Υπόμνημα με έγγραφες εξηγήσεις κατέθεσε ο Θάνος Τζήμερος μετά την εντολή για κατεπείγουσα προκαταρκτική έρευνα που είχε δώσει ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, Ισίδωρος Ντογιάκος, για αναρτήσεις του στο διαδίκτυο.
Συγκεκριμένα με κείμενα στο Facebook ο κ. Τζήμερος φέρεται να καλούσε σε «ανατροπή και εισβολή στο Μέγαρο Μαξίμου» αν η κυβέρνηση δεν κατέληγε σε συμφωνία με τους δανειστές και η χώρα βρισκόταν εκτός ευρώ. Η έρευνα την οποία διενεργεί ο εισαγγελέας Παν. Καψιμάλης θα διαπιστώσει αν έχουν τελεστεί αξιόποινες πράξεις όπως «διέγερση πολιτών» .
Διαβάστε ολόκληρο το υπόμνημα:
Το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος ορίζει στην 4η παράγραφο ότι «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Eλλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Αυτή η πρόβλεψη, με διάφορες μορφές, υπάρχει σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα, από την διακήρυξη της 3ης Εθνικής Συνέλευσης της Τροιζήνος, το 1827, μέχρι το ισχύον, εκφράζοντας τη διαχρονική αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη για τον ρόλο του πολίτη στην προστασία της συνταγματικής νομιμότητας.
Οι λαϊκές κινητοποιήσεις την ταραχώδη πολιτικά δεκαετία του ’60 είχαν ως σύνθημα αυτή ακριβώς τη ρήτρα (1-1-4) η οποία στο Σύνταγμα του 1952 ήταν το άρθρο 114. Μάλιστα στο Σύνταγμα του 1975, η λέξη «αφιερούται» αντικαταστάθηκε με την λέξη «επαφίεται», η οποία καθιστά εναργέστερο τον ρόλο του πολίτη, ο οποίος πλέον επωμίζεται ξεκάθαρα την ευθύνη της διαφύλαξης του Συντάγματος από κάθε επιβουλή.
Ωστόσο το ακροτελεύτιο άρθρο αφήνει πολλά ερωτήματα αναπάντητα:
1. Πώς ορίζεται ο “πατριωτισμός”;
2. Πώς διαπιστώνεται και από ποιον η επιχείρηση κατάλυσης του Συντάγματος;
3. Καθώς το ρήμα “επιχειρεί” περιγράφει μια προσπάθεια που εξελίσσεται, από ποιο σημείο της επιχείρησης και μετά μπορεί να εξακριβωθεί πως ο “οποιοσδήποτε” έχει ως στόχο την κατάλυση του Συντάγματος;
4. Πώς ορίζεται η βία; Βία είναι τα τανκς στους δρόμους ή μπορεί να είναι και η βάναυση κατάχρηση της κρατικής εξουσίας;
5. Πώς ένα δικαίωμα μπορεί ταυτόχρονα να είναι και υποχρέωση;
6. Πώς εκφράζονται συλλογικά οι Έλληνες, σε περίπτωση απόπειρας κατάλυσης του Συντάγματος;
7. Με ποιον τρόπο οι Έλληνες έχουν δικαίωμα να αντισταθούν στη βία αυτού που επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα; Με βία; Τι είδους και σε ποιον βαθμό;
8. Μια λαϊκή αντίσταση, ακόμα κι αν είναι ιδιαίτερα μαζική και ογκώδης, αρκεί να επικαλεσθεί το άρθρο 120, για να θεωρηθεί de facto ως κίνηση προστασίας του Συντάγματος, ή μπορεί να ισχύει το ακριβώς αντίθετο; Κι επειδή ο “οποιοσδήποτε” είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι οι “οποιοιδήποτε” (καθώς κανένας δεν επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα μόνος του) και επίσης σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι Έλληνες, ποιος αποφαίνεται σε περίπτωση που η μία ομάδα Ελλήνων επιρρίπτει στην άλλη την απόπειρα κατάλυσης ενώ αντιλαμβάνεται τον εαυτό της στον ρόλο του θεματοφύλακα;
Δεν υπάρχει κανένας νόμος που να δίνει απαντήσεις. Και δεδομένου ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα ούτε Συνταγματικό Δικαστήριο που να γνωμοδοτεί για την συνταγματικότητα ή μη των πράξεων (και όχι μόνο των νομοθετημάτων) της Διοίκησης, είναι προφανές πως ο νομοθέτης καθιστά τον πολίτη υπεύθυνο για να δώσει απαντήσεις. Εγώ λοιπόν έδωσα τις δικές μου απαντήσεις.
