Ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Aurelius Constantinus), Άγιος και Ισαπόστολος σύμφωνα με τους χριστιανούς, βασίλεψε ως απόλυτος κυρίαρχος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 324 έως το 337 μ.Χ.
Αρχικά δεν ήταν μονοκράτορας, εφόσον η αυτοκρατορία μετά τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού (286 και 291) είχε να προσφέρει τέσσερις θέσεις στους επίδοξους διεκδικητές του θρόνου: δύο Αυγούστων (αυτοκρατόρων), ένας για την Ανατολή και ένας για τη Δύση, και δύο Καισάρων ως αντιβασιλέων τους.
Η μοιρασιά της αυτοκρατορικής εξουσίας στα πρόσωπα που επέλεξε ο Διοκλητιανός έγινε ως εξής: Ο Διοκλητιανός (284-305) έκανε συνάρχοντά του το 286 τον Πανόνιο Μαξιμιανό, στον οποίο ανέθεσε την άμυνα του Ρήνου και αυτός ανέλαβε ιδίως την κυβέρνηση των ανατολικών χωρών.
Το 291 από κοινού με τον Μαξιμιανό χειροτόνησαν δύο καίσαρες ως υπαρχηγούς τους, τον Κωνστάντιο Χλωρό από τη Δαρδανία και τον Γαλέριο από τη Μοισία (Βουλγαρία).
Ο Γαλέριος ανέλαβε καθήκοντα καίσαρα υπό τον Διοκλητιανό ενώ ο Κωνστάντιος τέθηκε υπό τον Μαξιμιανό.
Το έτος 305 μ.Χ., ο Διοκλητιανός αποφάσισε να παραιτηθεί από τον θρόνο και στο ίδιο υποχρέωσε και τον Μαξιμιανό.
Έτσι, ο καίσαρ Κωνστάντιος ο Χλωρός ανακηρύχτηκε Αύγουστος στη Δύση και ο καίσαρ Γαλέριος Αύγουστος στην Ανατολή.
Ως καίσαρες στις κενές θέσεις τους επιλέχθηκαν από τον Γαλέριο, στη Δύση ο Φλάβιος Σεβήρος, και στην Ανατολή ο ανιψιός του Μαξιμίνος.
Ο θάνατός όμως του Χλωρού το επόμενο έτος στο σημερινό Γιορκ της Βρετανίας έφερε στο προσκήνιο τον γιο του Κωνσταντίνο, ο οποίος αρχικά αυτοανακηρύχθηκε Καίσαρ από τα στρατεύματα του πατέρα του (306) και ένα χρόνο μετά Αύγουστος (307).
Ο αυτοκράτωρ Γαλέριος δεν αναγνώρισε τους πραξικοπηματικά παρμένους τίτλους του Κωνσταντίνου, και αντί αυτού διόρισε ως Αύγουστο της Δύσης τον Σεβήρο και πρώτο καίσαρα υπό εκείνον τον Μαξιμίνο.
Το 306 όμως ο λαός της Ρώμης επαναστάτησε κατά του Σεβήρου και ανακήρυξε αυτοκράτορα της Δύσης τον Μαξέντιο, γιο του γέροντα πρώην αυτοκράτορα Μαξιμιανού.
Αμέσως ο Σεβήρος προσπάθησε να αποκαταστήσει την εξουσία του, όμως για κακή του τύχη οι λεγεωνάριοί του τον εγκατέλειψαν τασσόμενοι στο πλευρό του Μαξέντιου.
Ο ίδιος κυνηγημένος κατέφυγε στη Ραβέννα, όπου μετά από σύντομη πολιορκία παραδόθηκε και εκτελέστηκε.
Έτσι στη Δύση έμεινε ως Αύγουστος (δηλαδή αυτοκράτωρ) ο Μαξέντιος, ενώ ο Κωνσταντίνος που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε μείνει αμέτοχος σε αυτά τα γεγονότα μόλις αναγνωριζόταν ως καίσαρας.
Όμως οι τίτλοι του Κωνσταντίνου δεν είχαν κανένα πραγματικό αντίκρισμα όσο ζούσαν ο Μαξιμιανός και ο γιος του Μαξέντιος.
Ο Κωνσταντίνος που φιλοδοξούσε να ανακηρυχτεί μοναδικός αυτοκράτωρ της Ρώμης έπρεπε να δώσει την πρώτη του μάχη για την κυριαρχία της Δύσης.
