Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλ
Αίθουσα Σύνταξης
Τμήμα ειδήσεων tribune.gr

Ο «άπιαστος» ληστής Βασίλης Παλαιοκώστας λέει τα πάντα μέσα από το βιβλίο του

Ο «άπιαστος» ληστής Βασίλης Παλαιοκώστας λέει τα πάντα μέσα από το βιβλίο του
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Διαβάστε σχετικά για Αστυνομία, Βασίλης Παλαιοκώστας,

Βασίλης Παλαιοκώστας: Ένα όνομα… μια ιστορία, η οποία μάλιστα γίνεται και βιβλίο!

Η «Εφ.Συν.» δημοσιεύει τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του «Έλληνα Ρομπέν των φτωχών», το οποίο κυκλοφορεί από την Τετάρτη στα βιβλιοπωλεία από τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων» με τίτλο «Μια φυσιολογική ζωή. Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου».

Ο «Ελληνας Ρομπέν των φτωχών». Αυτός είναι ο τίτλος που υιοθετήθηκε όχι μόνο από τα ελληνικά ΜΜΕ, αλλά και από το έγκυρο βρετανικό BBC magazine το οποίο σε ένα κινηματογραφικό αφιέρωμα περιγράφει τη ζωή του «άπιαστου» καταζητούμενου ληστή τραπεζών Βασίλη Παλαιοκώστα.

Από την εξίσου κινηματογραφική απόδρασή του από τις φυλακές με ελικόπτερο το 2009 «ο Ρομπέν των βουνών» παραμένει ασύλληπτος.

Ο επικηρυγμένος ληστής σε όλη της διάρκεια της δράσης του φέρεται να μοίραζε σε φτωχούς και αδύναμους πολίτες χρήματα από τις ληστείες, ενώ ποτέ δεν χρησιμοποίησε το όπλο του εναντίον οποιουδήποτε.

Στον Παλαιοκώστα φορτώθηκαν και άλλες ληστείες, αλλά ο ίδιος τις αρνείται κατηγορηματικά, επιμένοντας ότι έκανε μόνο ληστείες τραπεζών.

Τέλος, για την απαγωγή του επιχειρηματία εξηγεί ο ίδιος στο βιβλίο του πώς και γιατί την έκανε, ενώ ο ίδιος ο επιχειρηματίας δήλωσε ότι ποτέ δεν τον κακομεταχειρίστηκαν στη διάρκεια της «κράτησής» του.

Σε κάθε περίπτωση η τελευταία αυτή ενέργεια βάρυνε το ήδη βαρύ κατηγορητήριο με τελική ποινή 58 χρόνια κάθειρξη.

Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης ο ακροδεξιός ρατσιστής Μπρέιβικ που δολοφόνησε εν ψυχρώ 69 νεολαίους καταδικάστηκε σε 21 χρόνια κάθειρξη.

Τώρα ο «άπιαστος» ληστής εξιστορεί τη δική του αλήθεια στο βιβλίο του, που από σήμερα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία με τίτλο «Μια φυσιολογική ζωή. Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου».

Μικρό σημείωμα από τον εκδότη

«Το βιβλίο αυτό έφτασε στα χέρια μας από δικηγόρο των Αθηνών, που και αυτή με τη σειρά της το παρέλαβε σε φάκελο που έφτασε (άγνωστο πώς) στο γραφείο της.

Ο φάκελος περιείχε, εκτός από το κείμενο του βιβλίου, και μία ιδιόχειρη επιστολή του συγγραφέα με το παλαμικό του αποτύπωμα, η οποία εξουσιοδοτούσε τη δικηγόρο να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την έκδοση του βιβλίου του.

Εμείς στις «Εκδόσεις των Συναδέλφων» ούτε γραφολόγοι είμαστε ούτε και έχουμε (προφανώς!) κάποιο αρχείο αποτυπωμάτων, αλλά το κείμενο του βιβλίου, με τις τόσες λεπτομέρειες που δεν μπορεί να τις γνωρίζει τρίτος, και το περιεχόμενο του κειμένου της επιστολής συνηγορούν στο γεγονός ότι είναι γνήσια», αναφέρει χαρακτηριστικά ο εκδότης για το βιβλίο που υπογράφει ο Βασίλης Παλαιοκώστας.

«Να δώσουν στη δημοσιότητα το διαβατήριό μου»

Απ’ τον Δεκέμβρη του ’91 ως τον Απρίλη του ’92 κι απ’ τις αρχές φθινοπώρου του ίδιου έτους ως τον Απρίλη του ’95, εγώ κι ο Νίκος βρισκόμασταν εκτός Ελλάδος.

Για την πρώτη χρονική περίοδο δεν έχω αποδείξεις, μόνο μαρτυρίες. Για τη δεύτερη ατράνταχτες.

Οι αποδείξεις αυτές βρίσκονται ήδη στα χέρια της ΕΛ.ΑΣ. απ’ τον Αύγουστο του ’08. Κατά τη σύλληψή μου στο σπίτι-καταφύγιο στη Σουρωτή, ανάμεσα σε άλλα γνήσια έγγραφα (όπως ταυτότητα), η αστυνομία βρήκε και κατάσχεσε και το βραζιλιάνικο διαβατήριό μου, το οποίο στο εσωτερικό του έχει σφραγίδες εισόδου και εξόδου είκοσι και πλέον χωρών στις οποίες και ταξίδεψα όλη εκείνη την περίοδο.

Μέσα απ’ το βιβλίο μου, που είναι και η μόνη πρόσβαση που μπορώ να έχω στο δημόσιο λόγο ζώντας ως καταζητούμενος, προκαλώ την ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. να δώσει στη δημοσιότητα το συγκεκριμένο διαβατήριο (έτσι όπως είναι, χωρίς καμιά παρέμβαση), το οποίο κράτησαν κρυφό τόσα χρόνια όλοι οι προκάτοχοί τους για να μην αποκαλυφθεί με πόση ευκολία στήνονται αλλεπάλληλα κατηγορητήρια σε βάρος καταζητούμενων, και όχι μόνο.

Σημειωτέο ότι η ΕΛ.ΑΣ. δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα για αυτά τα ταξίδια. Το μόνο που ενδιέφερε τους επικεφαλής της ήταν να καταχωνιάσουν το διαβατήριο μην δει το φως της δημοσιότητας και αποκαλυφθεί η σωρεία στημένων κατηγορητηρίων σε βάρος μου.

Κατά τα άλλα, αναφερόμενη στο πρόσωπό μου, με αποκαλεί «ο γνωστός κακοποιός», παρόλο που για την ίδια «ο γνωστός κακοποιός» είναι ένας άγνωστος!

Ελπίζω οι εισαγγελικές αρχές να βρουν τη χαμένη τους αξιοπρέπεια και να πράξουν το αυτονόητο. Να ερευνήσουν όλες τις πτυχές αυτού του θέματος.

Όχι για να καταλογιστούν ευθύνες (είναι το τελευταίο που με απασχολεί και έχει σημασία), αλλά για να ενημερωθεί ο πολίτης τι σκατά συμβαίνει πίσω απ’ το χαλύβδινο προστατευτικό παραπέτασμα, όπου δρουν ανεξέλεγκτες διωκτικές αρχές, και ποιες παραθεσμικές μεθόδους κι αθέμιτα μέσα χρησιμοποιούν όλοι εκείνοι που είναι επιφορτισμένοι με την τήρηση του συντάγματος», αναφέρει ο Βασίλης Παλαιοκώστας.

Βασίλης Παλαιοκώστας: «Τα δέκα επιπλέον στημένα κατηγορητήρια»

Και συνεχίζει: «Ας είναι ένα είδος ηθικής κάθαρσης για τα δέκα επιπλέον στημένα κατηγορητήρια που οι ίδιοι εκδικάσανε και τις οχτώ-δέκα καταδικαστικές αποφάσεις, που φόρτωσαν στην πλάτη μου εκατό-εκατόν πενήντα επιπλέον χρόνια κάθειρξης. Οι παραπάνω αριθμοί είναι κατά προσέγγιση. Πέντε πάνω, πέντε κάτω… Ποιος νοιάζεται στ’ αλήθεια; Αυτά είναι λεπτομέρειες για το ελληνικό δίκαιο!

Επειδή πάντα θέλω να είμαι σαφέστατος: Η περίοδος στην οποία αναφέρομαι είναι απ’ την απόδρασή μου τον δεκαπενταύγουστο του ’91 μέχρι τις 20 Δεκέμβρη του ’99, οπότε και με συνέλαβαν στη Λιβαδειά. Στο παραπάνω χρονικό διάστημα κατηγορήθηκα για τρεις ένοπλες ληστείες τραπεζών, στις οποίες ήμουν ένοχος και καταδικάστηκα. Οι δύο από αυτές ήταν της Καλαμπάκας και των Ιωαννίνων, τις οποίες εξιστόρησα.

Ό,τι άλλο έχει να κάνει με ένοπλη ληστεία και κατηγορήθηκα (τράπεζες, σούπερ μάρκετ, ΟΤΕ, ΕΛΤΑ και ένα σωρό άλλα) ήταν πλεκτάνες-χρεώματα της ΕΛ.ΑΣ.! Έως και τώρα, δεν έχω διαπράξει ποτέ ένοπλη ληστεία σε οποιονδήποτε άλλον οργανισμό πέρα από τράπεζες. Κυριολεκτώ-ακριβολογώ!

Δεν ξόδεψα την περισσότερη ζωή μου κυνηγημένος για να υπηρετώ το ψέμα. Δυστυχώς, σε κοινωνίες που βασιλεύει το ψέμα, μόνο από καταζητούμενους μπορεί να ακούσεις αλήθειες…».

Η απόδραση από τον Κορυδαλλό

Υπολογίσαμε την ώρα και φύγαμε μαζί απ’ το κελί μου. Ο Αλκέτ γύρω από τη μέση του και κάτω από το μπλουζάκι του είχε μια αλυσίδα και ένα λουκέτο.

Εγώ κράταγα μια πλαστική σακούλα που μέσα είχε μια μεγάλη κόκκινη σημαία μεταξοτυπία. Είχαμε επίσης από ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι για τυχόν ήρωες. Φτάσαμε και σταθήκαμε πως δήθεν κουβεντιάζουμε μέσα απ’ την κιγκλιδωτή πόρτα που οδηγούσε στο προαύλιο.

Δεν πέρασαν δυο λεπτά, όταν είδαμε στον ορίζοντα και στο ύψος του Κηφισού περί­που το ελικόπτερο να κατευθύνεται βόρεια και κάποια στιγμή το χάσαμε απ’ τα μάτια μας. Μπήκα στα μπάνια που ήταν ακριβώς απέναντί μας και προσπάθησα να καλέσω τον μικρό στο κινητό. Δεν απαντούσε. Βγαίνοντας, ήρθε στα αυτιά μου βαρύς υπόκωφος ήχος.

Βασίλης Παλαιοκώστας: «Πάμε, φίλε, έρχονται», μου είπε ο Αλκέτ

«Περάσαμε μαζί την πόρτα και ο Αλκέτ την έκλεισε πίσω του. Έβγαλε απ’ τη μέση του την αλυσίδα, την πέρασε γύρω από τα κάγκελα και την κλείδωσε με το λουκέτο.

Κατευθυνθήκαμε στο κέντρο του προαυλίου. Απλώσαμε ως σημαδούρα την κόκκινη σημαία που πάνω της είχε μαύρο φόντο τη μορφή του Τσε Γκεβάρα. Τρεις κρατούμενοι είχαν μείνει στο κέντρο να κοιτάζουν το ελικόπτερο.

Πήγα κοντά τους. Έδωσα ένα γερό χαστούκι στο σβέρκο του πιο φουσκωτού. Γύρισε σαστισμένος, μαζί κι οι άλλοι δύο. Όταν με είδαν λάκισαν.

