Μία από τις παθογένειες της εγχώριας δημοσιογραφίας είναι η αγραμματοσύνη.
Παλαιότερα για να καταφέρει κάποιος να γίνει δημοσιογράφος έπρεπε να ματώσουν τα δάχτυλά του, συχνά με τα τασάκια του αρχισυντάκτη να περνάνε ξυστά πάνω από το κεφάλι του ασκούμενου.
Η ελληνική τηλεόραση ήταν η αρχή του κακού, αφού ευνόησε την “είσοδο” στον χώρο στρατιών ματαιόδοξων νέων που αποζητούσαν τη δόξα και το εύκολο χρήμα, παρά την υπηρεσία στο λειτούργημα.
Με το διαδίκτυο απλώς ολοκληρώθηκε ο θάνατος της εγχώριας δημοσιογραφίας, αφού το άκριτο copy paste επέτρεψε ακόμα και σε εντελώς ηλίθιους και αγράμματους να καθίσουν πίσω από την οθόνη ενός υπολογιστή και να αναλάβουν την ενημέρωσή σας.
Μια τέτοια επιπόλαια και αγράμματη ειδησεογραφία είναι αναμενόμενο να διαπράττει το ένα πίσω από το άλλο τα “εγκληματικά” λάθη, που προσπερνιούνται με τη νοοτροπία του “δεν βαριέσαι”.
Έτσι οι τζιχαντιστές αν και τρομοκράτες μεταδίδονται ως “αντάρτες” (ακόμα κι από το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων), το Ισλάμ που είναι μια θρησκεία δίχως ιερατείο αποκτά “ιερωμένους” από το ίδιο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων, οι “φενταγίν” μουσουλμάνοι βομβιστές αυτοκτονίας αποκαλούνται “καμικάζι”, αν κι ένας φενταγίν δεν έχει καμία σχέση στους λόγους που πεθαίνει με έναν καμικάζι.
“Δεν βαριέσαι” εδώ, δεν “βαριέσαι” εκεί, “σιγά μωρέ τι θα καταλάβουν τα ζώα” (είναι η κυρίαρχη άποψη μεταξύ των αγράμματων ειδησεογράφων για τον ελληνικό λαό), οπότε γιατί να μας ξαφνιάζει η νέα γκάφα του ΣΚΑΪ; Τίποτα δεν μας ξαφνιάζει.
Ο Αλέξης Τσίπρας κατά την επίσκεψή του στα εγκαίνια του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Ξένων Γλωσσών του Πεκίνου, δώρισε σε Κινέζο αξιωματούχο ένα αντίτυπο της “Οδύσειας” του Καζαντζάκη.
Ο ΣΚΑΪ έσπευσε να ενημερώσει για το “ανορθόγραφο έπος” και το “λάθος εξώφυλλο”, θεωρώντας ότι το δώρο ήταν η Οδύσσεια του Ομήρου.
Οι φιλελέδες, που έχουν τον ΣΚΑΪ ευαγγέλιο, οι οποίοι επίσης είναι ό,τι πιο αμόρφωτο επιπλέει στην κοινωνία μας (ανεξάρτητα εάν πήραν πτυχίο και μεταπτυχιακό πολλοί από δαύτους), έσπευσαν να αναπαράξουν την “είδηση”.
“Σάλος” ξέσπασε στο διαδίκτυο, ξεσηκώθηκαν τα τρόλια του Twitter, και άρχισαν να πέφτουν βροχή οι ειρωνείες για τον “αγράμματο” Πρωθυπουργό, την “Οδύσεια” και το “Γιάνη” (Βαρουφάκη) κι άλλα τέτοια “άριστα”, αφού δεν βρέθηκε κανείς να γνωρίζει την Οδύσεια του Καζαντζάκη, που γράφεται με ένα “σ”.
Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι αφού έπιασαν δουλειά οι γνωστοί (και όχι άγνωστοι) του διαδικτύου και του Twitter, ο ΣΚΑΪ αποφάσισε να κάνει το θέμα “γαργάρα” και κατέβασε χωρίς πολλά πολλά το επίμαχο άρθρο από την ιστοσελίδα του.
Μερικά “εγκυκλοπαιδικά” προς φιλελέδες
Επειδή ο Νίκος Καζαντζάκης -σε συνεργασία με τον Ι. Κακριδή- μετέφρασε την Οδύσσεια και την Ιλιάδα τού Ομήρου, μερικοί συγχέουν τη μετάφραση του ομηρικού έπους με την “Οδύσεια” του Νίκου Καζαντζάκη, η οποία είναι εντελώς πρωτότυπο έργο, διαφορετικό και ανεξάρτητο από τη μετάφραση της Οδύσσειας τού Ομήρου.
Η «Οδύσεια» του Νίκου Καζαντζάκη αφηγείται τις περιπέτειες και τα ταξίδια του Οδυσσέα αφ’ ότου επέστρεψε στην Ιθάκη, και μετά έφυγε ξανά, μέχρι τον θάνατό του στον Νότιο Παγωμένο Ωκεανό.
Σύμφωνα με τον Νικόλαο Μαθιουδάκη, ειδικό ερευνητή του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιο Θράκης και συγγραφέα της μελέτης «Ποιητικοί νεολογισμοί στην “Οδύσεια” του Νίκου Καζαντζάκη: Χιλιάδες αθησαύριστες λέξεις αναζητούν την ταυτότητά τους»:
«Η ΟΔΥΣΕΙΑ του Νίκου Καζαντζάκη είναι μια σύγχρονη επική δημιουργία η οποία ουσιαστικά αποτελεί τη συνέχεια της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ του Ομήρου. Το ποίημα αποκαλύπτει την αγωνία και τον αγώνα του συγγραφέα να δημιουργήσει ένα έπος προκειμένου να θεωρηθεί ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα της (sic) «λευκής φυλής» (Πρεβελάκης 1984) και να γίνει ισάξιο της ομηρικής δημιουργίας. Μετά από δεκατρία ολόκληρα χρόνια σκληρής δουλειάς, ο Καζαντζάκης, ως άλλος Οδυσσέας, περιπλανώμενος σε χιλιάδες στίχους, ανάμεσα σε εκατοντάδες λέξεις, αναγράφοντας την ποιητική του ιδέα εφτά φορές, αναζητά την αθάνατη πηγή, την προσωποποίηση του Θεού, καταλήγοντας μονιάς στην τελική μορφή του μεγαλειώδους έργου των εικοσιτεσσάρων (24) ραψωδιών και των τριάντα τριών χιλιάδων τριακοσίων τριάντα τριών (33.333) στίχων».