Μια ιστορική ανακρίβεια στο νέο ντοκιμαντέρ του NETFLIX «Μέγας Αλέξανδρος: Η Γέννηση Ενός Θεού» δεν είναι ότι «τα είχε» με τον Ηφαιστίωνα, αυτά είναι αρχαία «κουτσομπολιά», αλλά ότι πήγε στο μαντείο της Σίβα (Σίουα) καβάλα σε καμήλες και επιβίωσε από αμμοθύελλα.
Οι Αιγύπτιοι τότε δεν χρησιμοποιούσαν καμήλες.
Η περσική εισβολή του Καμβύση το 525 π.Χ. στην Αίγυπτο έφερε τις πρώτες καμήλες στην περιοχή.
Οι καμήλες από την Περσία, ωστόσο, δεν ήταν ιδιαίτερα επιφορτισμένες για το εμπόριο ή τα ταξίδια στη Σαχάρα, διότι οι -σπάνιες- διαδρομές που γίνονταν σε όλη την έρημο ήταν πάνω σε ιππήλατα άρματα.
Οι καμήλες δρομάδες έγιναν κοινές μετά την ισλαμική κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής.
Ενώ η εισβολή είχε επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό με άλογα, οι νέες διασυνδέσεις με τη Μέση Ανατολή επέτρεψαν τη μαζική εισαγωγή καμηλών.
Αυτές οι καμήλες ήσαν καλά προσαρμοσμένες για μεγάλα ταξίδια στην έρημο, ενώ μπορούσαν να μεταφέρουν μεγάλα φορτία, επιτρέποντας σημαντικές συναλλαγές στη Σαχάρα, για πρώτη φορά.
Στη Λιβύη, που χρησιμοποιήθηκαν για μεταφορές στο εσωτερικό της χώρας, το γάλα και το κρέας τους αποτελούσε τη βασική τοπική διατροφή.
Όσο για το ταξίδι του Αλέξανδρου στην έρημο, ο Πλούταρχος γράφει:
«[27.1] Σε εκείνη λοιπόν την πορεία η βοήθεια που δόθηκε στον Αλέξανδρο από τον θεό προς αντιμετώπιση των δυσκολιών έγινε περισσότερο πιστευτή από τους επόμενους χρησμούς. Σε αυτούς κατά κάποιον τρόπο οφείλεται και η εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου στους χρησμούς.
»[27.2] Πρώτα πρώτα το πολύ νερό και οι συνεχείς βροχοπτώσεις έδιωξαν τον φόβο από τη δίψα και εξουδετερώνοντας την ξηρότητα της άμμου, η οποία υγράθηκε και κατακάθισε, έκαναν τον αέρα πιο εύκολο στην αναπνοή και πιο καθαρό.
»[27.3] Έπειτα, καθώς τα σημάδια που ήταν για τους οδηγούς είχαν μπερδευτεί και λόγω της άγνοιας περιπλανιόνταν και αποσπώνταν μεταξύ τους αυτοί που βάδιζαν, εμφανίστηκαν κοράκια που είχαν αναλάβει τον ρόλο του οδηγού της πορείας, αφού, όταν τα ακολουθούσαν, πετούσαν γρήγορα μπροστά τους, όταν όμως ο Αλέξανδρος και οι άνδρες του έμεναν πίσω και αργοπορούσαν, τους περίμεναν.
»[27.4] Και, όπως λέει ο Καλλισθένης, το εκπληκτικότερο ήταν πως με τα κρωξίματα ανακαλούσαν όσους τη νύχτα περιπλανιόνταν και κράζοντας τους έβαζαν πάλι στα αχνάρια της πορείας. [27.5]».
Ούτε καραβάνια με καμήλες, ούτε αμμοθύελλες λοιπόν…
Μία άλλη ιστορική ανακρίβεια αφορά τη «θεοποίησή» του. Γράφει ο Πλούταρχος:
«Ορισμένοι όμως υποστηρίζουν ότι, θέλοντας ο ιερέας [της Σίβα] να τον προσφωνήσει λόγω φιλοφροσύνης στα ελληνικά λέγοντας “Ω παιδίον”, έβαλε στην τελευταία συλλαβή από βαρβαρισμό σίγμα αντί για νι και είπε:
»”Ω παιδίος”, ικανοποιώντας τον Αλέξανδρο με το λάθος της προσφώνησης, και διαδόθηκε η φήμη ότι ο θεός τον προσφώνησε “Ω παι Διός”.
»[27.10] Λένε ακόμη ότι, όταν άκουσε στην Αίγυπτο τον φιλόσοφο Ψάμμωνα, δέχτηκε εντελώς όσα έλεγε, ότι όλοι οι άνθρωποι κυβερνιόνται από τον θεό· γιατί η ικανότητα να κυβερνά και να εξουσιάζει είναι στον καθένα θεϊκή.
»[27.11] Ακόμη περισσότερο σχετικά με αυτά, ο ίδιος και με φιλοσοφικότερη προσέγγιση έλεγε ότι ο θεός είναι κοινός πατέρας όλων των ανθρώπων, αλλά ξεχωρίζει και θεωρεί δικά του παιδιά τους αρίστους.
[…]
»[28.3] Αργότερα, πληγωμένος από βέλος και πονώντας είπε: “αγαπητοί μου, αυτό που τρέχει είναι αίμα και όχι ιχώρ, που ρέει στις φλέβες των μακάριων θεών”.
»[28.4] Όταν κάποτε ακούστηκε δυνατό μπουμπουνητό και όλοι τρομοκρατήθηκαν, ο Ανάξαρχος ο σοφιστής, που ήταν παρών, του είπε: “μήπως εσύ, γιε το Δία, κάνεις τέτοιο μπουμπουνητό;”.
»Ο Αλέξανδρος τότε γέλασε και είπε: “δεν θέλω να τρομοκρατώ τους φίλους μου, όπως με προτρέπεις εσύ που περιφρονείς το δείπνο μου, γιατί βλέπεις στα τραπέζια να σερβίρονται ψάρια και όχι τα κεφάλια των σατραπών”.
[…]
»[28.6] Από τα όσα ειπώθηκαν λοιπόν είναι φανερό ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε πάθει τίποτε ο ίδιος ούτε είχε τυφλωθεί, αλλά με το να δίνει την εντύπωση της θεϊκής καταγωγής του επηρέαζε τους άλλους».
Άρα, προφανώς δεν ανακηρύχτηκε η υποτιθέμενη «θεοποίησή» του, αλλά τη λεκτική παρεξήγηση που πρόκυψε οι λογικοί Έλληνες την εκμεταλλεύτηκαν, την εργαλειοποίησαν, προς όφελός τους για λόγους πολιτικής κυριαρχίας και προπαγάνδας επί των δεισιδαιμόνων βαρβάρων, συμπεραίνει ο φιλόσοφος και αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος.