Ο ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται στην εξουσία στηρίζει τη μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας διατυπώνει ο Γερμανός οικονομολόγος του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας στην Κολονία, Jurgen Matthes.
Σε δηλώσεις του στη Deutsche Welle, ο Matthes ερωτηθείς για το κατά πόσο έχει αλλάξει η άποψη του σχετικά με τη θέση που είχε διατυπώσει τον περασμένο Μάιο για τις πρώτες 100 ημέρες διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ όταν και είχε κάνει λόγο για μια διόλου διπλωματική και εν τέλει καταστροφική για την Ελλάδα διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης, υποστήριξε ότι υπάρχει σήμερα μια ειδοποιός διαφορά σε σχέση με τότε.
«Έχει αλλάξει κάτι εκ βάθρων υπό την έννοια ότι άλλαξε η ίδια η κυβέρνηση και ότι επανήλθε στην εξουσία ένας μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος στηρίζει, παρά τις όποιες ενστάσεις, τη μεταρρυθμιστική πορεία. Εδώ έγκειται η ειδοποιός διαφορά.
Από την άλλη πλευρά, οι καταστροφικές συνέπειες που επέφερε το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης στην ελληνική οικονομία έχουν αποτυπωθεί σε όλους τους οικονομικούς δείκτες.
Υπό αυτή την έννοια δικαιολογείται η εκτίμηση στην οποία είχα προχωρήσει τον περασμένο Μάιο» τόνισε μιλώντας στη Deutsche Welle ο Matthes, επισημαίνοντας πως στην παρούσα φάση δεν υπάρχει μια σαφής εικόνα για την πορεία των μεταρρυθμίσεων.
Βάσει των όσων μεταδίδονται από την Ελλάδα αλλά και τους θεσμούς, μια σειρά μεταρρυθμίσεων δεν φαίνεται να υλοποιούνται στον προκαθορισμένο χρόνο.
«Αποφασιστικής σημασίας είναι να επιστρέψει η ανάπτυξη στη χώρα και για να γίνει αυτό απαιτείται νέα εμπιστοσύνη.
Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη δεν έχει επανέλθει ακόμη στα υψηλά επίπεδα που καταγράφονταν στα τέλη του 2014.
Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει καταρχήν μια συνεπής εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος προκειμένου να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη και οι αγορές να συμβάλουν στη συνέχεια στην ανάπτυξη με νέες θέσεις απασχόλησης» υπογράμμισε ο Γερμανός οικονομολόγος, ο οποίος επικαλούμενος τα παραδείγματα χωρών όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, υποστηρίζει ότι η πολιτική των μεταρρυθμίσεων είναι επί της αρχής ορθή και μπορεί να αποφέρει καρπούς, εφόσον όμως «η πολιτική δεν προκαλεί σύγχυση».
Ερωτηθείς για το κατά πόσο μπορεί να ξεκινήσει και η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και πόσο πιθανό θεωρεί το ενδεχόμενο να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση που να ικανοποιεί όλες τις πλευρές ο Matthes υπογραμμίζει ότι σίγουρα θα βρεθεί συμβιβασμός.
«Το ερώτημα είναι απλώς ποια μορφή θα έχει η ελάφρυνση του χρέους, αν θα υπάρξει, για παράδειγμα, νέα παράταση στη διάρκεια αποπληρωμής του.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει διάθεση για να συζητηθεί το ενδεχόμενο ενός κουρέματος (…)
Το εύρος μιας τυχόν νέας παράτασης ή νέας περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή των τόκων -με την οποία δεν
συμφωνούμε εμείς (σσ. στο Ινστιτούτο)- είναι ανοιχτό.
Επί της αρχής, και εμείς θεωρούμε αναγκαίο να γίνει μια παραχώρηση προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση, εντούτοις μόνον όταν θα έχουν προχωρήσει και υλοποιηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό οι μεταρρυθμίσεις.
Συνιστούμε λοιπόν να υπάρξει ένας συμβιβασμός στο ζήτημα μετά την επιτυχή πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος και να βελτιωθεί βήμα-βήμα η βιωσιμότητα του χρέους.
Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της ελάφρυνσης του χρέους, η οποία θα πρέπει να συνδέεται όμως άρρηκτα με την πρόοδο στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» τόνισε ο Γερμανός οικονομολόγος.
Στο ερώτημα, τέλος, κατά πόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος να επανέλθει στο προσκήνιο η συζήτηση περί Grexit, ο Matthes εμφανίζεται αρκετά καθησυχαστικός.
Όπως εκτιμά, παρά τις όποιες αποκλίσεις, η νυν κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα τηρήσει επί της αρχής τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και αυτό, όχι μόνον εξαιτίας των έξωθεν πιέσεων.
«Με τον κ. Μητσοτάκη η ΝΔ διαθέτει πλέον έναν υποψήφιο με καλύτερες προοπτικές από ό,τι στο παρελθόν και σύμφωνα μάλιστα με τις δημοσκοπήσεις προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ.
Υπό αυτή την έννοια στενεύουν αρκετά τα περιθώρια που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για να παίξει νέα ριψοκίνδυνα παιχνίδια.
Αυτό καταδεικνύει μάλλον ότι θα διατηρηθεί η μεταρρυθμιστική πορεία και δεν θα επιστρέψει η συζήτηση περί εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ.
Στην παρούσα φάση όμως όλα αυτά είναι καταρχήν εικασίες» υποστήριξε ο Γερμανός οικονομολόγος.