Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλ
Αίθουσα Σύνταξης
Τμήμα ειδήσεων tribune.gr

11η Σεπτεμβρίου 1922: Το Κίνημα του Στρατού μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή

11η Σεπτεμβρίου 1922: Το Κίνημα του Στρατού μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Διαβάστε σχετικά για Γεώργιος Παπανδρέου, Γεώργιος Χατζανέστης, Δημήτριος Γούναρης, Ελευθέριος Βενιζέλος, Μικρασιατική Καταστροφή, Νικόλαος Πλαστήρας, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης,

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, ξέσπασε Κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού στη Χίο και τη Λέσβο και σχηματίστηκε Επαναστατική Επιτροπή από τους πρωτεργάτες της, τους Συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα, ως εκπρόσωπο του στρατού της Χίου, και Στυλιανού Γονατά, ως εκπρόσωπο του στρατού της Λέσβου, και τον Αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, ως εκπρόσωπο του Ναυτικού.

Η στρατιωτική ήττα και η καταστροφή του ελληνικού στοιχείου στην Μικρά Ασία, είχαν συγκλονίσει το πανελλήνιο και είχαν προκαλέσει τη γενική κατακραυγή εναντίον των υπευθύνων.

Η δεξιά κυβέρνηση Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε και στις 28 Αυγούστου τη διαδέχτηκε κυβέρνηση του Νικολάου Τριανταφυλλάκου.

Η μεταβολή δεν είχε πλέον κανένα νόημα.

Στα στρατιωτικά τμήματα που είχαν διασωθεί και είχαν περάσει στη Χίο και τη Λέσβο, καθώς και στις μονάδες του Ναυτικού της περιοχής, η αγανάκτηση είχε κορυφωθεί.

Στις 9 Σεπτεμβρίου γίνονται από ελληνικές και ξένες εφημερίδες οι πρώτες αναφορές για τον σχηματισμό δημοκρατικού στρατιωτικού κινήματος στα νησιά του Αιγαίου με σκοπό την καθαίρεση του φιλογερμανού βασιλιά Κωνσταντίνου και τη θέσπιση δημοκρατικού πολιτεύματος.

Στις 11 Σεπτεμβρίου οι Κινηματίες κήρυξαν Επανάσταση.

Την επόμενη μέρα, τα επαναστατημένα δημοκρατικά στρατεύματα της μικρασιατικής εκστρατείας επιβιβάστηκαν σε εμπορικά πλοία και με τη συνοδεία πολεμικών έπλευσαν στην Αθήνα.

Πριν ακόμη το αποβατικό σώμα φτάσει στην Αττική, στρατιωτικό αεροπλάνο έριξε στην πρωτεύουσα προκηρύξεις της Επαναστατικής Επιτροπής με τις οποίες οι Κινηματίες ζητούσαν την παραίτηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ υπέρ του Διαδόχου, τη διάλυση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, το σχηματισμό πολιτικά αχρωμάτιστης κυβέρνησης, που θα είχε την εμπιστοσύνη των συμμάχων της Αντάντ την άμεση ενίσχυση του Θρακικού Μετώπου και την τιμωρία των υπευθύνων της μικρασιατικής καταστροφής.

Στις 13 Σεπτεμβρίου τα πλοία με το στρατό έφτασαν στο Λαύριο και την επομένη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε και έφυγε για την Ιταλία.

Βασιλιάς ανακηρύχτηκε ο γιος του και Διάδοχος Γεώργιος Β΄.

Στις 14 Σεπτεμβρίου τα επαναστατικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα, όπου ματαίωσαν την προσπάθεια του αποστρατευμένου υποστράτηγου Θεόδωρου Πάγκαλου να επωφεληθεί από την επανάσταση και να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, και στις 16 Σεπτεμβρίου σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση με πρόεδρο το Σ. Κροκιδά.

Την εξουσία όμως είχε ουσιαστικά η Επαναστατική Επιτροπή (αρχηγός της ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας), που ανέθεσε τη διεθνή εκπροσώπηση της Χώρας στον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Η ηγεσία της επανάστασης: στρατηγοί Γονατάς (κέντρο), Πλαστήρας (δεξιά) και ο πολιτικός σύμβουλος της επανάστασης Γεώργιος Παπανδρέου ο πρεσβύτερος (αριστερά), κατά τη διάρκεια επίσκεψης στη γενέτειρα του Αθανασίου Διάκου, Μουσουνίτσα.

Η δίκη των Έξι

Η Ελλάδα από το 1919 διεξήγαγε πολεμικές επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία με σκοπό την εξάλειψη της ισχύος του άτακτου στρατού του Μουσταφά Κεμάλ.

Τον Νοέμβριο του 1920 μεσούσης της Μικρασιατικής εκστρατείας πραγματοποιήθηκαν εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν νικητή τη δεξιά παράταξη, υπό τον τίτλο Ηνωμένη Αντιπολίτευση, έναν συνασπισμό αντιβενιζελικών κομμάτων, και κατ’ επέκταση το Λαϊκό Κόμμα του Δημητρίου Γούναρη.

Τον Μάρτιο του 1921 ο Γούναρης σχημάτισε κυβέρνηση προκειμένου πια ο ίδιος ο Γούναρης να ελέγχει την όλη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.

Την κυβέρνηση Γούναρη ακολούθησαν αυτές των Στράτου και Πρωτοπαπαδάκη.

Η αλλαγή της στάσης όμως των συμμάχων, οι νίκες του τουρκικού στρατού, τα λάθη των Ελλήνων αξιωματικών και η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας είχαν ως αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 1922 η γραμμή άμυνας Αφιόν – Καραχισάρ να διασπαστεί από τον τουρκικό στρατό και να επακολουθήσει η μικρασιατική καταστροφή, η οποία επισφραγίστηκε με την Συνθήκη της Λωζάνης.

Με την υποχώρηση της αμυντικής γραμμής και έχοντας χάσει κάθε έλεγχο η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από αυτή του Τριανταφυλλάκου.

Ο ελληνικός στρατός υποχώρησε και κατευθύνθηκε προς τα νησιά του Αιγαίου.

Λίγες ημέρες μετά την καταστροφή της Σμύρνης, μπροστά στην ανικανότητα των κυβερνήσεων να διαχειριστούν την κρίση ξέσπασε το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 στην Χίο και τη Λέσβο υπό τον Στυλιανό Γονατά, τον Φωκά και τον Νικόλαο Πλαστήρα, οι οποίοι σχημάτισαν επαναστατική επιτροπή κηρύσσοντας επανάσταση.

Παράλληλα ο στρατιωτικός Θεόδωρος Πάγκαλος μαζί με μια ομάδα αξιωματικών, προσκείμενων προς το κόμμα των Φιλελευθέρων, συνέλαβε πλειάδα πολιτικών.

Στις 13 Σεπτεμβρίου ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στο Λαύριο και η επαναστατική επιτροπή ανέλαβε την διακυβέρνηση του κράτους.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε από το θρόνο αναχωρώντας για την Ιταλία και παραχωρώντας τον θρόνο στον γιο του Γεώργιο Β΄.

Επιπλέον παραιτήθηκε η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, η οποία και αντικαταστάθηκε από την βραχύβια, μόλις μίας ημέρας, κυβέρνηση Χαραλάμπη που με την σειρά της αντικαταστάθηκε από αυτή του Σωτήριου Κροκίδα.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε οριστεί εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό.

Το βράδυ της 14 Σεπτεμβρίου 1922 όταν η Επανάσταση επιβλήθηκε συνελήφθησαν επτά πολιτικοί της δεξιάς.

Αρχικά πρόθεση ήταν να οδηγηθούν την επομένη στο θωρηκτό Λήμνος, να δικασθούν με συνοπτικές διαδικασίες και να τουφεκισθούν πάνω στο κατάστρωμα.

Την πρόθεση αυτή η κυβέρνηση δεν την έκρυβε και τότε οι πρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας ζήτησαν να δικασθούν από νόμιμα δικαστήρια.

Αμέσως τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη και ο ίδιος ο Γούναρης συνελήφθησαν και συγκεντρώθηκαν στην αστυνομική διεύθυνση Αθηνών.

Η διαδικασία «απονομής δικαιοσύνης» δεν είχε καθοριστεί αφού υπήρχαν διαφορετικές απόψεις ως προς τις κινήσεις που έπρεπε να γίνουν.

Η μετριοπαθής μερίδα ζητούσε προσαγωγή σε δίκη των υπευθύνων ενώ η σκληροπυρηνική (Παπαναστασίου, Πάγκαλος, Οθωναίος) την άμεση εκτέλεσή τους.

Επιπλέον υπήρχε η πίεση των ξένων δυνάμεων που ζητούσαν δίκη χωρίς συνοπτικές διαδικασίες.

Στις 9 Οκτωβρίου ογκώδης διαδήλωση 100.000 πολιτών στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα απαίτησε την άμεση εκτέλεση των υπευθύνων.

Η λογική που είχε περάσει η επαναστατική επιτροπή στον λαό ήταν ότι η Ελλάδα δεν ηττήθηκε αλλά προδόθηκε.

Στις 13 Οκτωβρίου εκδόθηκε και το διάταγμα περὶ συστάσεως καὶ λειτουργίας ἐκτάκτου στρατοδικείου πρὸς ἐκδίκασιν τῶν κατὰ τῶν ὑπαιτίων τῆς ἐθνικῆς καταστροφῆς κατηγοριῶν.

Πρόεδροι της ανακριτικής επιτροπής και του έκτακτου στρατοδικείου ανέλαβαν οι υποστράτηγοι Θεόδωρος Πάγκαλος και Αλέξανδρος Οθωναίος αντίστοιχα αφού είχαν λάβει σαφείς διαβεβαιώσεις απ‘ τον Πλαστήρα ότι θα εκτελεστεί οιαδήποτε απόφαση του στρατοδικείου.

Βοηθοί του Πάγκαλου ορίστηκαν οι συνταγματάρχες Ι. Καλογεράς και Χ. Λούφας.

Για τους σκοπούς της ανακρίσεως οι κατηγορούμενοι μεταφέρθηκαν από την Αστυνομική διεύθυνση Αθηνών στις φυλακές Αβέρωφ.

Οι κατηγορούμενοι: από τα αριστερά, Μ. Γούδας, Γ. Μπαλτατζής, Ξ. Στρατηγός, Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Ν. θεοτόκης, Π. Πρωτοπαπαδάκης

Σύμφωνα με την έκθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, που υπεγράφη στις 24 Οκτωβρίου αλλά δημοσιεύθηκε στον τύπο στις 26 Οκτωβρίου, παραπέμπονταν σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οι:

Δημήτριος Γούναρης, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός την περίοδο 1921 – 1922

Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και πρωθυπουργός το 1922

Νικόλαος Στράτος, πρωθυπουργός το 1922 (για μερικές ημέρες μόνον) και υπουργός Εσωτερικών το 1922

Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργός εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη

Νικόλαος Θεοτόκης, υπουργός στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη

Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης

Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη

Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη

Το κατηγορητήριο, παρατηρεί ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς, είχε το χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου και πιθανότατα συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πολιτικό σύμβουλο της Επανάστασης.

Μέσα στο κατηγορητήριο υπήρχε ξεχωριστό κεφάλαιο που απέρριπτε την ένσταση των κατηγορουμένων για δίκη από το ειδικό δικαστήριο της Βουλής.

Επίσης μέσα στο κατηγορητήριο ιδιαίτερες κατηγορίες υπήρχαν για τους Στράτο, Στρατηγό και Θεοτόκη.

Η ευθύνη του Χατζηανέστη παρουσιάστηκε σε ειδικό κεφάλαιο, και χαρακτηριζόταν ως υπαίτιος της καταρρεύσεως του μετώπου.

Όταν ο Γούναρης άκουσε το κατηγορητήριο δήλωσε:

«Δὲν ἔχει τίποτε ποὺ νὰ στηρίζεται μέσα εἰς τὸ κατηγορητήριον καὶ αὐτό μὲ ἀνησυχεῖ. Ἔχουν ἐξασφαλίσει τὴν καταδίκην μας καὶ δὲν καταβάλλουν προσπάθειαν διὰ νὰ δημιουργήσουν λόγους φαινομενικῶς ἰσχυρούς».

Κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε απομόνωση, ενώ τους στερήθηκε και η πρόσβαση σε έγγραφα απαραίτητα για την υπεράσπισή τους.

