«Είναι γνωστό πως ένας διαβητικός πρέπει να κάνει άσκηση κάθε μέρα.
»Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι τελευταία ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι και η χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας που πραγματοποιείται η άσκηση, είναι σημαντική για να μπορέσει να έχει ρυθμισμένο το σάκχαρο του το διαβητικό άτομο».
Αυτά τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής στο ΤΕΦΑΑ του πανεπιστημίου Θεσσαλίας Θανάσης Τζιαμούρτας και εξηγεί:
«Τι εννοούμε με αυτό. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια τόσο ένα διαβητικό όσο και ένα υγιές άτομο απέφευγαν να κάνουν άσκηση μετά το πέρας ενός γεύματος επειδή πιστεύαμε ότι υπήρχε κίνδυνος υπογλυκαιμίας.
»Τελευταία ερευνητικά δεδομένα όμως δείχνουν ότι μετά τη λήψη ενός γεύματος, εάν ασκηθεί ένα διαβητικό άτομο, μπορεί να ρυθμίσει τη μεταγευματική αύξηση του σακχάρου.
»Γνωρίζουμε όλοι ότι μετά τη λήψη ενός γεύματος αυξάνονται τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα, τα οποία στη συνέχεια κατευθύνονται, κυρίως στο συκώτι και στους μύες, για να αποθηκευτεί».
Ο καθηγητής στο ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας δεν παραλείπει να τονίσει πως «αυτή η διαδικασία είναι σημαντική, επειδή το σάκχαρο και η ενέργεια που προέρχεται απ’ αυτό, θα το χρειαστούν οι μύες κατά τη διάρκεια της ημέρας για να μπορέσει να κινηθεί ο άνθρωπος», σημειώνοντας:
«Επιπρόσθετα, από το συκώτι αλλά και από τις τροφές, θα χρησιμοποιηθεί το σάκχαρο για να μπορέσουν να λειτουργήσουν δύο κύρια όργανα του ανθρώπου, που είναι ο εγκέφαλος και τα ερυθρά αιμοσφαίρια.
»Ωστόσο, στην περίπτωση του διαβητικού τόσο ο μυϊκός ιστός όσο και το συκώτι δυσλειτουργούν με αποτέλεσμα τα επίπεδα του σακχάρου να είναι ανεβασμένα στο αίμα.
»Η άσκηση σε γενικές γραμμές βοηθάει το μυϊκό ιστό να απορροφήσει μεγαλύτερη ποσότητα γλυκόζης (αυτό το κάνει αυξάνοντας την ποσότητα και τη λειτουργία πρωτεϊνών-μεταφορέων που βρίσκονται εντός του κυττάρου) και το συκώτι να μην εκκρίνει μεγάλη ποσότητα σακχάρου».
Όσον αφορά την άσκηση μετά από ένα γεύμα (μεταγευματική άσκηση) είναι σημαντική, σύμφωνα με τον ίδιο, επειδή εκείνη τη στιγμή το σάκχαρο είναι ανεβασμένο, η αναλογία της ινσουλίνης προς τη γλυκαγόνη (ορμόνες που ρυθμίζουν το επίπεδο του σακχάρου στο αίμα) είναι αυξημένη και έτσι αποτρέπεται η έκκριση σακχάρου από το συκώτι.
Επιπρόσθετα, μια ποσότητα σακχάρου θα χρησιμοποιηθεί κατά την άσκηση και έτσι η μεταγευματική γλυκαιμία δεν θα είναι πάρα πολύ αυξημένη.
Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν, όπως επισημαίνει ο κ. Τζιαμούρτας, πως δεν είναι μόνο τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου στην ηρεμία, τα οποία μπορούν να καταστρέψουν τα κύτταρα του οργανισμού, αλλά σημαντικό ρόλο παίζει και το πόσο θα ανεβούν τα επίπεδα του σακχάρου μετά από ένα γεύμα, δηλαδή η μεταγευματική γλυκαιμία.
Για να εξηγήσει: «Έχει βρεθεί λοιπόν πως ο περιορισμός στην αύξηση των επιπέδων της μεταγευματικής γλυκαιμίας, που επέρχεται με την άσκηση, παίζει σημαντικό ρόλο στη μείωση των επιπέδων της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, που κυμαίνεται μεταξύ 0.6-0.9%.
»Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη χρησιμοποιείται ως κριτήριο ελέγχου των επιπέδων του σακχάρου για τις προηγούμενες 8-12 εβδομάδες».
Πόση ώρα μετά από ένα γεύμα συστήνεται να κάνει κάποιος άσκηση;
Περίπου 30-45 λεπτά μετά το γεύμα συστήνεται, σύμφωνα με τον κ. Τζιαμούρτα, να πραγματοποιείται μέτριας έντασης άσκηση για να δημιουργηθούν τα βέλτιστα αποτελέσματα.
Ωστόσο, είναι πολλές απορίες ακόμα που πρέπει να διευκρινιστούν, σημειώνει, για να τονίσει:«Ενώ σαν γενική οδηγία προτείνεται η μεταγευματική άσκηση δεν ξέρουμε ακόμα ποιο είναι το είδος της άσκησης (αερόβια ή αντιστάσεις) που μπορεί να φέρει καλύτερη απόκριση και δε γνωρίζουμε ακόμα εάν η ένταση και η διάρκεια παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου μεταγευματικά».
Στο Εργαστήριο Βιοχημείας, Φυσιολογίας και Διατροφής της Άσκησης στο ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μας εξηγεί ο Διευθυντής του εργαστηρίου κ. Θανάσης Τζιαμούρτας, «πραγματοποιήσαμε μια εργασία αξιολογώντας την επίδραση της μεταγευματικής άσκησης στη μεταγευματική γλυκαιμία και το οξειδωτικό στρες.
»Πραγματοποιήθηκε άσκηση με αντιστάσεις χρονικής διάρκειας περίπου 10 λεπτών, 45 λεπτά μετά τη λήψη ενός πρωινού γεύματος και λήφθηκαν δείγματα αίματος σε πολλές χρονικές στιγμές κατά τη διάρκεια του πειράματος ενώ αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη διαδικασία ανάλυσης των αποτελεσμάτων.
»Ευελπιστούμε ότι και τα δικά μας δεδομένα θα ρίξουν λίγο περισσότερο φως σε αυτή την ενδιαφέρουσα επιστημονικά περιοχή», καταλήγει.