Σε αυτό είχε προστάτες και συμπαραστάτες του τους θεούς και ιδιαίτερα τον Απόλλωνα, ο οποίος το 310 μ.Χ. σε ένα Ιερό του στη Γαλατία εμφανίστηκε σε όραμα στον επίδοξο μονοκράτορα:
«Ο θεός [Απόλλων] του παρουσιάστηκε συνοδευόμενος από τη Νίκη και προσφέροντάς του μαζί της δάφνινα στεφάνια, όπου ήταν χαραγμένο το σύμβολο του αριθμού τριάντα (τρία Χ), ένας οιωνός εξαιρετικά μακράς βασιλείας» (1).
Με τον Ήλιο Απόλλωνα να τον… προστατεύει, ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε τον πολεμικό αγώνα για την κατάκτηση του θρόνου της Δύσεως.
Τον Μάιο του 311 αιχμαλώτισε τον Μαξιμιανό στη Μασσαλία και τον υποχρέωσε να αυτοκτονήσει.
Την ίδια χρονιά πέθανε και ο Γαλέριος ο οποίος μοίρασε την επικράτειά του στον ανιψιό του Μαξιμίνο και στον ιλλυρικής καταγωγής Φλάβιο Λικίνιο.
Οι αλλαγές αυτές στις ανατολικές επαρχίες δεν αφορούσαν ακόμα άμεσα τον φιλόδοξο καίσαρα. Έπρεπε να στεριώσει την εξουσία του καλά πρώτα στη Δύση.
Έτσι, στράφηκε κατά του γιου του Μαξιμιανού, Μαξέντιου, τον οποίο νίκησε κατά κράτος στη μάχη της Μουλβίας γέφυρας, κοντά στη Ρώμη, στις 28 Οκτωβρίου του 312 μ.Χ.
Πλέον ήταν ο μόνος και αδιαμφισβήτητος κύριος των δυτικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Σε αυτή τη δεύτερη αποφασιστική μάχη ήταν και που φάνηκε να προσεταιρίζεται τους χριστιανούς.
Οι χριστιανικοί μύθοι λένε πως αιτία της ευνοϊκής μεταστροφής του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό υπήρξε ένα όραμα που είδε ακριβώς τη νύχτα πριν από τη μάχη στη Μουλβία γέφυρα.
Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Κωνσταντίνος παρακινήθηκε να σχεδιάσει στις ασπίδες των λεγεωνάριών του το μονόγραμμα του Χριστού.
Ωστόσο, ο ιστορικός της Εκκλησίας Ευσέβιος, διηγείται μία άλλη εκδοχή, την πιο γνωστή, σύμφωνα με την οποία, «ο αυτοκράτορας, βαδίζοντας εναντίον του Μαξέντιου και πιθανόν ενώ βρισκόταν ακόμα στη Γαλατία, είδε στο κέντρο του ουρανού, ακριβώς μετά την ώρα του μεσημεριού, το φωτεινό σημείο του σταυρού με την επιγραφή “εν τούτω νίκα” (σύμφωνα με το ελληνικό κείμενο του Ευσεβίου). Το επόμενο βράδυ, ένα όνειρο τον προέτρεψε να χρησιμοποιήσει αυτό το σύμβολο για προστασία. Αυτή η θεοσημία περιέχει τα ίδια στοιχεία με το απολλώνιο όραμα –τον ήλιο, το σύμβολο Χ ή ένα σταυρό, τη νίκη» (2).
Απόλλων ή Χριστός, ένα όραμα που άλλαξε αποστολέα ή δύο διαφορετικά οράματα με το ίδιο περιεχόμενο «σταλμένα» από δύο εκ διαμέτρου διαφορετικούς θεούς;
Κατά τη γνώμη μας δεν υπήρξε κανένα θεόσταλτο όραμα σε καμία περίπτωση.
Απλά ο Κωνσταντίνος, ως ικανότατος και φιλόδοξος πολιτικός που επιθυμούσε να στεφθεί ελέω θεού μονοκράτορας, για να μπορέσει να εξασφαλίσει την πίστη των λεγεώνων στο πρόσωπό του, οι οποίες λάτρευαν τον Ήλιο Μίθρα, σκαρφίστηκε τη φήμη ότι ο Ήλιος Απόλλων τον είχε θέσει υπό την αιγίδα του.
