Με νέο κείμενο επανέρχεται ο Θεόδωρος Πάγκαλος από το προσωπικό του Blog. Ξεχνάει τον σοσιαλισμό, δηλαδή τον έχει ξεχάσει από καιρό, ονειρεύεται την αναγέννηση του Κέντρου και ως παράδειγμα αυτής της ανάγκης επικαλείται τις ψήφους που πήρε ο… Βασίλης Λεβέντης.
Επαναλαμβάνει τις γνωστές κατηγορίες στον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο αποκαλεί συνονθύλευμα, και καθυβρίζει τους δημοσίους υπαλλήλους ως “εκατοντάδες χιλιάδες άχρηστους και μη παραγωγικούς δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι βρέθηκαν εκεί ως αποτέλεσμα μιας ιστορικά ριζωμένης και πανίσχυρης πρακτικής πολιτικής πελατείας”.
Το πλήρες κείμενο:
Αγγίξαμε πάτο. Ο σχολιασμός κατάντησε να αφορά τις ενδυματολογικές προτιμήσεις, τις τσαχπινιές και τα τσαλίμια των νεότευκτων υπουργών της ακραίας – από τα αριστερά και από τα δεξιά – Κυβέρνησής μας. Δεκατρείς φορές εκλέχτηκα στο Κοινοβούλιο ως βουλευτής της συμπολίτευσης συνήθως ή της αντιπολίτευσης σπανιότερα. Ποτέ δε θυμάμαι να απασχολεί τις εγκυρότερες και ευρύτερης κυκλοφορίας εφημερίδες, για μια εβδομάδα, η εξωτερική εμφάνιση κάποιων από τους νέους υπουργούς.
Ίσως να πρόκειται απλώς για μια εξέλιξη που άνθρωποι της ηλικίας μου – οι «παππούδες» που δεν θα έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι να ψηφίσουν, με βάση τις διαμορφωμένες πεποιθήσεις τους, κατά τον κύριο Υπουργό Εθνικής Αμύνης – δυσκολεύονται να αφομοιώσουν. Η εικόνα κυριαρχεί. Έτσι δημιουργείται ένα πεδίο υστέρησης, ακόμα και σε σύγκριση με τον επιφανειακό και επιπόλαιο πολιτικάντικο λόγο. Η χειρονομία, το χαμόγελο, το στυλ, η συνοφρύωση, δημιουργούν αφορμές για ψυχαναλυτικού τύπου αναλύσεις. Διαμορφώνουν έναν αυτόνομο, σε σχέση με την πολιτική ανάλυση ή έστω με τα κληρονομημένα στοιχεία της περιοχής όπου ο εκπρόσωπος πολιτεύεται.
Όπως συνήθως στις ανθρώπινες καταστάσεις και ιδιαίτερα στις εξελίξεις που εξαρτώνται από την τεχνολογική πρόοδο είναι δύσκολο να διαμορφώσει κανείς ξεκάθαρα θετικό ή αρνητικό ισοζύγιο και εν πάση περιπτώσει, κάτι τέτοιο αξίζει μια άλλη συζήτηση. Εδώ θέλουμε να θέσουμε το ερώτημα: Καλύπτεται η κοινωνία με τους υφιστάμενους πολιτικούς σχηματισμούς; Παραδοσιακά ο δικομματισμός είχε ως κύριο χαρακτηριστικό ένα κεντροδεξιό και ένα κεντροαριστερό κόμμα. Διαδέχονταν το ένα το άλλο είτε για να διαφοροποιηθούν, είτε για να επαναληφθούν.
Συνηθέστερα όμως η επανάληψη, που εξασφάλιζε τη συνέχεια, συνυπήρχε με τη διαφοροποίηση. Και οι δύο σχηματισμοί έτειναν προς τη λεηλασία του μη εκπροσωπούμενου πολιτικά κεντρώου χώρου. Σήμερα, μετά τον εκμηδενισμό και την περιθωριοποίηση του ΠΑΣΟΚ και τη στροφή της Νέας Δημοκρατίας προς ακόμα δεξιότερους ορίζοντες απ’ ότι την εποχή του κ. Καραμανλή και την ήττα αμφοτέρων, ο κεντρώος χώρος μένει ακάλυπτος πολιτικά.