Όλων η απολογία ήταν μικρή πλην του Γούναρη που παρέδωσε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων.

Η άποψη ότι ο Γούναρης παρέδωσε το υπόμνημα επειδή ήταν άρρωστος δεν ευσταθεί.

Ήταν πράγματι άρρωστος αλλά ο ίδιος, όπως είπε στον Βοζίκη, προτίμησε να απολογηθεί εγγράφως ώστε, εφόσον ήταν σίγουρος για τη θανατική του καταδίκη, να μείνει η δική του θεώρηση των γεγονότων για τις επόμενες γενεές. Αποτελεί όμως δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να απολογηθεί με υπόμνημα.

Το κατηγορητήριο είχε 15 βασικά σκέλη:

Ἐνηργήθη τὸ δημοψήφισμα καὶ ἐπανῆλθεν ὁ Βασιλεύς, ἐνῷ ἦτο τὸ τοιοῦτον πρᾶξις ἐχθρικὴ πρὸς τὰς Δυνάμεις τῆς Συνεννοήσεως.

Ἠμελήθη ἡ προσάρτησις τῆς Βορείου Ἠπείρου.

Παρεγνωρίσθη ἡ σχετικὴ διακοίνωσις τῶν Δυνάμεων καὶ ὑπέστη ἡ Ἑλλὰς τὸν οἰκονομικὸν αποκλεισμόν.

Ἐτοποθετήθησαν ἀπειροπόλεμοι ἀρχηγοὶ μονάδων.

Παρὰ τὰς δυσμενεῖς περὶ Βασιλέως Κωνσταντίνου δηλώσεις τῶν πρωθυπουργῶν Ἀγγλίας καὶ Γαλλίας, δὲν ὑπεδείχθη εἰς αὐτόν νὰ παραιτηθῇ.

Διετάχθη προώρως ἡ ἀτυχὴς ἐπιχείρησις τοῦ Μαρτίου 1921.

Διετάχθη ἡ ἀπὸ Ἐσκή Σεχὴρ πρὸς Ἄγκυραν ἐκστρατεία, παρὰ τὴν γνώμην τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Στρατιᾶς.

Ἀνετέθη ἡ ἀρχιστρατηγία εὶς τὸν “ἀνεύθυνον” Βασιλέα.

Ἐψηφίσθησαν ὑπό τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως νόμοι διασπαθίσεως τοῦ δημοσίου χρήματος, καῖτοι ὁ στρατὸς ὑφίστατο στερήσεις.

Δὲν ἐγένοντο δεκταὶ αἱ προτάσεις τοῦ Ἰουνίου 1921, δι’ ὡν ἐσώζετο ἡ (Ἀνατολικὴ) Θρᾴκη καὶ ἐπετυγχάνετο ἡ αὐτονόμησις τῆς Μικρασίας.

Διωρίσθη ἀρχιστράτηγος ὁ Χατζανέστης.

Ἀπεσπάσθησαν ἐκ Μικρασίας δυνάμεις χάριν τῆς ἐκφοβιστικῆς κινήσεως πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν.

Ὑπεγράφη σύμβασις παραιτήσεως ἀπὸ τῶν συμμαχικῶν πιστώσεων πρὸς τὴν Ἑλλάδα.

Ἐγένετο ἀνεκτὴ παρακυβέρνησις ὑπὸ τὸν Πρίγκιπα Νικόλαον καὶ τοὺς Στρέιτ, Δούσμανην, Κωνσταντινόπουλον.

Ἠμποδίσθησαν νὰ ἡγηθοῦν τῆς διπλωματικῆς ἀντιπροσωπείας οἱ Δ. Ράλλης καὶ Ἐλ. Βενιζέλος.

Η Μεγάλη Βρετανία καθώς και μερικοί μετριοπαθείς κύκλοι στρατιωτικών και πολιτικών πίεζαν προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν εκτελέσεις.

Διαμέσου του πρεσβευτή της Lindley, η Βρετανία ασκούσε πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση απειλώντας τους με κυρώσεις.

Εκείνη την εποχή πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν ο Άντριου Μπόναρ Λω, ο πρώτος ξάδερφος του οποίου, αντιβασιλέας των Ινδιών, είχε παντρευτεί την αδελφή του Γεώργιου Χατζανέστη.

Αντίθετα με όλους αυτούς ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ αδιαφόρησε για τους κατηγορουμένους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί χάσμα μεταξύ των βασιλικών.

Ο Ιωάννης Μεταξάς με γραπτή επιστολή του, και κατόπιν συγκατάθεσης του πρωθυπουργού Κροκιδά, ζητάει από το υπουργικό συμβούλιο να δοθεί το δικαίωμα της έφεσης στους κατηγορουμένους.

Η επαναστατική επιτροπή όμως την απέρριψε.

Ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης, λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης, στις 10 Νοεμβρίου παραιτείται κάτω από το βάρος των ασκούμενων πιέσεων.

Την παραίτησή του ακολουθεί ολόκληρη η κυβέρνηση Κροκιδά.

Τέσσερις μέρες αργότερα σχηματίζεται κυβέρνηση υπό τον Γονατά.

Στις 15 Νοεμβρίου, 7.15 π.μ., ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος διάβασε την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου:

«Ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Γεωργίου Β’ τὸ Ἔκτακτον Στρατοδικεῖον συσκεφθὲν κατὰ νόμον, κηρύσσει παμψηφεῖ τοὺς μὲν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζῆν καὶ Νικόλαον Θεοτόκην εἰς τὴν ποινὴν τοῦ Θανάτου. Τοὺς δὲ Μιχαὴλ Γούδαν καὶ Ξενοφῶντα Στρατηγὸν εἰς τὴν ποινὴν τῶν ἰσοβίων δεσμῶν. Διατάσσει τὴν στρατιωτικὴν καθαίρεσιν τῶν Γεωργίου Χατζανέστη, ἀρχιστρατήγου, Ξενοφῶντος Στρατηγοῦ, ὑποστρατήγου καὶ Μιχαὴλ Γούδα, ὑποναυάρχου καὶ ἐπιβάλλει αὐτοὺς τὰ ἔξοδα καὶ τέλη. Ἐπιδικάζει παμψηφεῖ χρηματικὴν ἀποζημίωσιν ὑπὲρ τοῦ Δημοσίου κατὰ τοῦ Δ. Γούναρη δραχμῶν 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμῶν 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζῆ καὶ Ν. Θεοτόκη δραχμῶν 1 ἐκατομμυρίου καὶ Μ. Γούδα δραχμῶν 200 χιλιάδων. Ἐγκρίθη, ἀπεφασίσθη καὶ ἐδημοσιεύθη ἐν Ἀθήναις τῇ 15η Νοεμβρίου 1922.»

ο Πρόεδρος – ο Γραμματέας
Α. Οθωναίος – Ιωάννης Πεπόνης

Τα ξημερώματα ο υπουργός στρατιωτικών Πάγκαλος επισκέφθηκε τον Πλαστήρα ζητώντας του την επίσπευση των εκτελέσεων.

Και αυτό γιατί ο πλοίαρχος Τάλμποτ με αντιτορπιλικό είχε αποπλεύσει από τη Γένοβα για τον Πειραιά με σκοπό την παράδοση βρετανικού τελεσίγραφου του υπουργού εξωτερικών με το οποίο ζητούσε από την ελληνική πλευρά την πλήρη συμμόρφωση στις υποδείξεις του ξεκαθαρίζοντας ότι σε περίπτωση εκτέλεσης των κατηγορουμένων η Βρετανία θα άφηνε ανυπεράσπιστη την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης και δεν θα τους παραχωρούσε δάνειο. Η άφιξη του αναμενόταν από ώρα σε ώρα.

Στις 9 π.μ. στις φυλακές Αβέρωφ ανακοινώθηκε από τον επαναστατικό επίτροπο Γρηγοριάδη η απόφαση του δικαστηρίου στους κατηγορουμένους.

Κανένας δεν αιφνιαδιάστηκε πλην του Χατζανέστη.

Στους μελλοθάνατους δόθηκε προθεσμία δύο ωρών προκειμένου να αποχαιρετίσουν συγγενείς και φίλους.

Στις 10.30 οδηγήθηκαν στο Γουδή για να εκτελεστούν.