Θα μπορούσε εδώ να τελειώσει η κατάθεσή μου, διευκρινίζοντας πως εάν η κυβέρνηση κλιμακώνοντας μια σειρά αντισυνταγματικών ενεργειών μεθόδευε εν κρυπτώ την έξοδο της χώρας από το ευρώ και την επιβολή δικτατορίας με κοινοβουλευτικό μανδύα, σε αντίθεση και με την λαϊκή εντολή και με τις δικές της διαβεβαιώσεις, εγώ ως πολίτης θα θεωρούσα υποχρέωσή μου να αντισταθώ και αυτό θα έκανα.
Αυτό το ενδεχόμενο περιέγραψα ακριβώς στο επίμαχο κείμενο, εισάγοντάς το με υποθετικό σύνδεσμο: “αν μάθουμε ότι ήταν ακόμα μια απάτη…” Ευτυχώς, μάθαμε ότι τελικά η πρόταση που κατατέθηκε δεν ήταν τα γνωστά μπακαλοτέφτερα ή οι εκθέσεις ιδεών που συνήθιζε η κυβέρνηση να παρουσιάζει επί 6 μήνες ως προτάσεις. Δεν μάθαμε όμως αν η καθήλωση των διαπραγματεύσεων επί 6 μήνες συνέβη επειδή οι κυβερνητικοί διαπραγματευτές απλώς δεν είχαν κανένα σχέδιο κι ούτε ήξεραν πώς να μεταπλάσουν την δημιουργική τους ασάφεια σε παραγωγική σαφήνεια, ή αν υπήρξε οργανωμένη συνωμοσία με υποστήριξη από κέντρα εκτός Ελλάδος για έξοδο της χώρας από το ευρώ, με όλα τα δεινά που αυτή συνεπάγεται, και απετράπη την τελευταία στιγμή με παρέμβαση τρίτων, ενδεχομένως από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Επειδή λοιπόν θεωρώ ότι πρέπει οπωσδήποτε να το μάθουμε θα συνεχίσω, τεκμηριώνοντας την πεποίθησή μου για την προϊούσα συνταγματική εκτροπή την οποία επιχειρούσε επί 6 μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα το οποίο ουδέποτε υποστήριξε την νομιμότητα. Τουναντίον, και με λόγια και με έργα θεωρούσε ότι η νομιμότητα είναι α λα καρτ και όταν δεν συμφωνούμε, “τον νόμο τον καταργούμε στην πράξη”. Μόνιμα, υπέθαλπε κάθε παράνομη πράξη αρκεί να είχε πολιτικό προκάλυμμα, ενώ στελέχη του έχουν εκφρασθεί με συμπάθεια για την ένοπλη τρομοκρατική δράση και έχουν υπερασπιστεί δικαστικά τους δολοφόνους της 17Ν.
Παράλληλα, συνιστώσες του όπως η Κομμουνιστική Τάση επιθυμούν αυτολεξεί “την κατάργηση του στρατού και την αντικατάστασή του από σώματα ενόπλων εργατών” χωρίς κανείς να αποκηρύσσει τέτοιες θέσεις. Αναμενόμενο, αν σκεφτεί κανείς ότι πολλά μέλη του υπουργικού συμβουλίου, του πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένου, θήτευσαν επί μακρόν στο φροντιστήριο του ΚΚΕ, στο οποίο θεωρούσαν πολύ φυσικό το κόμμα τους να καταλάβει νόμιμα την εξουσία και κατόπιν να καταλύσει τη δημοκρατία κηρύσσοντας την επανάσταση του προλεταριάτου με στόχο την επιβολή του κομμουνισμού και την εξάλειψη του καπιταλισμού.
