Την ανάγκη να σχολιάσουν την είδηση για τη γνησιότητα του παπύρου, που αναφέρει ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν παντρεμένος, ένιωσαν οι Έλληνες Μυθικιστές, οι οποίοι σε ανάρτησή τους στο mythikismos.gr και την οποία μας κοινοποίησαν, γράφουν χαρακτηριστικά:
“Τις τελευταίες ημέρες διακινείται έντονα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μία είδηση που αφορά το επιστημονικό πόρισμα του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ αναφορικά με την αυθεντικότητα ενός παπύρου που αναφέρεται στη γυναίκα του Ιησού. Η είδηση εδώ: «Αληθινός ο πάπυρος που λέει ότι ο Χριστός είχε παντρευτεί».
Η ανακάλυψη τέτοιου είδους κειμένων από τους πρωτοχριστιανικούς ακόμα αιώνες (ο συγκεκριμένος πάπυρος χρονολογείται μεταξύ του 6ου και του 9ου μ.α.χ.χ αιώνα) δεν θα πρεπε να προξενεί σε κανέναν έκπληξη.
Είναι γνωστό ότι οι εκδοχές των μη “κανονικών” ευαγγελίων, που με την οργάνωση της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας ονομάστηκαν απόκρυφα και κυνηγήθηκαν, είναι αναρίθμητες και περιλαμβάνουν μια μεγάλη γκάμα «εναλλακτικών» ιστοριών για το πρόσωπο του Ιησού.
Παρ’ όλα αυτά η ιστορικότητα όλων αυτών των κειμένων (κανονικών και απόκρυφων), καθώς επίσης και των πρωταγωνιστών τους, τίθεται, όπως είναι γνωστό, υπό ισχυρή αμφισβήτηση. Μιλώντας πάντα από την ιστορική σκοπιά, το εάν ο Ιησούς εμφανίζεται να έχει γυναίκα σε ένα Κοπτικό ευαγγέλιο του 6ου μεταχριστιανικού αιώνα, έχει ίση ακριβώς “ιστορική βαρύτητα” με ένα ευαγγέλιο του Λουκά από τον 4ο αιώνα που περιγράφει τη γνωστή ιστορία του Ιησού, όπως τη διδάσκονται τα ελληνόπουλα στα σχολεία της χώρας μας από την παιδική τους ηλικία.
Η ύπαρξη και διακίνηση αυτών των κειμένων κατά τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες, καταδεικνύει πολύ απλά ότι σε ορισμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, υπήρξαν πληθυσμοί που δεν αποκόπηκαν τόσο εύκολα από την προγενέστερη λατρεία του θηλυκού στοιχείου, που στο μεταξύ είχε απαγορευτεί με βάναυσο τρόπο μέσω των διαταγμάτων αυτοκρατόρων όπως ο Θεοδόσιος και ο Ιουστινιανός (για περισσότερα βλ. «Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέσα από τους Κώδικες», Κατάρτι, 2000).
Με λίγα λόγια, για τους Έλληνες Μυθικιστές, τέτοιου είδους κείμενα δεν αποτελούν παρά εναλλακτικές εκδοχές μιας έτσι κι αλλιώς μυθικής αφήγησης”.