Ο υπάλληλος προαυλίου ήταν παλαιστικός τύπος, καθόταν στο κάτω μέρος κοντά σ’ ένα συντριβανάκι. Δεν το κούνησε ρούπι παρά καθόταν όπως όλοι οι κρατούμενοι και απολάμβανε το απρόσμενο θέαμα. Το ελικόπτερο είχε φτάσει, βρισκόταν στα εκατό μέτρα απ’ τον εξωτερικό μαντρότοιχο.

Σε δευτερόλεπτα, μπήκε πάνω απ’ το κέντρο του προαυλίου, πήρε θέση προσγείωσης κι άρχισε να κατεβαίνει. Η σκόνη και η άμμος του χαλικόστρωτου σηκώθηκαν στον αέρα κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Το προαύλιο φάνταζε χτυπημένο από σφοδρή αμμοθύελλα.

Ο εκκωφαντικός, ξερός κρότος από τους έλικες, που τον πολλαπλασίαζε το τσιμεντένιο κτίριο της ακτίνας και του μαντρότοιχου, δονούσε ολόκληρη τη φυλακή, θαρρείς να την γκρεμίσει.

Οι αισθήσεις μας βρίσκονταν σε ύψιστο συναγερμό. Η αδρεναλίνη έσπαγε κοντέρ. Όλα φαίνονταν να εξελίσσονται σε αργή κίνηση, σε μια τρισδιάστατη εικονική πραγματικότητα.

Ένιωθα πως έβλεπα το κάθε γύρισμα του έλικα, τον κάθε κόκκο άμμου που πεταγόταν στον αέρα και αισθανόμουν το κάθε κύμα ήχου να χτυπά τα τύμπανα των αυτιών μου. Για μερικά δεύτερα το ελικόπτερο έμεινε να αιωρείται ένα μέτρο πάνω απ’ τη γη μέχρι να μπούμε και αμέσως ξεκίνησε την άνοδο με ακόμη πιο θορυβώδη τρόπο. Σε λίγο, αφήναμε πίσω μας το κτιριακό συγκρότημα του Κορυδαλλού, πετώντας προς τη γλυκιά ελευθερία.

Οι πιτσιρικάδες δεν χαλάρωσαν λεπτό, ακόμη απειλούσαν με το πιστόλι και τη χειροβομβίδα τον πιλότο φοβερίζοντάς τον.

– Εντάξει, παιδιά. Δώστε μας όπλα, αναλαμβάνουμε εμείς.

Ο Σπυράκος έβγαλε απ’ το σακίδιο ένα Σκόρπιον για τον Αλκέτ κι ένα κοντό Καλάσνικοφ για μένα. Το όπλισα κι απευθύνθηκα στον πιλότο.

– Ηρέμησε, μην τα σκατώσεις τώρα που τελειώνει η περιπέτειά σου. Θα μας αφήσεις στο νεκροταφείο του Σχιστού για να πας εσύ στο σπίτι σου κι εμείς στις δουλειές μας.

Το κλίμα αποφορτίστηκε μέσα στην καμπίνα, οι αεροπειρατές μάς χαμογέλασαν γεμάτοι καμάρι. Ήταν λεβεντόπαιδα.

Αποδείκνυαν πως η ψυχή μπορεί να πετάξει και χωρίς μηχανική υποστήριξη, αλλά αν αυτή βρεθεί, γίνεται θεαματική εναέρια απόδραση», αναφέρει ο Βασίλης Παλαιοκώστας περιγράφοντας βήμα – βήμα την κινηματογραφική του απόδραση.

Ο Βασίλης Παλαιοκώστας για την απαγωγή Χαΐτογλου

Και συνεχίζει για την απαγωγή που συγκλόνισε τη χώρα: «Η λήψη απόφασης για το ύψος του ποσού των λύτρων που απαιτούσαμε έχει μια μικρή αλλά άκρως αποκαλυπτική ιστορία. Όταν ξεκίνησα την έρευνά μου για την οικογένεια Χαΐτογλου, όλα τα στοιχεία συνηγορούσαν ότι πρόκειται για μια παλιά, εύρωστη οικονομικά οικογένεια.