Την ίδια αντίληψη έχει ο ΣΥΡΙΖΑ και για τη διεθνή νομιμότητα. Πολλές φορές προεκλογικά, ο τότε αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είχε καταλύσει (στο μυαλό του τουλάχιστον) την θεμελιώδη για το διεθνές δίκαιο έννοια της συνέχειας του κράτους και διακήρυσσε εντός και εκτός Ελλάδος, με επιστολές σε ξένους ηγέτες, που μάλιστα διαφήμιζε από το βήμα της Βουλής, ότι οι υπογραφές της προηγούμενης κυβέρνησης δεν τον δεσμεύουν κι όταν εκλεγεί δεν θα σεβαστεί τις συμφωνίες της χώρας.
Εξελέγη μετά από ένα ρεσιτάλ λαϊκισμού, προβάλλοντας, προεκλογικά, συγκεκριμένη ατζέντα. Εάν την πίστευε, είναι μια πολύ ανησυχητική ένδειξη για τον βαθμό νοητικής επάρκειας των στελεχών του, δεδομένου ότι οι εξαγγελίες του περιελάμβαναν αντιφατικά μέτρα (μείωση φορολογίας με παράλληλη αύξηση των δημοσίων δαπανών), αντιστροφή της σχέσης αιτίου – αιτιατού (το μνημόνιο έφερε την χρεοκοπία και όχι η χρεοκοπία το μνημόνιο) μανιχαϊστικές δαιμονοποιήσεις (οι κακοί τοκογλύφοι που μας πίνουν το αίμα, όχι στην Ευρώπη των Τραπεζών – ναι στην Ευρώπη των λαών) και είχε ως κεντρικό αίτημα κάτι που άνθρωποι με σώας τας φρένας, αν το άκουγαν, θα γελούσαν: την διεκδίκηση της διαγραφής του χρέους ή μεγάλου μέρους του, ταυτόχρονα με το αίτημα για νέο δάνειο και την απαίτηση να συνεχίσουμε να δανειζόμαστε εσαεί από τους εταίρους για να τα διοχετεύουμε σε καταναλωτικές δαπάνες, χωρίς την υπογραφή κανενός είδους συμφωνητικού! Εάν δεν πίστευε όλα αυτά τα αλλοπρόσαλλα, πρόκειται για τον ορισμό της πολιτικής απάτης. Ούτως ή άλλως, επικίνδυνο μείγμα για κυβερνητικό ρόλο.
Το 6μηνο της αποκαλούμενης διαπραγμάτευσης διαπιστώσαμε και το ανύπαρκτο ηθικό έρμα αυτού του συμφύρματος: δεν διατυπώθηκε κανένα επιχείρημα που να υποστηρίζει τον λόγο για τον οποίο θα πρέπει οι φορολογούμενοι των άλλων χωρών της Ε.Ε. να χρηματοδοτούν τις πρόωρες συντάξεις και τις προσλήψεις κομματικών πελατών στο Δημόσιο. Το μόνο “επιχείρημα” ήταν η απειλή πως ενδεχόμενη κατάρρευση της Ελλάδας θα οδηγήσει σε κατάρρευση ολόκληρη την Ε.Ε. – το γνωστό “θα το κάνουμε Κούγκι”.
Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ αναίρεσε το σύνολο των προεκλογικών του προταγμάτων κι αναρωτιέμαι ως πότε η κραυγαλέα πολιτική απάτη θα είναι ατιμώρητη από τη Δικαιοσύνη και ποιες περιπτώσεις καλύπτει το άρθρο 162 του ΠΚ. Αναρωτιέμαι αν είναι ή όχι “συκοφαντικές διαδόσεις που ανάγονται στο πρόσωπο κάποιου υποψηφίου, με στόχο να μεταβάλουν το φρόνημα των εκλογέων” οι χαρακτηρισμοί “γερμανοτσολιάδες”, “νενέκοι”, “εθνικοί μειοδότες”, που ακούγονταν κατά κόρον, ακόμα και μέσα στη Βουλή για όποιον τολμούσε να έχει διαφορετική άποψη από αυτή του ΣΥΡΙΖΑ.
