Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης, αλλά η πολυετής, βαθύτατη ύφεση και η απότομη εσωτερική υποτίμηση έχουν αφήσει ανοιχτές πληγές.
Η ανεργία, αν και βαίνει μειούμενη, παραμένει σε επίπεδα διπλάσια σε σχέση με τον μέσο όρος της Ευρωζώνης και τα εισοδήματα των νοικοκυριών πολύ μακριά από τα προ κρίσεως επίπεδα.
Το κόστος ζωής από την άλλη είναι συγκρίσιμο με εκείνο χωρών στην Ε.Ε. με υψηλότερους μισθούς και κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Οι πιέσεις που δέχονται τα ελληνικά νοικοκυριά αποτυπώνονται σε όλες τις σχετικές έρευνες της Eurostat και ειδικά στα στοιχεία που αποκαλύπτουν ότι το ποσοστό των Ελλήνων σε κίνδυνο φτώχειας και αποκλεισμού είναι το τρίτο υψηλότερο στην Ε.Ε. των 28 κρατών μελών (πάνω από 34%), μετά από εκείνο σε Βουλγαρία και Ρουμανία.
Η Ελλάδα πετυχαίνει δε και μία αρνητική πρωτιά άκρως ενδεικτική για την καθημερινή πάλη μεγάλης μερίδας των πολιτών να τα βγάλουν πέρα.
Πρόσφατη έρευνα της Eurostat έδειξε ότι το 2018 το ποσοστό των νοικοκυριών, που δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν το λογαριασμό των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας (ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο, θέρμανση, νερό κτλ) εγκαίρως ήταν 35,6%- δηλαδή περίπου πέντε φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο στην Ε.Ε. των 28 κρατών- μελών.
Συγκεκριμένα στο σύνολο της κοινότητας το 7% των νοικοκυριών δεν είχαν τη δυνατότητα το 2018 να να πληρώσουν εγκαίρως τους λογαριασμούς, με το ποσοστό να έχει μειωθεί από πάνω από 10% το 2013. Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για οικογένειες με παιδιά και ειδικά για τις μονογονεϊκές, στις οποίες το ποσοστό φτάνει στο 14%.
Μετά την Ελλάδα το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό (30%) καταγράφεται στη Βουλγαρία, ενώ ακολουθούν Κροατία (17,5%), Ρουμανία (14,4%), Σλοβενία (12,5%).
Ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα και η Κύπρος, όπου το 12,2% των νοικοκυριών αδυνατούσαν να πληρώσουν εγκαίρως τους λογαριασμούς τους.
Στον αντίποδα σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Τσεχία, η Σουηδία και η Αυστρία το ποσοστό κινείται κοντά στο 2%.