Οι ισολογισμοί που δημοσιοποιούσε κάθε χρόνο η επιχείρησή τους ήταν πάντα κερδοφόροι, με αποκορύφωμα τον τελευταίο που τα καθαρά κέρδη ήταν κοντά στο ένα δις δραχμές (χώρια αυτά που δεν δηλώναν, μιας και μιλάμε για οικογενειακές ελληνικές επιχειρήσεις).

Συνυπολογίζοντας την οικονομική δυνατότητα του στόχου, τις δικές μας καταβολές, τις μελλοντικές μας ανάγκες, το συμπύκνωμα κόπου που θα καταβάλαμε κ.λπ., η εκτίμησή μου για την ισορροπία στόχου κι απαίτησης ήταν πως δύο δις δραχμές ήταν λογικότατη απαίτηση.

Οι έλληνες (όχι μόνο) παράνομοι, όντας προλετάριοι, διακατέχονταν από έναν υφέρποντα ταξικό ραγιαδισμό, που σε συνδυασμό με την έλλειψη γνώσης για τη ροή του χρήματος, τον όγκο του, πού αυτό καταλήγει και την άγνοια ευθύνης του ρόλου που επωμίζονταν παίρνοντας τα όπλα, λειτουργούσαν άθελά τους τυχοδιωκτικά.

Σε μια υποτιθέμενη πρόταση απαγωγής ενός μεγαλοβιομήχανου με πολύ μεγάλη κακή επιρροή στην πολιτική-κοινωνική ζωή κι ενός υποδεέστερης οικονομικής εμβέλειας με ανύπαρκτη συμμετοχή στη διαπλοκή και ενασχόληση με τα κοινά, εντελώς αψυχολόγητα θα διάλεγαν τον δεύτερο.

Ακόμη κι αν υπήρχε η διαβεβαίωση πως το ρίσκο (ποινικό, σπατάλη ενέργειας, πιθανότητα σύλληψης κ.λπ.) ήταν ακριβώς το ίδιο.

Ο Νίκος δυστυχώς δεν ξέ­φευγε πολύ απ’ την πικρή αυτή διαπίστωση. Φαίνεται λοιπόν πως πέρα απ’ τη γνώση και τις αρετές που καθορίζουν τις αποφάσεις μας (συνυπολογίζοντας την ποιότητα του ατομικού δικαίου του καθενός μας), καθοριστικό ρόλο παίζει η σοβαρότητα με την οποία αντιλαμβανόμαστε το ρόλο της δράσης μας κι όλες τις παραμέτρους της.

Το χρήμα για εμάς είχε αξία μόνο όσον αφορά την κάλυψη των εξόδων που μας χρειάζονταν για να διατηρούμε την ελευθερία μας (που δεν ήταν λίγα).

Τέτοια έξοδα μπορούσαν να καλυφθούν από μια ληστεία τράπεζας το χρόνο, αν δεν είχαμε σκοπό να το κουνήσουμε απ’ την Ελλάδα. Η απαγωγή επιλέχθηκε ακριβώς γιατί είχαμε αποφασίσει να την εγκαταλείψουμε για πάντα.

Αφού ο λαός δεν είχε τη διορατικότητα και το σθένος να ξεσηκωθεί, να φορτώσει τα βρωμερά τρωκτικά των οικονομικοπολιτικών δυναστειών που μολύνουν αυτό τον τόπο σε ένα κρουαζιερόπλοιο (τόσα έχουν) κι αν όχι να το βυθίσει μεσοπέλαγα (ας μην μολύνουμε τις θάλασσές μας), να τα διώξει ως ανεπιθύμητα απ’ τη χώρα, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ταξιδέψουν στους οικονομικούς τους παραδείσους ροκανίζοντας τα κλεμμένα, παρά προσπαθούσε να τους μοιάσει στην μπαμπεσιά, μας εξανάγκαζαν εκείνα να ξενιτευτούμε!

Κι αφού θα μας διώχνανε για πάντα απ’ τον τόπο μας, κάποιο τρωκτικό έπρεπε να πληρώσει απ’ τα κλεμμένα του που ούτως ή άλλως ποτέ δεν θα επέστρεφε στον ελληνικό λαό«.

Πηγή: efsyn.gr

Σχετικά άρθρα