Μια προσπάθεια να καταγράψει τις ισορροπίες στο τρίτο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, αλλά και να εκτιμήσει αν υπάρχει ελπίδα να αποφευχθεί το Grexit γράφει στους «Financial Times», ο Μάρτιν Βολφ.
Ειδικότερα, επισημαίνει πως «η ελληνική οικονομική κρίση έχει «μαράνει» τη χώρα, αλλά και την Ευρωζώνη τα τελευταία έξι χρόνια.
Οι εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου, που έφεραν τον Αλέξη Τσίπρα και το αριστερό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, επιβάρυναν το κλίμα μεταξύ της Ελλάδας και της υπόλοιπης Ευρωζώνης.
Ο κ. Τσίπρας δεσμεύτηκε να βάλει τέλος στη λιτότητα – μια υπόσχεση που δεν μπορούσε να τηρήσει.
Στην πραγματικότητα, αφότου κέρδισε το δημοψήφισμα του Ιουνίου κατά των όρων που προσέφερε η Ευρωζώνη, συμφώνησε ένα νέο τριετές πρόγραμμα ύψους 86 δισ. ευρώ, με όρους όχι πολύ διαφορετικούς από αυτούς που έπεισε τους Έλληνες να απορρίψουν.
Μετά τη διάσπαση στο κόμμα του, ο κ. Τσίπρας κατάφερε να κερδίσει ακόμα μια εκλογική διαδικασία τον Σεπτέμβριο.
Ωστόσο τα capital controls που επιβλήθηκαν τον Ιούνιο παραμένουν σε ισχύ και οικονομία εισήλθε ξανά σε ύφεση.
Υπάρχουν καλές πιθανότητες ότι η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει το 2016; Αυτό σκεφτόμουν όταν επισκεπτόμουν την Αθήνα την περασμένη εβδομάδα. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα είναι ότι υπάρχει.
Ωστόσο οι πιθανότητες δεν είναι καλές.
Το σημείο εκκίνησης πρέπει να είναι οι διαφορές απόψεων μεταξύ των κύριων παραγόντων: της ελληνικής κυβέρνησης και της ευρύτερης πολιτικής κοινότητας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των πιστωτών της Ευρωζώνης, κυρίως της Γερμανίας.
Όπως ο κ. Τσίπρας κατέστησε σαφές την περασμένη εβδομάδα, ένας από τους στόχους του είναι να αποφύγει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
Ο ίδιος βρίσκει τα αιτήματα του ΔΝΤ ιδιαιτέρως δύσκολα. Γενικότερα, ο έλληνας πρωθυπουργός εκτιμά πως «όσο πιο γρήγορα μπορούμε να ξεφύγουμε από το πρόγραμμα διάσωσης τόσο το καλύτερο για τη χώρα μας».
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει: «Αν η Ελλάδα ολοκληρώσει την πρώτη αξιολόγηση τον Ιανουάριο, θα καλύψουμε περισσότερο από το 70% των φορολογικών και οικονομικών μέτρων της συμφωνίας».
Ελπίζει η Ελλάδα θα ανακτήσει σύντομα την κυριαρχία της ή, με το ΔΝΤ έξω από το πρόγραμμα, τουλάχιστον θα έχει να συνεννοηθεί μόνο με Ευρωπαίους. Η κυβέρνηση της Αθήνας είναι επίσης αισιόδοξη για το οικονομικό μέλλον.
Ο κ. Τσίπρας αναμένει ότι τα capital controls θα αρθούν έως τον Μάρτιο του 2016 και ότι η Ελλάδα θα ανακτήσει την πρόσβασή της στις διεθνείς αγορές μέχρι το τέλος του ίδιου έτους.
Οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν με μικρότερα ποσά από ό,τι φοβόταν και η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα επιστρέφει.
Η κυβέρνηση ελπίζει, επίσης, πως η οικονομική ανάπτυξη θα συνεχιστεί σύντομα. Παρ ‘όλα αυτά, η κυβέρνηση ελπίζει για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Το ΔΝΤ συμφωνεί με αυτό. Αυτό είναι επίσης αποδεκτό.
Οι τόκοι επί του δημόσιου χρέους προβλέπεται από την Τράπεζα της Ελλάδα να αυξηθούν από το 2% του ΑΕΠ το 2021 σε πάνω από 8% το 2022 και μετά να παραμείνουν σε επίπεδα ανώτερα του 4% του ΑΕΠ έως το 2040.
Η βιωσιμότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους όρους του νέου χρέους.
Αν η Ευρωζώνη καταστήσει δυνατό προς την Ελλάδα να δανείζεται με όρους αξιολόγησης «ΑΑΑ» για πάντα, τότε το χρέος θα ήταν βιώσιμο.
Διαφορετικά, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είναι.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι το ελληνικό χρέος έχει καταστεί μη βιώσιμο μόνο επειδή η κυβέρνηση απέτυχε να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της. Αυτό είναι αμφίβολο.
Η ικανότητα της Ελλάδα να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα ποτέ δεν ήταν αξιόπιστη.
Επιπλέον, ενώ το ΔΝΤ υποστηρίζει την Ελλάδα για την ελάφρυνση του χρέους, είναι πολύ δύσπιστο για την ικανότητά της χώρας να υλοποιήσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, λόγω της απουσίας πολιτικής συναίνεσης ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι επιθυμητές.
