Τη δική του απάντηση στον Παναγιώτη Λαφαζάνη αλλά και την υπόλοιπη “Αριστερή Πλατφόρμα” δίνει μέσα από το Facebook ο Δημήτρης Μάρδας.
Όπως αναφέρει, αν χρησιμοποιήσουμε, σε περίπτωση μετάβασης στη δραχμή, τα 20 περίπου δισ. ευρώ που βρίσκονται στις αποθήκες της Τράπεζας της Ελλάδος για να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις, ο Μάριο Ντράγκι (μιας και τα χρήματα αυτά ανήκουν στην ΕΚΤ) την επόμενη ημέρα θα μπορούσε να κόψει νέα χαρτονομίσματα για την υπόλοιπη Ευρώπη ακυρώνοντας στην πράξη τα «ελληνικά» ευρώ.
Διαβάστε αναλυτικά την ανάρτηση του Δημήτρη Μάρδα στο Facebook:
“Σε συνάντηση της “Αριστερής Πλατφόρμας”, που έγινε σε ξενοδοχείο των Αθηνών, ο κος Λαφαζάνης και οι πέριξ αυτού δραχμιστές διατύπωσαν διάφορες απόψεις αναφορικά με την επιστροφή της χώρας στη δραχμή. Λόγω έλλειψης ενός γραπτού κειμένου, αρκούμαστε στα όσα έχουν διαρρεύσει στο πλαίσιο των σχετικών ρεπορτάζ.
Ακούστηκε λοιπόν ότι κατά τη διαδικασία επιστροφής στη δραχμή, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για πληρωμή μισθών και συντάξεων, τα 20 περίπου δισ. ευρώ που βρίσκονται στις αποθήκες της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και ανήκουν φυσικά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Υποθέτουν οι υποστηρικτές τέτοιων λύσεων ότι η ΕΚΤ θα μείνει απαθής αν κάτι τέτοιο πράγματι συμβεί, κάτι φυσικά που δεν είναι αληθές.
Η απάντηση της ΕΚΤ θα είναι απλή: Αν πράγματι χρησιμοποιήσουμε τα υποτιθέμενα 20 δισ. ευρώ που βρίσκονται σε κάποιες αποθήκες της ΤτΕ, την επόμενη ημέρα η ΕΚΤ θα αρχίσει να τυπώνει νέα χαρτονομίσματα για την υπόλοιπη ΕΕ, ακυρώνοντας στην πράξη τα ευρώ που κυκλοφορούν στην Ελλάδα. Οπότε οι Έλληνες θα έχουν στα χέρια τους απλά σκουπίδια!
Βέβαια όλα τα παραπάνω δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα, από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτή η παρακταθήκη των 20 δισ. της ΕΚΤ στην ΤτΕ. Στην περίπτωση αυτή, τα διαβόητα 20 δισ. ευρώ είναι απλά τίτλοι του Δημοσίου, που οφείλει το κράτος σε Ταμεία, Οργανισμούς κ.λπ.
Άλλες ερωτήσεις και δεν είναι οι μόνες φυσικά: Τις εισαγωγές μας θα τις πληρώνουμε με δραχμές; Και τέλος, από πού συνάγεται ότι θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας εξαιτίας των υποτιμήσεων/ διολισθήσεων της νέας δραχμής; Μήπως από το παρελθόν της δραχμής και την χρόνια απαξίωσής της, εξελίξεις που δείχνουν άλλα από αυτά που υποστηρίζουν οι δραχμιστές;”
Στη συνέχεια ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών παραπέμπει τους χρήστες σε ένα άρθρο που είχε γράψει ο ίδιος στο reporter.gr το 2012 με τίτλο: «Δραχμή και ο μύθος της ανταγωνιστικότητας».
“Υποστηρίζεται από τους ένθερμους υποστηριχτές της επιστροφής στη δραχμή ότι μια τέτοια επιλογή θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Το παρελθόν της χώρας – όπως και η θεωρία του διεθνούς εμπορίου– διαψεύδουν όμως αυτήν τη θέση. Δε θα ασχοληθούμε με τις οικονομικές θεωρίες, θα επιστρέφουμε όμως τριάντα χρόνια πίσω σκιαγραφώντας τη σχέση των εξαγωγών μας και της απαξίωσης (υποτιμήσεις – διολισθήσεις) της δραχμής.
Η ισοτιμία δραχμής δολαρίου το 1980 ήταν 1 δολάριο προς 42,64 δραχμές, το 1987 (έτος έναρξης των προσπαθειών με σκοπό την ‘Ενιαία Αγορά’) ήταν 1 δολάριο προς 135,18 δραχμές και το 1992 (με την ολοκλήρωση της ‘Ενιαίας Αγοράς’), η ισοτιμία αυτή ανερχόταν σε 190,47 δραχμές. Το 2000 η ισοτιμία δολαρίου δραχμής άγγιξε τις 308,93 δραχμές.
