Πέντε στα έξι παιδιά κάτω των δύο ετών δεν τρέφονται με αρκετές θρεπτικές τροφές για την ηλικία τους, στερούμενα έτσι την ενέργεια και τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται στην πιο κρίσιμη στιγμή της φυσικής και γνωστικής ανάπτυξής τους, σύμφωνα με μια νέα έκθεση της UNICEF, με αφορμή την 16η Οκτωβρίου Παγκόσμια Ημέρα Επισιτισμού 2016.
«Τα βρέφη και τα μικρά παιδιά έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες σε θρεπτικά συστατικά, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη ζωή τους. Αλλά τα σώματα και τα μυαλά εκατομμυρίων μικρών παιδιών δεν αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητές τους, επειδή λαμβάνουν πολύ λίγο φαγητό, πολύ αργά», δήλωσε η France Begin, Ανώτερη Διατροφική Σύμβουλος της UNICEF. Και συμπλήρωσε: «Η κακή διατροφή σε τόσο νεαρή ηλικία προκαλεί ανεπανόρθωτες νοητικές και σωματικές βλάβες».
Τα στοιχεία της UNICEF δείχνουν ότι οι κακές διατροφικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της καθυστερημένης λήψης στερεών τροφών, των μη συχνών γευμάτων και της έλλειψης ποικιλίας τροφίμων, είναι ευρέως διαδεδομένες, στερώντας από τα παιδιά τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, τη στιγμή της ανάπτυξης του εγκεφάλου, των οστών και των οργάνων τους, τότε δηλαδή που τα χρειάζονται περισσότερο. Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι:
• Τα μικρά παιδιά περιμένουν πολύ καιρό για τις πρώτες μπουκιές τους. Ένα στα πέντε μωρά δεν έχει λάβει καμία στερεά τροφή μέχρι την ηλικία των 11 μηνών.
• Τα μισά από τα παιδιά ηλικίας 6 μηνών έως 2 ετών δεν τρέφονται με τον ελάχιστο αριθμό γευμάτων για την ηλικία τους, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο καχεξίας.
• Λιγότερο από το ένα τρίτο των παιδιών αυτής της ηλικιακής ομάδας ακολουθεί μια πολυποίκιλη διατροφή – δηλαδή αποτελούμενη από τέσσερις ή περισσότερες ομάδες τροφίμων καθημερινά – κάτι που προκαλεί ελλείψεις σε βιταμίνες και μέταλλα.
• Σχεδόν τα μισά από τα παιδιά προσχολικής ηλικίας πάσχουν από αναιμία.
• Μόνο τα μισά από τα παιδιά ηλικίας 6 έως 11 μηνών λαμβάνουν οποιουδήποτε είδους τροφές από ζωικές πηγές – συμπεριλαμβανομένων των ψαριών, του κρέατος, των αυγών και των γαλακτοκομικών προϊόντων – οι οποίες είναι απαραίτητες για την παροχή ψευδαργύρου και σιδήρου.
• Με το υψηλό κόστος των τροφίμων από ζωικές πηγές καθίσταται δύσκολο για τις φτωχότερες οικογένειες να βελτιώσουν τη διατροφή των παιδιών τους. Στην υποσαχάρια Αφρική και τη Νότια Ασία, μόνο ένα στα έξι παιδιά από τα φτωχότερα νοικοκυριά ηλικίας 6 έως 11 μηνών ακολουθεί μια ελάχιστα πολυποίκιλη διατροφή, σε σύγκριση με ένα στα τρία στα πλουσιότερα νοικοκυριά.
• Με τη βελτίωση της διατροφής των μικρών παιδιών θα μπορούσαν να σώζονται 100.000 ζωές κάθε χρόνο.
Για να γίνουν οι θρεπτικές τροφές οικονομικά προσιτές και προσβάσιμες στα φτωχότερα παιδιά θα απαιτηθούν ισχυρότερες και πιο στοχευμένες επενδύσεις από τις κυβερνήσεις και τον ιδιωτικό τομέα. Η παροχή χρημάτων, ή βοήθειας σε είδος σε ευάλωτες οικογένειες, τα προγράμματα πολυποικιλότητας των καλλιεργειών και η ενίσχυση των βασικών τροφών είναι κλειδί για τη βελτίωση της διατροφής των μικρών παιδιών.
Οι υγειονομικές υπηρεσίες που βοηθούν τους γονείς να μάθουν καλύτερα τις πρακτικές σίτισης και παροχής ασφαλούς νερού και αποχέτευσης – κάτι απολύτως κρίσιμο για την πρόληψη της διάρροιας μεταξύ των παιδιών – είναι επίσης ζωτικής σημασίας.
«Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αποτύχουμε στον αγώνα μας για τη βελτίωση της διατροφής των μικρών παιδιών. Η ικανότητά τους να αναπτυχθούν, να μάθουν και να συμβάλουν στο μέλλον της χώρας τους εξαρτάται από αυτό», είπε η Begin.