Επιμένει, σε αντίθεση με την ελληνική κυβέρνηση, ότι η χώρα είναι πολύ πίσω στις μεταρρυθμίσεις από ό,τι ήταν ένα χρόνο πριν.
Έχει πισωγυρίσει σε σημαντικούς τομείς.
Ένα σημαντικό πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα (προ τόκων) είναι επίσης πιθανό το επόμενο έτος για την Ελλάδα.
Το ΔΝΤ φοβάται ιδιαιτέρως τις μη βιώσιμες γενναιόδωρες συνταξιοδοτικές δαπάνες.
Η κυβέρνηση αναφέρει ότι η περαιτέρω μείωση των συντάξεων είναι αδύνατη.
Το ΔΝΤ απαντά ότι οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις προς το συνταξιοδοτικό ταμείο του 9% του ΑΕΠ και οι τεράστιες περικοπές σε διακριτικές δαπάνες δεν είναι βιώσιμες.
Οι ευρωπαίοι δανειστές διαφωνούν με το ΔΝΤ σχετικά με την ανάγκη για περαιτέρω αναδιάρθρωση του χρέους.
Ωστόσο, η Γερμανία, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό θέλει το ΔΝΤ να παραμείνει στο πρόγραμμα.
Τόσο μεγάλη είναι η γερμανική δυσπιστία σε αυτή (ή πραγματικά σε οποιαδήποτε) την ελληνική κυβέρνηση και την Κομισιόν, που επιθυμεί τους όρους του ΔΝΤ να επιβληθούν στην Ελλάδα σχεδόν… επ ‘αόριστον.
Αλλά τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και το προσωπικό του ΔΝΤ δεν προκρίνουν αυτό το ενδεχόμενο.
Η πρώτη διότι θέλει την ελευθερία της, το δεύτερο διότι φοβάται ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την επιτυχία του προγράμματος.
Τα εμπόδια για μια ομαλή πρόοδο είναι πολλά πλέον: η αναθεώρηση του προγράμματος της Ευρωζώνης αναμένεται στις αρχές του 2016, η λήξη του προγράμματος του ΔΝΤ τον Μάρτιο του 2016, η αστάθεια της οικονομίας και, γενικότερα, η έλλειψη αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας, όσο και μεταξύ της χώρας και των πιστωτών της.
Με το ενδεχόμενο μίας εξόδου να αποκλείεται και από τις δύο πλευρές, αλλά και με μια ισχυρή πολιτική συναίνεση στην Ελλάδα ότι πρέπει να βρεθεί τρόπος να παραμείνει στην Ευρωζώνη, οι τριβές αυτές θα πρέπει να είναι διαχειρίσιμες.
Αλλά σίγουρα δεν πρόκειται για μια περίπτωση του «ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».
Αντιθέτως, πρόκειται για έναν κακό γάμο, στον οποίο οι δύο βασικοί εταίροι συμφωνούν μόνο στο ότι το διαζύγιο θα είναι χειρότερο (αν και ελάχιστα), την ώρα που ο σύμβουλος αναζητά τρόπο να εγκαταλείψει το εριστικό ζευγάρι.
Λοιπόν, πώς θα μπορούσε να καταλήξει αυτό το χάος;
Ένα ενδεχόμενο θα ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα έχουν αποτέλεσμα και οικονομικό αντίκρισμα πείθοντας την ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει τη μεταρρυθμιστική πολιτική, δημιουργώντας έτσι έναν ενάρετο κύκλο μεταρρύθμισης και ανάπτυξης.
Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι το πρόγραμμα θα αποτύχει πάλι, επειδή αποτυγχάνει η ίδια η οικονομία.
Σε αυτή την περίπτωση, η κυβέρνηση, που έχει οριακή πλειοψηφία, πρέπει να αντικατασταθεί από μια κυβέρνηση υπέρ των μεταρρυθμίσεων και πιο επιτυχημένη».
Εντούτοις, ο συντάκτης διαβλέπει και ένα τρίτο ενδεχόμενο, το ενδεχόμενο του Grexit, το οποίο θα λάβει χώρα αν δεν υπάρξει η εν λόγω επιτυχημένη κυβέρνηση.
Και συνεχίζει: «Αυτό είναι το μακροπρόθεσμο σενάριο.
Σύντομα, ωστόσο, οι αποφάσεις πρέπει να ληφθούν, μεταξύ άλλων και από το ΔΝΤ.
Και όλα αυτά, την ώρα που το διεθνές πλαίσιο περιλαμβάνει: την πολιτική αβεβαιότητα στην Ισπανία, τη δυσαρέσκεια στην Ιταλία και την μεταναστευτική κρίση, στην οποία η Ελλάδα βρίσκεται επίσης στην πρώτη γραμμή.
Κοίταξα προς τον Παρθενώνα. Είναι παλιός, κατεστραμμένος και υπό επισκευή. Ωστόσο, ελπίζω ότι θα στέκεται για περαιτέρω χιλιετίες. Η Ευρώπη, επίσης, είναι παλιά, κατεστραμμένα και υπό επισκευή.
Ελπίζω ότι η Ελλάδα θα ευημερήσει μέσα σε μια σταθερή Ευρωζώνη. Ωστόσο, πρόκειται μόνο για ελπίδα».