Ως εκλεκτός του πολεμικού θεού Ήλιου, δηλαδή εκλεκτός του θεού προστάτη των λεγεωνάριων, ήταν και ο μόνος εκλεκτός για να γίνει αυτοκράτωρ.
Όταν αργότερα ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να υποστηρίξει πολιτικά τον Χριστιανισμό, οι χρονικογράφοι διασκεύασαν το όραμα στις νέες θρησκευτικές επιλογές χωρίς να του αλλάξουν καθόλου το περιεχόμενο.
Έτσι ισχυρίστηκαν ότι οι δήθεν πολυπληθείς χριστιανοί λεγεωνάριοι πολέμησαν με ενθουσιασμό και έδωσαν τη νίκη στην πλευρά του Κωνσταντίνου.
Αστείοι ισχυρισμοί αν αναλογιστεί κανείς ότι οι λεγεωνάριοι δεν ήταν ούτε κατά διάνοια χριστιανοί αλλά οπαδοί του Μίθρα, οι χριστιανοί ακόμα εκείνη την εποχή ήταν μία μικρή μειονότητα και επίσης –το σημαντικότερο- ακόμα τότε οι χριστιανοί δεν πολεμούσαν, αρνούνταν τη στράτευση!
Η αλήθεια είναι μάλλον η εξής: Ο Κωνσταντίνος, που ετοιμαζόταν να απλώσει την κυριαρχία του σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια, όπως και οι προκάτοχοί του αναζητούσε και μία θρησκεία να τους ενώσει όλους υπό το σκήπτρο του.
Εξάλλου ο ίδιος είχε ανδρωθεί σε μία εποχή βαθιάς διάσπασης της ρωμαϊκής εξουσίας και αλλεπάλληλων εμφυλίων πολέμων.
Δεν υπήρξε ποτέ προηγουμένως Ρωμαίος Αυτοκράτωρ που να έχει συνειδητοποιήσει σε τόσο μεγάλο βαθμό την ανάγκη για μια μοναδική κρατική θρησκεία που θα γινόταν ο συνεκτικός ιστός για την ένωση του αχανούς ρωμαϊκού κράτους και του πλήθους των εθνών που κατοικούσαν εντός των συνόρων του.
Οι χριστιανοί επίσκοποι, που είχαν αντιληφθεί την επιθυμία του Ρωμαίου Βασιλέα, είχαν από νωρίς πλευρίσει τον ηλιολάτρη – μιθραϊστή Κωνσταντίνο ώστε να τον πείσουν να υποστηρίξει το θεοκρατικό δόγμα τους ως το καταλληλότερο να καθιερωθεί ως επίσημη αυτοκρατορική θρησκεία.
Ο καθηγητής ιστορίας του πανεπιστημίου Princeton των Η.Π.Α., Peter Brown, αναφέρει:
«Αν ο Θεός βοηθάει αυτούς που βοηθούν τον εαυτό τους, τότε καμιά άλλη ομάδα δεν άξιζε το θαύμα της “μεταστροφής” του Κωνσταντίνου όσο οι χριστιανοί.
»Γιατί οι χριστιανοί ηγέτες άδραξαν την ευκαιρία με εντυπωσιακή επιμονή και οξύνοια.
»Πολιόρκησαν τον Κωνσταντίνο με τη νέα του διάθεση: επαρχιακοί επίσκοποι, ιδιαιτέρως ο Όσιος Κορδούης [Cordova] (περ. 257-357), προσκολλήθηκαν στην αυλή του άλλοι επίσκοποι, από την Αφρική, τον εισήγαγαν στις τοπικές διαμάχες τους ως δικαστή. ο Λακτάντιος έγινε δάσκαλος του γιου του και, όταν τελικά ο Κωνσταντίνος κατέκτησε τις ανατολικές επαρχίες το 324, τον υποδέχτηκε ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο οποίος έθεσε την πένα του στην υπηρεσία του αυτοκράτορα με μια τέχνη κι έναν ενθουσιασμό που κανένας παραδοσιακός Έλληνας ρήτορας δεν είχε καταφέρει να επιδείξει για τους βλοσυρούς και παλαιομοδίτες προκατόχους του – τον Διοκλητιανό και τον Γαλέριο.