Πριν την εκτέλεση προηγήθηκε η καθαίρεση του Χατζανέστη από κατώτερους αξιωματικούς.

Ο ίδιος τότε δήλωσε ότι η μόνη του ντροπή ήταν το ότι υπήρξε αρχιστράτηγος φυγάδων.

Φρούραρχος της εκτέλεσης ήταν ο μάρτυρας κατηγορίας, ταγματάρχης Σπαής.

Κανένας δεν θέλησε να του δέσουν τα μάτια.

Οι καταδικασθέντες σε θάνατο εκτελέσθηκαν στις 11:27΄.

Τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν υπο δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών για να ενταφιαστούν με συνοπτικές διαδικασίες.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια των γεγονότων βρισκόταν εκτός Ελλάδος.

Με το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 ορίστηκε ως διεθνής εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό αναλαμβάνοντας το βάρος όλων των διαπραγματεύσεων.

Η στάση του για το θέμα της δίκης των έξι θεωρείται από τους περισσότερους αμφιλεγόμενη.

Ο Βρετανός διπλωμάτης Χάρολντ Νίκολσον σημειώνει: Ο κ. Βενιζέλος είναι συνήθως εξαιρετικά ευθύς σε σχέση με τα εσωτερικά ζητήματα ακόμη και όταν αγνοεί πολλές λεπτομέρειές τους.

Τις τελευταίες ημέρες όμως λέει διαρκώς ότι δεν γνωρίζει, πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα και προσθέτει πως καλό θα ήταν να αποφύγουμε να δεσμευτούμε σε οτιδήποτε ενώ σε άλλα έγγραφα χαρακτηρίζεται ως ακατανόητη ιδίως εξ αιτίας της ακατανόητης επιφυλακτικότητας για το θέμα των εκτελέσεων.

Ο Βρετανός πρέσβης Λίντλει επισήμανε για το ίδιο θέμα ότι το γεγονός πως ο Βενιζέλος θα μπορούσε να αποτρέψει τις εκτελέσεις ανά πάσα στιγμή είναι αναμφίβολο.

Την 12η Νοεμβρίου ο Βενιζέλος στις επίμονες πιέσεις του Βρετανού πρέσβη δήλωσε ότι αἱ συστάσεις του ἀποτελοῦν παρέμβασιν εἰς τὰς ἐσωτερικὰς ὑποθέσεις τῆς Ἑλλάδος καὶ ὅτι ἡ παραδειγματικὴ τιμωρία τῶν κατηγορουμένων ἀποτελεῖ ρητὴν ἀπαίτησιν τῆς κοινῆς γνώμης.

Το εμπιστευτικό τηλεγράφημα του Βενιζέλου από το Παρίσι προς τον υπουργό εξωτερικών έχει αναφερθεί ότι έφτασε αργά.

Ακόμα όμως και έτσι δεν σήμαινε ότι θα αναβάλλονταν οι εκτελέσεις αφού μέσα ανέφερε ρητά: «εκτελέσεις περιορισθούν εν περιπτώσει καταδίκης εις μόνους διατελέσαντες πρωθυπουργούς και αρχηγόν στρατού».

Δηλαδή πρότεινε να εκτελεστούν οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος και ο αρχηγός του στρατού Γεώργιος Χατζανέστης.

Παρ’ όλα αυτά σε επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη το 1929 ο Βενιζέλος φρόντισε να γράψει για όλους τους εκτελεσθέντες:

«Δύναμαι νὰ βεβαιώσω ὑμᾶς κατὰ τὸν πλεόν κατηγορηματικὸν τρόπον ὅτι οὐδεὶς ἐκ τῶν πολιτικῶν ἀρχηγῶν τῆς Δημοκρατικῆς παρατάξεως θεωρεῖ ὅτι οἱ ἡγέται τῆς πολιτικῆς, ἥτις ἐφηρμόσθη μετὰ τὰ 1920, δύναται νὰ κατηγορηθοῦν διὰ πρᾶξιν προδοσίας τῆς Πατρίδος ἢ ὅτι ἐν γνώσει ὡδήγησαν τὸν τόπον εἰς τὴν Μικρασιατικὴν καταστροφήν».

Σχετικά άρθρα