Έλληνας νευροεπιστήμονας από το Εθνικό Ινστιτούτο Γήρανσης των ΗΠΑ κατάφερε να απομονώσει τα εξωσώματα, δηλαδή τα μικρά εξωκυτταρικά κυστίδια περιβαλλόμενα από λιπιδιακή μεμβράνη που εκκρίνονται ως προϊόν της φυσιολογικής κυτταρικής λειτουργίας και μεταφέρουν σήματα προς άλλα κύτταρα και ιστούς και να διαπιστώσει ότι κρύβουν στο εσωτερικό τους τα είδη πρωτεϊνών που σχετίζονται με το Αλτσχάιμερ.
Πρόκειται για τον Επίκουρο καθηγητή Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins Δημήτρη Καπόγιαννη, ο οποίος εδώ και χρόνια διερευνά τις νευροεκφυλιστικές νόσους κα ιδιαίτερα τη νόσο Αλτσχάιμερ και ο οποίος ως απώτερο σκοπό έχει να δημιουργήσει, βάσει αυτών των βιοδεικτών, ένα τεστ αίματος που θα ανιχνεύει τις νευροεκφυλιστικές νόσους αρκετά χρόνια πριν εκδηλωθούν.
Σύμφωνα με την τελευταία του αυτή έρευνα, η οποία βασίζεται στη μελέτη BLSA (Baltimore Longitudinal Study on Aging), αυτό δείχνει να είναι πολύ πιθανό να επιτευχθεί.
Ο καθηγητής χρησιμοποίησε 905 δείγματα αίματος 350 ατόμων τα οποία είχαν συλλεχθεί σε μια βάση δεδομένων από το 1958 μέχρι σήμερα.
Οι ηλικίες των ατόμων ήταν από 77-80 ετών με το 50,9% να είναι γυναίκες.
Ο καθηγητής δεν γνώριζε ποιος εξ αυτών υπήρξε ασθενής και ποιος όχι.
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα βασιζόμενα σε μετρήσεις p181-tau για άλλη μια φορά είναι τόσο ξεκάθαρα που δημιουργούν τεράστια ελπίδα για την πρώιμη διάγνωση της νόσου Αλτχάιμερ, δηλ. το τεστ δείχνει να διακρίνει τους υγιείς από τους ασθενείς με πολύ μεγάλη ακρίβεια.
Παρουσιάζοντας τα πρόσφατα αποτελέσματα της μελέτης του στο 2ο Παγκόσμιο Συνέδριο Genedis 2016 σημείωσε ότι από όλα τα εξωσώματα που βρίσκονται στο πλάσμα του αίματος το 5%-10% προέρχεται από νευρικά κύτταρα.
Προχωρώντας ακόμα περισσότερο ο καθηγητής ανέφερε ότι μαζί με την ομάδα του στο Εθνικό Ινστιτούτο για τη Γήρανση εντόπισαν μια πρωτεΐνη στον εγκέφαλο που εμπλέκεται στη σηματοδότηση της ινσουλίνης, που ονομάζεται IRS-1, και που η ανενεργή της μορφή εμφανίζεται σε μεγάλα ποσά στους ασθενείς με Αλτσχάιμερ. Αυτή την πρωτεΐνη αναζήτησαν μέσα στα εξωσώματα.
Συγκεκριμένα ταυτοποίησαν μόνο τα εξωσώματα εκείνα που προέρχονται από τον εγκέφαλο, τα οποία περιέχουν την πρωτεΐνη IRS-1, και μέτρησαν τα επίπεδα της ανενεργους πρωτεΐνης, διαπιστώνοντας πως οι ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ είχαν υψηλότερες ποσότητες της αδρανούς μορφής της πρωτεΐνης και μικρότερες ποσότητες της δραστικής μορφής από τα υγιή άτομα.
Έτσι η ομάδα μπορούσε να προβλέψει εάν ένα δείγμα αίματος προήλθε από ασθενή με Αλτσχάιμερ, από υγιές άτομο ή από διαβητικό, χωρίς σφάλματα.
Το σημαντικό στοιχείο της έρευνας είναι ότι οι βιοδείκτες ανταποκρίνονται σε πειραματική θεραπεία με ινσουλίνη σε ρινική μορφή.
Με τη χρήση ρινικής ινσουλινης οι ασθενείς με Αλτζχάιμερ φαίνεται πως παρουσιάζουν βελτίωση τόσο κλινικά όσο και σε επίπεδο βιοδεικτών.
Όπως τόνισε ο καθηγητής, η έρευνα του προχωρά ένα ακόμη βήμα παραπέρα διερευνώντας τη δυνατότητα χρήσης βιοδεικτών για την ανίχνευση κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, χρησιμοποιώντας ως δείγμα Αμερικανούς στρατιώτες που πήραν μέρος στον πόλεμο στο Ιράκ, από τους οποίους μερικοί παρουσιάζουν χρόνια συμπτώματα.
«Μελετάμε τη δυνατότητα διάγνωσης πάλι με τη χρήση ενός τεστ αίματος βάσει βιοδεικτών, ποιοι από αυτούς θα συνεχίσουν να έχουν ενοχλήσεις για την υπόλοιπη ζωή τους.
Οι βιοδείκτες αυτοί βασίζονται και πάλι στις γνωστές πρωτεινή βήτα-αμυλοειδές και tau» τόνισε χαρακτηριστικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κ. Καπογιάννης πρόκειται να συνεργαστεί με τον Εργαστήριο Βιοπληροφορικής και Ανθρώπινης Ηλεκτροφυσιολογίας (Bihelab) του Ιονίου Πανεπιστημίου, στο οποίο ηγείται ο καθηγητής Παναγιώτης Βλάμος με στόχο τη δημιουργία από το Bihelab ενός σύγχρονου υπολογιστικού μοντέλου που θα ενσωματώσει τα δεδομένα της έρευνας του καθηγητή Καπόγιαννη και θα προσφέρει πιο ακριβή διαγνωστική πληροφορία.