συνοδεύονται και από αντίστοιχες μειώσεις δαπανών και αναφέρει ότι το πρόγραμμα της ΝΔ θα δομηθεί γύρω από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. «Έχουμε δεσμευθεί ότι θα παρουσιάσουμε ένα εναλλακτικό σχέδιο, ρεαλιστικό και καλά μελετημένο». Στον αντίποδα, ο κ. Χατζηδάκης θεωρεί ότι «οι ΔΕΘ του κ. Τσίπρα θα μείνουν στην ιστορία ως μνημείο πολιτικής ανακολουθίας και θα διδάσκονται ως παράδειγμα λαϊκισμού και δημαγωγίας».
Σχετικά με την ΕΛΣΤΑΤ, ο κ. Χατζηδάκης αναφέρει ότι η Δικαιοσύνη θα αποφανθεί για το ζήτημα, ενώ ερωτώμενος για το εάν υπάρχει κόντρα «μητσοτακικών-καραμανλικών» στο εσωτερικό της ΝΔ, απαντά ότι το πρόβλημα δεν το έχει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ. «Δική μας δουλειά είναι να προχωρήσουμε σ’ ένα δρόμο που θα συνδυάζει την ενότητα με τη δημιουργική ανανέωση», λέει χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά στο θέμα της αδειοδότησης των καναλιών, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ εκτιμά ότι «όλα αυτά που γίνονται με τα κανάλια δεν είναι βήμα μπροστά, αλλά βήμα πίσω».
Αναφορικά με το ζήτημα των εκλογών, ο κ. Χατζηδάκης εκτιμά ότι αυτό προκύπτει «όχι γιατί το θέτει η ΝΔ, αλλά λόγω της φθοράς και της αυτοπαγίδευσης της κυβέρνησης». «Έχουμε μια κυβέρνηση που από τη Νεφελοκοκκυγία προσγειώθηκε ανώμαλα στην πραγματικότητα και από τότε βρίσκεται σταθερά σε σύγχυση. Εκτός ευρωπαϊκής και οικονομικής πραγματικότητας», καταλήγει.