Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, Κλάους Ρέγκλινγκ, λίγο πριν από το δημοψήφισμα που θα κρίνει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, μιλάει στην «Καθημερινή» και λέει ότι η Ελλάδα έχει κάνει το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής και έτσι αν υπάρξει επόμενο πρόγραμμα «δεν θα είναι σκληρότερο από αυτά του παρελθόντος».
Για τον κ. Ρέγκλινγκ, η Ελλάδα δεν είναι «ειδική περίπτωση» και γι’ αυτό δηλώνει σίγουρος ότι με τις σωστές πολιτικές η χώρα μπορεί να πετύχει, όπως και οι άλλες χώρες που έχουν περάσει από πρόγραμμα. Η γνώμη του για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έχει μεγάλη σημασία, καθώς ο EFSF έχει δανείσει τη χώρα περίπου 140 δισ.
Αναφορικά με το δημοψήφισμα, σημειώνει ότι “πρέπει να δούμε την απόφαση του ελληνικού λαού και μετά πώς η κυβέρνηση θα αντιδράσει στο αποτέλεσμα. Υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες τώρα για το μέλλον της Ελλάδας. Θέλω την Ελλάδα μέρος της Ευρωζώνης και γι’ αυτό ελπίζω σε ένα θετικό αποτέλεσμα σε αυτή τη δύσκολη διαδικασία”.
Με την ψήφο στο «όχι», τονίζει, υπάρχει έντονος σκεπτικισμός για το κατά πόσον θα εφαρμοστούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Για να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα απαιτεί μια κυβέρνηση που πιστεύει ότι είναι αναγκαία η εφαρμογή αξιόπιστων και δύσκολων μέτρων. Αν αυτή η πεποίθηση δεν υπάρχει, τότε δεν θα δούμε τα θετικά αποτελέσματα που χρειάζεται η Ελλάδα.
Αναφορικά με το «ναι» και το γεγονός ότι θα σημάνει νέα μέτρα, τονίζει ότι “η Ελλάδα χρειάζεται να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, αλλά τα δημοσιονομικά μέτρα που θα χρειαστεί να πάρει θα είναι πολύ λιγότερα από αυτά που έκανε η Ελλάδα στο παρελθόν. Η μεγάλη μείωση του ελλείμματος από το 15% στο 2% του ΑΕΠ έχει επιτευχθεί, οπότε η υπόλοιπη δημοσιονομική προσαρμογή σε σχέση με των τελευταίων 5 ετών είναι σχετικά μικρή αλλά απαραίτητη. Η ανταγωνιστικότητα έχει αποκατασταθεί κοιτώντας την αύξηση των εξαγωγών πέρυσι, αυτό που χρειάζεται είναι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να τονώσει την ανάπτυξη για το μέλλον. Δεν πιστεύω ότι η προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις θα είναι σκληρότερες από αυτές του παρελθόντος”.
Ο ίδιος σημειώνει ότι ως επικεφαλής του οργανισμού που είναι ο μεγαλύτερος δανειστής της ελληνικής κυβέρνησης, έχει ξεκάθαρο ενδιαφέρον για θετικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Χαρακτήρισε απαραίτητη την οικονομική προσαρμογή καθώς η Ελλάδα είχε χάσει την πρόσβαση στις αγορές. Σε αυτή την κατάσταση η Ευρώπη και το ΔΝΤ έδωσαν χρηματοδότηση τη στιγμή που δεν ήθελε κανένας να το κάνει. Τα χρήματα αυτά δόθηκαν υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει μία ξεκάθαρη δέσμευση να διορθωθούν τα προηγούμενα λάθη, υπογραμμίζει.
Αναφορικά με την αιτίαση του ΔΝΤ για κούρεμα, και το αν θα υπάρχει κάτι τέτοιο σε ένα τρίτο πρόγραμμα, υπογραμμίζει ότι «δεν υπάρχει διαφορά στο θέμα αυτό μεταξύ των θεσμών. Οι όροι δανεισμού μας είναι τόσο ευεργετικοί. Με δάνεια ωρίμανσης πάνω από 30 χρόνια, με πολύ χαμηλά επιτόκια και αναβάλλοντας την πληρωμή τόκων για τα πρώτα 10 χρόνια, προκύπτει όφελος 8 δισ. ετησίως περισσότερα από 4% του ΑΕΠ. Αυτή είναι μια μορφή αλληλεγγύης από την Ευρώπη. Συγχρόνως το Eurogroup αποφάσισε τον Νοέμβριο του 2012 πως εάν είναι αναγκαίο και εάν οι μεταρρυθμίσεις συνεχίζουν να εφαρμόζονται τότε η Ευρώπη θα είναι έτοιμη να συζητήσει μία πρόσθετη ελάφρυνση.»
Ερωτηθείς για τις συνέπειες της μη αποπληρωμής του δανείου του ΔΝΤ για τον EFSF, σημειώνει: “Με απασχολεί ιδιαίτερα αυτή η εξέλιξη. Η ελληνική κυβέρνηση έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι θα τιμήσει τις υποχρεώσεις της προς όλους τους δανειστές της. Μία μη πληρωμή προς το ΔΝΤ αποτελεί πιστωτικό γεγονός για τον EFSF εξαιτίας των ρητρών (cross default). Αυτό δίνει το δικαίωμα στον ΕFSF να ακυρώσει το δάνειο και να ζητήσει αμέσως την πλήρη αποπληρωμή του ή την παραίτηση από δικαιώματα του δανείου ή την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του δανείου”.