Συνάντηση με την αντιπροσωπεία της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είχε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης.
Σύμφωνα με σχετική ενημέρωση από την αντιπροεδρία της κυβέρνησης, η επικεφαλής της επταμελούς αντιπροσωπείας Ντανούτα Χούμπνερ εξέφρασε «τη στήριξή της στις προσπάθειες για ταχεία ολοκλήρωση της εν εξελίξει αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, καθώς και την ελπίδα της για επιτυχή έκβαση της συζήτησης που θα ξεκινήσει για το χρέος. Παράλληλα, επισήμανε την ανάγκη κοινής πανευρωπαϊκής αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης στην βάση της αλληλεγγύης των κρατών – μελών».
Ο Γιάννης Δραγασάκης παρουσίασε με τη σειρά του τις συγκεκριμένες ενέργειες που υλοποιεί «με αποφασιστικότητα και ταχύτητα η κυβέρνηση για την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη διαχείριση των προσφυγικών ροών στη βάση των αποφάσεων της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής ΕΕ – Τουρκίας. Σε ό,τι αφορά την συμφωνία που επιτεύχθηκε, δήλωσε πως εκείνο που προέχει είναι η τήρησή της από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, προκειμένου στη συνέχεια να αξιολογηθεί στη βάση των αποτελεσμάτων της».
Ο κ. Δραγασάκης επανέλαβε τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης, ότι «το προσφυγικό είναι ευρωπαϊκό ζήτημα και μόνο σε αυτό το επίπεδο μπορεί να αντιμετωπιστεί, μέσα από ενιαία στάση της ΕΕ». Σε αυτό το πλαίσιο επισήμανε την ανάγκη σεβασμού των συλλογικών αποφάσεων των ευρωπαϊκών θεσμών από όλα τα κράτη – μέλη.
Όπως τόνισε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, «η προσφυγική κρίση θέτει με επιτακτικό τρόπο θεμελιακά διλήμματα για την ταυτότητα και το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Η Ευρώπη καλείται να επιλέξει ανάμεσα στις αξίες του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης, και στην λογική των κλειστών συνόρων και της αναβίωσης των εθνικισμών».
Στην συνεχεία ο Γιάννης Δραγασάκης παρουσίασε στα μέλη του Ευρωκοινοβουλίου τα δεδομένα ως προς την πρώτη αξιολόγηση, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η ολοκλήρωσή της είναι απόλυτα εφικτή εντός του Απριλίου, καθώς όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν προς τα εκεί.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης επαναβεβαίωσε την δέσμευση της κυβέρνησης για τήρηση των συμφωνηθέντων, καθιστώντας, ωστόσο, σαφές ότι «καμία άλλη αξίωση πέραν της συμφωνίας του περασμένου Ιουλίου δεν μπορεί να γίνει δεκτή».
Παράλληλα, υπογράμμισε την πρόθεση της κυβέρνησης να «προχωρήσει στην υλοποίηση μιας σειράς ουσιαστικών και βαθιών τομών, μεταρρυθμίσεων και αλλαγών σε όλα τα επίπεδα, με στόχο τη μετάβαση σε ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης ανάπτυξης που δεν θα βασίζεται στη μείωση του εργασιακού κόστους αλλά θα καταπολεμά τις ανισότητες και θα ενισχύει την κοινωνική συνοχή».