»Αυτή η αδιάκοπη έκθεση στη χριστιανική προπαγάνδα ήταν η αληθινή “μεταστροφή” του Κωνσταντίνου» (3).
Σημειώσεις – Βιβλιογραφία:
1. Pierre Chuvin, «Οι Τελευταίοι Εθνικοί – Ένα χρονικό της ήττας του παγανισμού», σελίδα 38, εκδόσεις «Θύραθεν» – «Harvard University Press», Θεσσαλονίκη 2004.
2. Pierre Chuvin, «Οι Τελευταίοι Εθνικοί – Ένα χρονικό της ήττας του παγανισμού», σελίδα 39, εκδόσεις «Θύραθεν» – «Harvard University Press», Θεσσαλονίκη 2004.
3. Peter Brown, «Ο Κόσμος της ύστερης αρχαιότητας 150-750 μ.Χ.», σελίδες 92-93, εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 1998
Ο χριστιανισμός ως συνεκτικός ιστός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – Τι λένε οι ιστορικοί
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: «…και πρόθυμα ομολογούμε ότι στο θρίαμβο του χριστιανισμού συντέλεσε επίσης η ρωμαϊκή κυριαρχία. Είπαμε ήδη ότι η ενανθρώπιση του Σωτήρα έγινε συγχρόνως με την ίδρυση της παγκόσμιας μοναρχίας στη Ρώμη. και αυτή η σύμπτωση θα ήταν και μόνη αρκετή για να αποδείξει ότι αυτά τα δύο γεγονότα δεν ήταν άσχετα μεταξύ τους. Ο κόσμος χρειαζόταν διανοητική και ηθική και κοινωνική αναμόρφωση και τις αρχές αυτής της αναμόρφωσης ανέλαβε να κηρύξει η θεία Πρόνοια. Αλλά για να διευκολυνθεί απ’ αυτές τις αρχές η διάδοση χρειαζόταν ακόμη να πέσουν οι πολιτικοί φραγμοί που διαιρούσαν τα έθνη στα οποία επρόκειτο να κηρυχτεί το νέο δόγμα. και το έργο αυτό ανατέθηκε στη Ρώμη, την τότε πρωτεύουσα όλης της οικουμένης. Ώστε η Ρώμη με την πολιτική ενότητα στην οποία υπέταξε εκείνο τον καιρό αυτές τις χώρες, βοήθησε στην πρόοδο του χριστιανισμού». (Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος 4, σελίδες 165-166, εκδόσεις «Φάρος», Αθήνα 1983).
Κωνσταντίνος Σάθας: «(το κράτος) εξ ανάγκης ρωμαΐζον υπεστήριξε την χριστιανικήν θρησκείαν ουχί εξ απλού φανατισμού, αλλ’ ως κυριώτατον δεσμόν των υπό το σκήπτρον αυτού υποκειμένων τοσούτων αλλογλώσσων εθνικοτήτων». (Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , εισαγωγή, σελίδα μ, Βενετία 1894).
Γιάννης Κορδάτος: «Ο εθνισμός διασπούσε την ενότητα της Αυτοκρατορίας. Ο χριστιανισμός, αντίθετα, ήταν στα χρόνια εκείνα η μόνη ιδεολογία που χρησίμευε ως συνεκτικός δεσμός του Κράτους, που, όπως ξέρουμε δεν το αποτελούσε ένας λαός, αλλά πολλοί, που μιλούσαν τις εθνικές τους γλώσσες και είχαν διαφορετικές παραδόσεις. Από αυτή την αιτία η χριστιανική συνείδηση αντικατέστησε τον εθνισμό. Απέναντι των αλλοθρήσκων οι βυζαντινοί ήταν, όπως είπαμε, ενωμένοι έστω και αν δεν ήταν από την ίδια φυλή». (Γιάννης Κορδάτος, «Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου», σελίδα 77, εκδόσεις «Μπουκουμάνη», 4η έκδοση, Αθήνα 1974).
