Μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν για το “μαχαίρι” στις διαγνωστικές εξετάσεις, ο ΕΟΠΥΥ ανακοίνωσε ότι είναι ανοιχτός στον διάλογο και σε προτάσεις επιστημονικά τεκμηριωμένες προκειμένου να βελτιωθεί το πλαίσιο των κατευθυντήριων οδηγιών.
Ειδικά για το «τεστ Παπ» ο οργανισμός «σεβόμενος τις απόψεις των Ελλήνων γιατρών» σημείωσε ότι τελικά θα αποζημιώνει τα τεστ για όλες τις γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας, μια φορά τον χρόνο.
Αναλυτικά, στην ανακοίνωση του ΕΟΠΥΥ επισημαίνεται ότι καμία από τις προληπτικές διαγνωστικές εξετάσεις δεν περικόπτεται, αλλά ότι αντίθετα θα είναι διαθέσιμες και θα αποζημιώνονται για τους ασφαλισμένους.
Ο ΕΟΠΥΥ σημειώνει ότι η ελληνική επιστημονική κοινότητα δικαίωσε το περιεχόμενο της Υπουργικής Απόφασης για τις Κατευθυντήριες Οδηγίες, καθώς και ότι ο καθηγητής Κυτταρολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πέτρος Καρακίτσος, επιβεβαίωσε ότι οι Οδηγίες τεκμηριώνονται επιστημονικά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σύμφωνα με τον ΕΟΠΥΥ σε δηλώσεις του σημείωσε ότι «η χώρα μας είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που ορίζει ως έναρξη το 21ο έτος ηλικίας για το “τεστ Παπ” όταν οι ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες ορίζουν το 25ο έτος».
Παράλληλα τόνισε ότι «αν μιλάμε για πρόληψη χωρίς συμπτωματολογία η επανάληψη ανά τρία χρόνια τεκμηριώνεται πλήρως επιστημονικά σε παγκόσμιο επίπεδο, με την προϋπόθεση ότι εκτελείται ανά τρία χρόνια». Παράλληλα υπογράμμισε ότι «στην Ελλάδα η μικρότερη ηλικία εμφάνισης καρκίνου της μήτρας είναι το 29ο έτος».
Ο ΕΟΠΥΥ, όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή του, υπερβαίνει τις Κατευθυντήριες Οδηγίες και αποζημιώνει τα «τεστ Παπ» για όλες τις γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας μία φορά το χρόνο. Κι αυτό γιατί σέβεται τις απόψεις αρκετών ιατρών στην Ελλάδα που προτείνουν τη συγκεκριμένη διαγνωστική εξέταση κάθε χρόνο.
Σε κάθε περίπτωση, όπως δηλώθηκε και στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, ο ΕΟΠΥΥ είναι ανοιχτός στο διάλογο και σε προτάσεις επιστημονικά τεκμηριωμένες για τη βελτίωση του πλαισίου των κατευθυντήριων οδηγιών.
Το υπουργείο Υγείας και ο ΕΟΠΥΥ έχουν θέσει σε υψηλή προτεραιότητα την πρόληψη και ενθαρρύνουν την επέκτασή τους σε μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Κι αυτό γιατί τα στοιχεία που παραθέτει δείχνουν ότι είναι μικρός ακόμη ο αριθμός των γυναικών που κάνει «τεστ ΠΑΠ» και μαστογραφία, όπως και οι άνδρες που κάνουν PSA για την πρόληψη του καρκίνου του προστάτη.
«Πρέπει να τονίσουμε ότι στόχος μας δεν είναι να μειώσουμε και να περικόψουμε εξετάσεις που δεν έχουν άλλωστε και μεγάλο κόστος, όπως ψευδώς μας καταγγέλλουν κάποιοι, αλλά αντίθετα να ενισχύσουμε και να προσφέρουμε ακόμη περισσότερα στον τομέα της πρόληψης», τονίζεται στην ανακοίνωση του ΕΟΠΥΥ.
Αναφερόμενος στους κανόνες και τα όρια συνταγογράφησης διαγνωστικών εξετάσεων η ανακοίνωση του οργανισμού τονίζει ότι για πρώτη φορά στη χώρα μας «εισάγουμε κανόνες και ρυθμίσεις για τον εξορθολογισμό της μεγάλης σπατάλης στις διαγνωστικές εξετάσεις».
Είναι γνωστό ότι εισάγεται αριθμητικό όριο συνταγογράφησης ανά κατηγορία ιατρικής πράξης από κάθε ιατρική ειδικότητα. Τίθενται περιορισμοί στη δυνατότητα έκδοσης παραπεμπτικών, έτσι ώστε οι εξετάσεις να συνταγογραφούνται από ιατρούς συναφών ειδικοτήτων. Για πρώτη φορά, εκτιμά ο οργανισμός, εισάγονται κανόνες για το πότε, από ποιους και σε ποιες περιπτώσεις θα γίνονται οι ακριβές διαγνωστικές εξετάσεις.
«Η πρωτοβουλία αυτή είναι πολύ σημαντική αφού οι διαγνωστικές εξετάσεις και κυρίως οι πιο ακριβές έχουν ξεπεράσει κάθε επιτρεπτό όριο», αναφέρεται στην ανακοίνωση. Ειδικά, οι μαγνητικές τομογραφίες και τα triplex έχουν ανοδική εξέλιξη το δωδεκάμηνο Αύγουστος 2013- Ιούλιος 2014» όπως τονίζεται.
Αναφέρονται δε τα εξής στοιχεία: Σε σύνολο έτους, από τον Αύγουστο 2013 ως τον Ιούλιο 2014, οι αξονικές ανήλθαν σε 1.011.358, δαπάνης 51.941.837 ευρώ, οι μαγνητικές έφτασαν τις 581.242, ύψους 92.544.373 ευρώ και τα triplex σε 639.699, δαπάνης 25.698.276 ευρώ.
Τα συγκεκριμένα στοιχεία δείχνουν μία εφιαλτική εικόνα, σύμφωνα με τον ΕΟΠΥΥ. Οι τόσες πολλές απεικονιστικές εξετάσεις δεν αποτελούν μόνο αιτία εκτροχιασμού των οικονομικών της υγείας αλλά συνιστούν και μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας τονίζει ο Οργανισμός και επισημαίνει ότι το υπουργείο Υγείας και ο ΕΟΠΥΥ θα λάβουν όσα μέτρα χρειάζονται ώστε να υπάρξει εξορθολογισμός της κατάστασης.