Αναρωτιέμαι επίσης πότε θα ερμηνευθεί διασταλτικά το άρθρο 165, ώστε στην δωροδοκία εκλογέα με “υπόσχεση δώρων ή άλλων ωφελημάτων που δεν του οφείλονται” να περιληφθούν και οι προεκλογικές υποσχέσεις και πότε θα υπάρξει δικαστήριο που θα επιβάλει στέρηση των αξιωμάτων και των θέσεων που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου. Δεν γνωρίζω, και διορθώστε με αν κάνω λάθος, να έχει ασκηθεί ποτέ ποινική δίωξη ή έστω προκαταρκτική εξέταση (ας μην είναι και κατεπείγουσα), για παράβαση αυτών των άρθρων, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης.
Παρακολουθώντας το σήριαλ της διαπραγμάτευσης διαπιστώναμε με έκπληξη ότι δεν υπήρχε κανένα σχέδιο, πέρα από τον συνεχώς επαναλαμβανόμενο εκβιασμό, ο οποίος όπως ήταν λογικό, δεν είχε αποτέλεσμα. Η εμμονή σ΄αυτόν τον εκβιασμό έκανε πολλούς, μεταξύ των οποίων και εμένα, να πιστεύουν ότι τελικός στόχος του ΥΠΟΙΚ, και πολλών άλλων, δεν ήταν η συμφωνία αλλά η ρήξη, στοιχείο που επιβεβαιώνεται από την επιστολή της κας Βαλαβάνη στον πρωθυπουργό: «Στήριξα την ομάδα διαπραγμάτευσης τη νύχτα της Παρασκευής όντας σίγουρη ότι δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει συμφωνία”. Την έκταση αυτού του σχεδίου αναδεικνύουν και όσες πληροφορίες είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας για το κυοφορούμενο “πραξικόπημα Λαφαζάνη”, με εισβολή στο Νομισματοκοπείο, αρπαγή των χρημάτων της ΤτΕ, έκδοση πλαστού νομίσματος, σύλληψη του διοικητή της ΤτΕ, τη στιγμή που η οικονομία είχε καταρρεύσει, οι Τράπεζες οδηγούνταν σε κλείσιμο και η κίνηση κεφαλαίων σε περιορισμό. Ενέργειες για τις οποίες θα περίμενε κανένας ότι η Δικαιοσύνη θα είχε την ίδια τουλάχιστον ευαισθησία που επέδειξε με τα δικά μου κείμενα στο Facebook.
Άλλωστε το άρθρο 134 αναφέρεται και στην περίπτωση κάποιου που επιχειρεί με “σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού”. Πιο ταιριαστή περιγραφή για την περίπτωση Λαφαζάνη δεν νομίζω να υπάρχει.
“Κορυφαία” στιγμή αυτής της συνεχούς και κλιμακούμενης συνταγματικής εκτροπής ήταν το δημοψήφισμα. Αντισυνταγματικό ως προς το περιεχόμενό του, παράνομο και εκτός των πλαισίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως έσπευσε η ίδια να επισημάνει, είναι ίσως το μοναδικό δημοψήφισμα στην παγκόσμια πολιτική ιστορία στο οποίο κανένας δεν ήξερε ούτε ποια είναι η ερώτηση ούτε τι σημαίνουν οι απαντήσεις.
Η κυβέρνηση το εκμεταλλεύτηκε δίνοντας αυθαίρετη, κατά το δοκούν, ερμηνεία στο ναι και στο όχι, εντείνοντας έναν άνευ προηγουμένου, αλλά και άνευ λόγου, ιδιαίτερα επικίνδυνο εθνικό διχασμό που καλλιεργούσε επί χρόνια με τον διαχωρισμό των Ελλήνων σε μνημονιακούς-εθνοπροδότες-στα τέσσερα και αντιμνημονιακούς-αντιστασιακούς-αξιοπρεπείς. Επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι αξιοπρεπής είσαι όταν δεν ζητάς δανεικά.
