Νέα διεθνής επιστημονική έρευνα προσδιορίζει με αρκετή ακρίβεια το πότε εξερράγη το ηφαίστειο της Σαντορίνης, του οποίου η τρομακτική έκρηξη είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση της μισής περίπου Θήρας (Σαντορίνης), την παρακμή της κρητικής ηγεμονίας στην Ελλάδα και την ανάδειξη των Μυκηνών ως ηγέτιδας πόλης, αλλά και που επηρέασε κλιματικά ολόκληρο τον πλανήτη.
Σύμφωνα με τα νέα πορίσματα λοιπόν, το ηφαίστειο της Σαντορίνης εξερράγη τον 16ο αιώνα π.Χ. και όχι νωρίτερα, δηλαδή συνέβη πριν από 3.500 έως 3.600 χρόνια.
Η παραδοσιακή άποψη -που επιβεβαιώνεται και από τη νέα μελέτη- είναι ότι το ηφαίστειο εξερράγη κάποια στιγμή στη διάρκεια του 16ου αιώνα π.χ. Νεότερες εκτιμήσεις μετά τη δεκαετία του 1980 πρότειναν ότι η έκρηξη έλαβε χώρα σχεδόν ένα αιώνα νωρίτερα. Τα τελευταία στοιχεία για αυτή την άποψη προσκόμισε μια δανική μελέτη, που χρησιμοποίησε την μέθοδο της χρονολόγησης με τον ραδιενεεργό άνθρακα-14 σε ξύλα από ελιές, που προέρχονται από την εποχή της έκρηξης.
Όμως νέα μελέτη αντιτείνει ότι η ραδιοχρονολόγηση με άνθρακα-14 μεμονωμένων κομματιών ελιάς, σκεπασμένων από ηφαιστειακές στάχτες, είναι πολύ αναξιόπιστη μέθοδος. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Πάολο Κερουμπίνι του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Ερευνών Δασών και Χιονιού, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αρχαιολογικό περιοδικό “Antiquity”, μελέτησαν πολλούς γέρικους κορμούς ελαιόδενδρων από την Ελλάδα και τη λοιπή νότια Ευρώπη.
«Η ανάλυση δειγμάτων ξύλου έχει νόημα μόνο αν μπορεί να αποδειχτεί ότι τα εν λόγω δέντρα ήσαν ακόμα ζωντανά τη στιγμή της έκρηξης. Όμως στην περίπτωση των γέρικων ελαιόδενδρων στην περιοχή της Μεσογείου, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο νεκρά κλαδιά να μένουν πεσμένα για αρκετές δεκαετίες», δήλωσε ο Κερουμπίνι. Όπως είπε, για μια πραγματικά σωστή χρονολόγηση με άνθρακα-14, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μια διεθνής καμπύλη αναφοράς, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση της Σαντορίνης, πρέπει να βασίζεται σε μετρήσεις δενδροχρονολόγησης (δακτυλίων στο εσωτερικό των κορμών) από δένδρα ηλικίας μεγαλύτερης των 4.000 ετών.
Ο Κερουμπίνι ανέλυσε δείγματα ξύλου από πολλές ελιές της νοτίου Ευρώπης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ελαιόδενδρα συχνά παράγουν πολλούς ψευδο-δακτύλιους στο εσωτερικό τους, πράγμα που μπερδεύει την πραγματική ηλικία τους, γεγονός που δείχνει τα περιορισμένα όρια της δενδροχρονολόγησης. Αυτό, όπως είπε, συμβαίνει ιδιαίτερα σε θερμά μέρη όπως η Σαντορίνη με τις συχνές ξηρές περιόδους τα καλοκαίρια και τους χειμώνες σαν άνοιξη, που έχουν ως αποτέλεσμα να παράγουν μπερδεμένους δακτύλιους μέσα στους κορμούς και έτσι να προκαλούν σύγχυση ακόμα και στους ειδικούς. Ενδεικτικά, ανέφερε, ότι ένα κομμάτι ξύλου ελιάς που χρονολογείται πως έχει ηλικία 72 ετών, στην πραγματικότητα μπορεί να είναι μόνο 30.
Ο Κερουμπίνι πήρε δείγματα από ελαιόδενδρα που βρίσκονται σήμερα στη Σαντορίνη και έκανε ένα «τυφλό τεστ», δίνοντάς τα ίδια ακριβώς σε δέκα ειδικούς σε πέντα εργαστήρια δενδροχρονολόγησης σε διάφορες χώρες. Η συγκριτική ανάλυση ανέδειξε το πρόβλημα: οι μετρήσεις των δακτυλίων (και άρα της εκτιμώμενης ηλικίας του κάθε δένδρου) διέφεραν πάνω από 44% μεταξύ των εργαστηρίων.
Με αυτό το δεδομένο της αναξιοπιστίας, η νέα μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είναι ρεαλιστικό να θεωρείται ακριβής μια χρονολόγηση της έκρηξης του ηφαιστείου της Σαντορίνης, η οποία βασίζεται μόνο σε ένα κομμάτι ελιάς από την εποχή εκείνη. Με άλλα λόγια, οι νεότερες εκτιμήσεις ότι η έκρηξη έγινε περίπου έναν αιώνα νωρίτερα, δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστες με βάση τη δενδροχρονολόγηση και, συνεπώς, προς το παρόν τουλάχιστον, ισχύει η εκτίμηση ότι η εντυπωσιακή καλδέρα του νησιού δημιουργήθηκε από την έκρηξη τον 16ο αιώνα π.Χ.