Νίκος Βεργίδης: «Στη Ρώμη, η αναγκαιότητα εξεύρεσης μιας δυναμικής ενιαίας θρησκείας, που θα αποτελέσει το συνδετικό κρίκο, ανάμεσα σ’ αυτήν και τις καταχτημένες περιοχές, έχει απασχολήσει έντονα τις κυρίαρχες τάξεις της. Η ύπαρξη των αμέτρητων τοπικών θεοτήτων, επιτείνει την αναγκαστικά υπάρχουσα χαλάρωση της κεντρικής διοίκησης, ενισχύοντας παράλληλα τις σχισματικές τάσεις. (…) Αλλά το σχήμα που ανταποκρίνεται τέλεια στις παραπάνω αναζητήσεις – επιδιώξεις είναι το Γιαχβικό. Η περίπτωσή του συζητιέται όλο και πιο πλατιά. Είναι ο πιο συγκεντρωτικός, ο πιο απαιτητικός, και συνάμα ο πιο αντιδραστικός θεός της αυτοκρατορίας». (Νίκος Βεργίδης, «Νέρων και Χριστός» σελίδα 132, εκδόσεις «Arcadia»).
Κυριάκος Σιμόπουλος: «Δεν νίκησε την παλαιά θρησκεία ο χριστιανισμός, δεν ανέτρεψε τη ρωμαϊκή ιδεολογική τάξη. Χρησιμοποιήθηκε από τη ρωμαϊκή εξουσία ως κρατική ιδεολογία για να στηρίξει την αυτοκρατορία που συνταρασσόταν από βαθιά κρίση». (Κυριάκος Σιμόπουλος, «Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια», σελίδες 210-211, εκδόσεις «Στάχυ», 9η έκδοση, Αθήνα 1999).
Karlheinz Deschner: «Ο μονάρχης, που είπε κάποτε πως “ως άνθρωπος του Θεού έχω βαθιά γνώση των πραγμάτων”, μία ύβρη, που δεν θα αποτολμούσε κανένας ειδωλολάτρης ηγεμόνας, γνώριζε φυσικά τι ήθελε: Εδραίωση της αυτοκρατορικής εξουσίας μέσω της θρησκευτικής ενότητας. Το ίδιο είχε επιδιώξει βέβαια και ο προκάτοχός του Διοκλητιανός, αναζητώντας όμως στήριγμα στην ειδωλολατρία. Ο Κωνσταντίνος το επιδίωκε με τη βοήθεια των χριστιανών. Από τη μια φρόντιζε ακούραστα μέσα από τις επιστολές στις Συνόδους και τις χριστιανικές κοινότητες για την ενότητα, την “ειρήνη και την ομόνοια”, “την ομοφωνία και την ένωση”. Αξιώνει επανειλημμένα “ενιαία τάξη”, διακηρύσσει ως κύριο σκοπό του τη διασφάλιση της ευημερίας των λαών της Καθολικής Εκκλησίας και τη θεμελίωση μιας μοναδικής πίστης, αγάπης και ευλάβειας: “η Εκκλησία είναι μία και μοναδική” (…) Δεν τον ενδιέφερε τόσο η θρησκεία αλλά η ενότητα της αυτοκρατορίας. Η θρησκεία ταυτιζόταν γι’ αυτόν με την πολιτική. Τα θρησκευτικά προβλήματα συνδέονταν πάντα με πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα, και ο ηγεμόνας, προκειμένου να ισχυροποιήσει το κράτος, επιδίωκε την ομόνοια της Εκκλησίας και καταπολεμούσε “τη διχόνοια”. “Γνώριζα ότι, αν μπορούσα να φέρω την ομόνοια μεταξύ των δούλων του Θεού, θα μπορούσε και το κράτος να απολαύσει τους καρπούς της”, γράφει ο αυτοκράτορας στον Άρειο και τον επίσκοπο Αλεξανδρείας». (Karlheinz Deschner, «Η εγκληματική ιστορία του Χριστιανισμού», τόμος πρώτος, σελίδα 334 και 360, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 2004).
Ιωάννης Πλεξίδας: «Η νέα θρησκεία, η οποία συνεχώς κέρδιζε οπαδούς και οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν γι’ αυτή, μπορούσε να παίξει το ρόλο εκείνου του συνεκτικού ιστού που χρειαζόταν η αυτοκρατορία». (Ιωάννης Πλεξίδας, Εισαγωγή στο βιβλίο «Λόγοι χριστιανών κατά εθνικών», σελίδα 29, εκδόσεις «Ζήτρος», Θεσσαλονίκη 2004).