Έχουμε κατά καιρούς επισημάνει, το αναμφισβήτητο για εμάς, γεγονός ότι η Ελλάδα, χώρα μικρή και εξαρτημένη από ένα ισχυρό κρατικό μηχανισμό ενισχυμένο με εκατοντάδες χιλιάδες άχρηστους και μη παραγωγικούς δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι βρέθηκαν εκεί ως αποτέλεσμα μιας ιστορικά ριζωμένης και πανίσχυρης πρακτικής πολιτικής πελατείας, δεν μπορεί να αλλάξει και να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης οικονομικής ζωής που στηρίζεται στον ανταγωνισμό.
Η Ελλάδα είναι επίσης μια χώρα διάπλατα ανοιχτή στο διεθνές εμπόριο και τον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων και πάντα ήταν έτσι. Ελάχιστη είναι η επίδραση της παγκοσμιοποίησης και της συμμετοχής στην ευρωζώνη πάνω σε αυτή τη μοιραία πραγματικότητα.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να επέλθει μια αντιστοιχία ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία. Τα συμβολικά κόμματα που δεν εκφράζουν τίποτε άλλο από τις αρχηγικές υπεροψίες των μελών πρέπει σιγά, σιγά να αντικατασταθούν από νέα πλαίσια ταξικής έκφρασης συμφερόντων. Η πολιτική μας ζωή δεν θα είναι υγιής όσο δεν υπάρχει η φυσιολογική έκφραση της κοινωνικής πλειοψηφίας των ελλήνων, που είναι ένα κεντρώο κόμμα.
Κάποτε τα συνονθυλεύματα τύπου ΣΥΡΙΖΑ θα χάσουν την ενότητα και επομένως και την αντιπροσωπευτικότητά τους. Η Νέα Δημοκρατία βαδίζει αργά, αλλά σταθερά στο δρόμο της περιθωριοποίησης που άνοιξε ως πρόσκοπος το ΠΑΣΟΚ. Όταν η Ένωση Κεντρώων του κ. Βασίλη Λεβέντη απέσπασε 100.000 ψήφους, πολλοί είπαν ότι ο πολίτης ήθελε να κάνει «πλάκα». Το βρίσκω άδικο. Όσο και αν μου αρέσουν οι πλακατζήδες, δεν υπάρχουν τόσοι Έλληνες που να κινούνται σε μέρες σαν και αυτές που ζούμε με τόση ελαφρότητα. Μήπως η λέξη κεντρώος έπαιξε κάποιο ρόλο; Και πόσοι άραγε να είναι οι κεντρώοι που αναγκάστηκαν να ψηφίσουν Σαμαρά για να μη μείνει ανοιχτή η πόρτα στις δυνάμεις του χάους; Πόσοι άραγε να είναι οι κεντρώοι στα ποσοστά, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θέλανε να συμμετάσχουν θετικά, αλλά δεν τους το επέτρεψε η διαμόρφωση του πολιτικού χάρτη;
Είμαστε σαφείς. Άμεσα ας ξεκινήσει η ανοικοδόμηση του κεντρώου χώρου χωρίς τους λιπαρούς ισχυρισμούς ότι δεν ήρθε η ώρα, όσων τρέχουν να ανακαλύψουν ίχνη κεντρώας πολιτικής φυσιογνωμίας και δυνατότητες προσέγγισης με τους εθνικοσοσιαλιστές, που προέκυψαν από το καλπονοθευτικό σύστημα και την εγκατάλειψη κάθε έννοιας ιδεολογικής συνέπειας και ηθικής ευαισθησίας και κυβερνούν σήμερα την Ελλάδα.