Στην πίεση που δέχονται τα νοσοκομεία σε όλη την Ελλάδα, ιδιαίτερα όμως στην Αττική, αλλά και στην εξέλιξη του προγράμματος εμβολιασμού αναφέρθηκαν στις δηλώσεις τους ο γενικός γραμματέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους, και η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου.
Η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου αναφέρθηκε στις περιπτώσεις ενδονοσοκομειακής διασποράς και ειδικά στους υγειονομικούς.
Όπως τόνισε, τα ποσοστά εμβολιασμού μεταξύ του υγειονομικού προσωπικού θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα «και ελπίζουμε ότι αυτό βήμα-βήμα θα βελτιώνεται».
Η κυρία Θεοδωρίδου τόνισε ότι ο εμβολιασμός προφυλάσσει από τη νόσο αλλά πρέπει να είναι πλήρης, και με τις δύο δόσεις, και να έχουν περάσει 7 ημέρες μετά τη δεύτερη δόση.
Μιλάμε, επομένως, για αποτυχία εμβολιασμού αν συντρέχουν και δύο παραπάνω προϋποθέσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, από το σύνολο των πλήρως εμβολιασθέντων, μόνο το 0,2% έχει νοσήσει, ποσοστό χαμηλό που «δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία» για το μη εμβολιασμό.
Επιπλέον, όσοι έχουν εμβολιαστεί και νοσήσουν είναι ασυμπτωματικοί ή νοσούν ελαφρά.
Σε ό,τι αφορά στο εμβόλιο της AstraZeneca, η κυρία Θεοδωρίδου επανέλαβε ότι η χώρα μας συντάχθηκε με την απόφαση του ΕΜΑ και συνεχίζει τους εμβολιασμούς.
Έκανε δε ιδιαίτερη μνεία στους πολίτες «οι οποίοι επέδειξαν ωριμότητα και εμπιστοσύνη» και προσήλθαν στα εμβολιαστικά κέντρα.
Η ίδια τόνισε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις αυξημένου κινδύνου θρομβοεμβολής.
Παρόλα αυτά ο έλεγχος συνεχίζεται και δίνονται οδηγίες για συνεχή ροή ενημέρωσης και οδηγίες προς τους εμβολιαζόμενους.
Η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα του εμβολίου υπερτερεί έναντι της εξαιρετικά μικρής πιθανότητα θρόμβωσης, υπογράμμισε.