Όταν ζητάς, με όποιον τρόπο κι αν ζητάς είσαι αναξιοπρεπής. Το δημοψήφισμα ήταν κατά την γνώμη μου παντελώς άχρηστο, ανώφελο και καταστροφικό σε όλα τα επίπεδα. Το μόνο που εξυπηρετούσε ήταν η έξαρση του πολιτικού φανατισμού ώστε η σχεδιαζόμενη έξοδος από το ευρώ να παρουσιαστεί ως ηρωϊσμός.
Με έκπληξη είδα πως στο πρώτο και ιδιαίτερα κρίσιμο ταξίδι του νέου ΥΠΟΙΚ, Τσακαλώτου, στις Βρυξέλλες ενώ θα έπρεπε να είναι ήδη έτοιμο με λεπτομέρειες και σαφή κοστολόγηση ένα δικό μας σχέδιο εξόδου από την κρίση, αυτό που παρουσιάσαμε ήταν η προφορική ανάπτυξη πρόχειρων σημειώσεων στο μπλοκ του ξενοδοχείου.
Διαβάζω διεθνή ΜΜΕ και ήταν σε όλα εμφανές το έσχατο σημείο παρακμής στο οποίο οδήγησε τη χώρα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η απόλυτη καταστροφή του κλίματος εμπιστοσύνης, που είναι εκ των ων ουκ άνευ για σχέσεις μεταξύ εταίρων, και η πανωλεθρία της οικονομίας που υπολογίζεται σε περισσότερα από 200 δισ. Γνωρίζω επίσης οικονομικά και ήξερα τι σημαίνει αποπομπή από τη ζώνη του Ε.Ε. (νομοτελειακά αυτή θα κατέληγε σε αποπομπή από την ίδια την Ε.Ε.) για μια χώρα υπερχρεωμένη, χωρίς δυνατότητα δανεισμού από πουθενά, με μηδέν συναλλαγματικά διαθέσιμα και καχεκτική παραγωγή που καλύπτει μόνο του 20% των αναγκών της.
Οι συνέπεις θα ήταν χειρότερες από αυτές της Μικρασιατικής Καταστροφής. Την μέρα που έγραψα το επίμαχο κείμενο, το Grexit διαφαίνονταν ως σχεδόν βέβαιο. Ήδη είχε συγκληθεί σύνοδος κορυφής ολόκληρης της Ε.Ε. και όχι μόνο της Ευρωζώνης.
Ήταν προφανές ότι την Κυριακή θα γίνονταν η τελετή εξοστρακισμού της χώρας με τραγικές συνέπειες όχι μόνο σε οικονομικό αλλά σε κοινωνικό και πολύ πιθανόν και σε εθνικό επίπεδο. Στο εσωτερικό μια νέα δικτατορία του προλεταριάτου ετοιμαζόταν να επιβληθεί. Άλλωστε δεν είναι λίγα τα ιστορικά παραδείγματα ηγετών και κυβερνήσεων που ενώ έχουν εκλεγεί δημοκρατικά, στην πορεία μετατρέπονται σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, με ή χωρίς κοινοβουλευτικό κέλυφος. Έβλεπα ότι αυτό πήγαινε να γίνει και στη χώρα μου. Δεν ήθελα να ζήσουμε μια εθνική τραγωδία ούτε να μεγαλώσει ο γιός μου σε μια έρημο που θα αγωνιζόταν να φτάσει κάποτε την Αλβανία του Χότζα.
Θα έπρεπε, αν αυτό το σενάριο επιβεβαιωνόταν, όλοι οι Έλληνες να είχαν κατακλύσει τους δρόμους με εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές μπροστά από τη Βουλή και το Μαξίμου, μέρα νύχτα, απαιτώντας την παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Αυτό θα έκανα, προσωπικά, αν (επαναλαμβάνω το «αν» το οποίο υπήρχε ως προϋπόθεση στο κείμενό μου) το πραξικόπημα Λαφαζάνη και τα σχέδια των κύκλων της δραχμής, προδίδοντας την επιθυμία του συντριπτικά μεγαλύτερου ποσοστού των Ελλήνων για παραμονή στο ευρώ, επικρατούσαν. Το θεωρούσα και το θεωρώ υποχρέωση και καθήκον μου – και από όσα έγραψα στα κείμενά μου δεν αφαιρώ ούτε σημείο στίξης.
Αντίθετα, προσθέτω την άποψη του διακεκριμένου συνταγματολόγου Γ. Κασιμάτη, ο οποίος στην ομιλία του στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατά τη διάρκεια των παλλαϊκών κινητοποιήσεων των “αγανακτισμένων” είπε ότι το ακροτελεύτιο άρθρο 120 του Συντάγματος των Ελλήνων έχει ήδη ενεργοποιηθεί, μολονότι τότε δεν ήταν σαφές ποια ήταν η συνταγματική εκτροπή που είχε επισυμβεί, και οι “αγανακτισμένοι” κάθε άλλο παρά ενιαία εκπροσωπήση ή αιτήματα είχαν. Ωστόσο αρκούσε, κατά τον κ. Κασιμάτη, και μόνη η παρουσία τόσων χιλιάδων ανθρώπων στον δρόμο για να δικαιολογήσει την έννοια της λαϊκής εξέγερσης για την υπεράσπιση του Συντάγματος.
Εδώ ολοκληρώνω την πολιτική παράμετρο της κατάθεσής μου.
Έχω όμως και κάποια νομικής φύσεως σχόλια. Το άρθρο 135 μιλάει για διάδοση εγγράφων. Εγώ δεν διέδωσα κανένα έγγραφο. Έγραψα ένα κείμενο στον προσωπικό μου χώρο, το οποίο μπορούν να διαβάσουν, αν θέλουν, όσοι είναι ή δηλώνουν φίλοι μου. Το διέδωσαν, “διανθίζοντάς” το με τη λέξη “πραξικόπημα”, για να με πλήξουν, οι πολιτικοί μου αντίπαλοι. Επίσης, μιλάει για προσπάθεια διέγερσης άλλων. Το “περιμένετε να δούμε τι θα κάνουν” δεν νομίζω ότι θα το θεωρούσαν πολλοί διεγερτικό. Αν, όπως έχω αναφέρει και προηγουμένως, τελικά δεν υποβάλαμε πρόταση και η χώρα όδευε προς Grexit, τότε, ναι, θα έγραφα ένα εξαιρετικά διεγερτικό κείμενο, και πιστέψτε με ξέρω να γράφω διεγερτικά κείμενα. Αλλά ευτυχώς για την χώρα, δεν χρειάστηκε να το γράψω.
Το άρθρο 134 μιλάει για απειλή βίας. Υποθέτω ότι ο συνειρμός γίνεται με την έκφραση του κειμένου μου “θα τους πετάξουμε έξω με τις κλωτσιές”. Είναι τουλάχιστον υπερβολικό, η χρήση μιας συνηθισμένης έκφρασης της καθομιλουμένης να θεωρηθεί απειλή βίας αόπλων ανθρώπων απέναντι στα καλύτερα φρουρούμενα κτήρια της χώρας. Άλλωστε ο σκοπός της ενέργειας – αν γινόταν – δεν θα ήταν να απομακρυνθεί ο συγκεκριμένος άνθρωπος από τον συγκεριμένο χώρο αλλά να εξαναγκαστεί σε παραίτηση η κυβέρνηση υπό το βάρος των ανομιών της, της καταστροφής που επισώρευσε στη χώρα, της συνολικής της ανικανότητας, και της λαϊκής κατακραυγής. (Έχω την εντύπωση πως δεν θα το αποφύγει τελικά, μόνο που στη θέση μου θα είναι οι πρώην οπαδοί της – αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.)
Αν μαζί μου ήταν 500.000 Έλληνες, δεν νομίζω ότι θα έμενε κανείς κυβερνητικός στη θέση του. Ευτυχώς, πρόσκαιρα, η τραγωδία αποφεύχθηκε. Για να αποφευχθεί εντελώς, έχουμε πολύ δρόμο ακόμα, ο οποίος περνάει από μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα – και στον τομέα της λειτουργίας της Δικαιοσύνης.