Η δραχμή λοιπόν κατά τη δεκαετία 1980-2000 απαξιώθηκε θεαματικά έναντι του δολαρίου ενώ οι εξαγωγές μας μετα βίας διπλασιάσθηκαν από 5,1 δις δολάρια σε 10,8 δις δολάρια. Από την άλλη το εμπορικό μας έλλειμμα άγγιξε τα 18,6 δισ. το 2000 από τα 5,4 δισ. δολάρια το 1980.
Η κατακόρυφη απαξίωση του ελληνικού νομίσματος δεν κατόρθωσε λοιπόν να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, κάτι που διαφαίνεται και από τα ανωτέρω στοιχεία των εξαγωγών. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο του 1980-1990, οι δύο υποτιμήσεις της δραχμής και οι διαρκείς διολισθήσεις, συνοδεύθηκαν και από μέτρα προστασίας της ελληνικής οικονομίας, κάτι που εξέλειπαν πλήρως από τον Ιανουάριο του 1993.
Πρώτο συμπέρασμα: Ο ταχύς ρυθμός απαξίωσης της δραχμής έως το 2000, σε συνδυασμό με τα μέτρα προστασίας υπέρ της εγχώριας παραγωγής (έως το 1993) δεν ανέκαμψαν τις ελληνικές εξαγωγές με ρυθμούς ταχύτερους σε σχέση με τους αντίστοιχους των εισαγωγών.
Αξίζει να τονισθεί επίσης ότι από το σύνολο των 22 δισ. περίπου δολαρίων των ελληνικών εξαγωγών (το 2010) μόνο τα 11 δισ. δολάρια περίπου αφορούν προϊόντα που ενσωματώνουν πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά που παράγονται στη χώρα. Όλες οι υπόλοιπες εξαγωγές, χρησιμοποιούν εισαγόμενες πρώτες ύλες, πλην του εισαγόμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, της τεχνολογίας και της ενέργειας.
Αυτό σημαίνει ότι η όποια απαξίωση της νέας δραχμής έναντι του ευρώ θα ‘περάσει’ στην εγχώρια παραγωγή των προϊόντων της δεύτερης ομάδας (λόγω εισαγόμενου πληθωρισμού) και μέσω των πολλών εισαγόμενων και αναγκαίων πρώτων υλών. Η εν λόγω εξέλιξη αποτελεί σοβαρή αιτία πίεσης για νέα απαξίωση της δραχμής στη βραχυχρόνια περίοδο. Την ιστορία αυτή τη ζήσαμε ιδιαίτερα έντονα κατά το 1980-2000 χωρίς αποτέλεσμα σε όρους εμπορικού ισοζυγίου.
Οπότε, σύμφωνα με το πρόσφατο παρελθόν της χώρας μας, από πού πηγάζει η θέση ότι η επιστροφή στη δραχμή θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας;
Βέβαια μετά το 2001 παρατηρείται μια ραγδαία επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος της Ελλάδας, όχι όμως λόγω μείωσης των εξαγωγών (που εξακολούθησαν να αυξάνονται με πολύ ταχύτερους ρυθμούς σε σχέση με το παρελθόν) αλλά λόγω έξαρσης των εισαγωγών. Η αιτία της εικόνας αυτής δεν εντοπίζεται μόνο στο ευρώ. Άλλοι παράγοντες (όπως οι Ολυμπιακοί αγώνες, τιμές πετρελαίου, εισροές κεφαλαίων, έξαρση των δημοσίων δαπανών, αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου κ.λπ) φέρουν το μεγαλύτερο μέρος ευθύνης της συγκεκριμένης εξέλιξης.
Αξίζει να σημειωθεί τέλος ότι οι εξαγωγές από το 2001 έως το 2008, υπό καθεστώς ‘σκληρού’ ευρώ υπερδιπλασιάστηκαν (από 10,4 δισ. δολ. το 2001 σε 25,5 δις δολάρια το 2008). Η μεταγενέστερη μείωσή τους κατά 5 δισ. το 2009 μπορεί να αποδοθεί στην παγκόσμια ύφεση. Μετά το 2009 όμως πάλι άρχισαν να ανακάμπτονται.
Έτσι λοιπόν υπό καθεστώς σημαντικής απαξίωσης της δραχμής έναντι του δολαρίου και όλων των υπόλοιπων νομισμάτων (για είκοσι χρόνια) οι εξαγωγές μας μετά βίας διπλασιάσθηκαν, ενώ επί ευρώ, υπερδιπλασιάσθηκαν μέσα σε οκτώ χρόνια”.