Τροποποιήσεις του νομοθετικού πλαισίου απόδοσης της ελληνικής ιθαγένειας προανήγγειλε ο ειδικός γραμματέας Ιθαγένειας, Λάμπρος Μπαλτσιώτης.
Μιλώντας σε σχετική ημερίδα που συνδιοργάνωσαν το υπουργείο Εσωτερικών και αντιπροσωπεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, ο κ. Μπαλτσίωτης είπε ότι το αμέσως επόμενο διάστημα θα κατατεθεί στη Βουλή δέσμη στοχευμένων μέτρων «που εξορθολογίζουν το νομοθετικό πλαίσιο, ομογενοποιούν και επιταχύνουν τις διαδικασίες πολιτογράφησης, ενώ ταυτόχρονα, ενισχύουν τη διαφάνεια».
Συγκεκριμένα:
Οι υποψήφιοι θα καλούνται να απαντήσουν επιτυχώς σε 20 από τις 30 ερωτήσεις, που θα επιλέγονται ηλεκτρονικά και τυχαία από ένα σύνολο 300 συγκεκριμένων ερωτήσεων, των οποίων οι απαντήσεις θα είναι διαθέσιμες σε σχετική ιστοσελίδα προσβάσιμη σε όλους.
Σταδιακά θα διαμορφωθεί ειδικό ενιαίο πανελλαδικά και υποχρεωτικό για όλους τεστ για τη διαπίστωση γνώσης της ελληνικής γλώσσας.
Έως τότε, η εξέταση της επάρκειας γνώσης της ελληνικής γλώσσας θα διενεργείται από τις επιτροπές πολιτογράφησης, βάσει οδηγιών και κατευθυντήριων γραμμών που θα παρασχεθούν από επιστημονική επιτροπή του υπουργείου Παιδείας.
Μειώνεται το παράβολο για πολιτογράφηση από 700 σε 550 ευρώ.
Αναστέλλεται η διαδικασία πολιτογράφησης για όσους απουσιάζουν από τη χώρα μέχρι 18 μήνες εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, αλλά διατηρούν βιοτικούς δεσμούς στη χώρα – και επανεξετάζεται η διαδικασία μετά την εκ νέου εγκατάσταση στη χώρα, για διάστημα ισόχρονο με την απουσία τους.
Ομογενοποιούνται για πρώτη φορά οι αρμόδιες υπηρεσίες απόδοσης ιθαγένειας, με αποτέλεσμα ο χρόνος εξέτασης να μειώνεται κατά ενάμισι έτος.
Όσοι ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση διαμένουν στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως του πότε ήρθαν στη χώρα, θα εξετάζονται από τις ήδη υπάρχουσες Επιτροπές Πολιτογράφησης, βάσει σαφών οδηγιών που θα εκπορεύονται από το υπουργείο Εσωτερικών.
Επιχειρείται να δοθεί μόνιμη λύση στο ζήτημα των ανιθαγενών Ελλήνων Ρομά.
Ευθυγραμμίζεται η ελληνική νομοθεσία με το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο σχετικά με την διαδικασία και την παροχή δυνατότητας απόδοσης ιθαγένειας σε ηλικιωμένους, πρόσωπα με νοητική υστέρηση ή βαριά ψυχική ασθένεια, τα οποία έως τώρα αποκλείονταν από τη διαδικασία κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας.