Με συντριπτική πλειοψηφία, υιοθετήθηκε την Τετάρτη, στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, στην οποία ενσωματώθηκαν, μεταξύ άλλων, οι τροπολογίες της Ευρωβουλευτού της Νέας Δημοκρατίας και Αντιπροέδρου της Ομάδας Εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για Νομικές και Εσωτερικές Υποθέσεις, Ελίζας Βόζεμπεργκ Βρυωνίδη.
Το νέο νομοθετικό πλαίσιο έρχεται να συμπληρώσει την ευρωπαϊκή νομοθεσία στον τομέα αυτό, που ισχύει με το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, με τη θέσπιση ενισχυμένων νομικών εγγυήσεων και προτύπων υπέρ των εμπλεκόμενων προσώπων σε διαδικασίες, που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Παράλληλα, συμβάλλει στη διασφάλιση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και αποτελεί ακόμη ένα θεμέλιο για την οικοδόμηση της απαιτούμενης αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των διαφορετικών ποινικών συστημάτων των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, στην πιο αποτελεσματική δικαστική συνεργασία.
Η Ελίζα Βόζεμπεργκ, με τις τροπολογίες της, έδωσε ειδικό βάρος στο σεβασμό του ελληνικού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, κατά το οποίο ο Εισαγγελέας δεν λειτουργεί ως μονόπλευρος υποστηρικτής της κατηγορίας, αλλά αντιθέτως αναζητεί την ουσιαστική αλήθεια και υποχρεούται στην επίκληση, τόσο επιβαρυντικών, όσο και απαλλακτικών για τον κατηγορούμενο, αποδεικτικών στοιχείων.
Παράλληλα, έγιναν δεκτές και οι τροπολογίες της Ελληνίδας Ευρωβουλευτού σχετικά με τη λειτουργία στην πράξη του τεκμηρίου αθωότητας και συγκεκριμένα, το σεβασμό του συνόλου των δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων και τη μη εμφάνισή τους ως ενόχων, πριν από την τελεσίδικη καταδίκη τους.
Έτσι, αποφεύγονται αστήρικτες εντυπώσεις περί ενοχής και δεν προδικάζεται η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους της δικαστικής αρχής.
Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεταφέρουν τη νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία εντός 18 μηνών από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε., ενώ η συμμόρφωσή τους θα αξιολογηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύο έτη μετά την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς.