Τις τέσσερις ώρες της αγωνίας και του φόβου που έζησε μέσα στη θάλασσα στην Αργυρά Ακτή στο Μάτι όταν οι φλόγες είχαν τυλίξει τα πάντα, περιγράφει σε άρθρο του στο vima.gr ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος.
Ο πανεπιστημιακός βρέθηκε στη θάλασσα κοντά σε μια μάνα και τα δυο της παιδιά. Η περιγραφή του για τα όσα έγιναν εκείνες τις ώρες είναι καθηλωτική:
Λένε ως και η πιο άνυδρη έρημος κάπου κρύβει μια όαση. Ρόλο όασης έπαιξε ο Νίκος Κωστοβασίλης. Πολυαγαπημένος μου ξάδελφος: «Ρε συ, ξεκινάω διακοπές στο Μάτι. Γλιτώνουμε τον καύσωνα. Ερχεσαι;».
Θα δεχόμουν πολύ λιγότερο ελκυστικές προτάσεις. Ετσι κι αλλιώς, δεσμευμένος για μια διάλεξη στις 24/7 με τον Χάρη Θεοχάρη και τον Νίκο Μαραντζίδη, δεν μπορούσα να φύγω διακοπές.
Προτού ξεκινήσουμε μου επέστρεψε σε φάκελο ένα ποσό που του είχα δανείσει, επειδή ήταν η πρώτη μας συνάντηση αφότου πούλησε ένα διαμέρισμα στην Καλαμάτα και διευκολυνόταν. Αφησα τον φάκελο στο αμάξι μου.
Φτάσαμε σπίτι λίγο μετά τις πέντε. Παρά μια περίεργη συννεφιά, ενδεχομένως οφειλόμενη στη μεταφορά καπνών από την Κινέτα, η ζέστη αφόρητη.
Οταν όμως μπήκαμε μέσα στο σπίτι, κλειστό μέρες, μας φάνηκε πως έξω έκανε δροσιά. Η πλάκα της οροφής είχε κυριολεκτικά κάψει. Μήπως θα ήταν καλύτερα στην Αθήνα, αναρωτήθηκα…Ο ξάδελφος όμως πάντα αισιόδοξος.
«Ανάβω ερκοντίσιον, σε πέντε λεπτά θα είναι ανθρώπινα» φώναξε. Για λίγο φάνηκε πως δρόσιζε. Μετά πάλι χάλια.
Περικυκλωμένοι από τις φλόγες
«Ρε συ, λειτουργούν τα κλιματιστικά σου;» ρώτησα σαν να τον ενοχοποιούσα για την απόδοσή τους. Δεν λειτουργούσαν. Δεν είχε ρεύμα. Ταυτόχρονα οσμή καιόμενου ξύλου ενόχλησε τα ρουθούνια μας και πυκνή κάπνα τα μάτια μας. Βγήκαμε στη βεράντα.
Το σπίτι, στο όποιο είχαμε μπει μόλις πριν από είκοσι λεπτά χωρίς καμία αίσθησή μας να έχει ενοχληθεί, ήταν περικυκλωμένο από φλόγες. Το αυτοκίνητό μου είχε ήδη παραδοθεί σε αυτές. Ηταν τόσο πυκνός καπνός που έχασα οπτική επαφή μαζί του.
Η απόσταση ως την Αργυρά Ακτή ελάχιστη. Για να φτάσουμε, όμως, έπρεπε να περάσουμε δίπλα – ή πάνω – από φλεγόμενα αυτοκίνητα, από πανικόβλητους ανθρώπους, να αποφύγουμε αναρίθμητες ιπτάμενες μπάλες.
Μόλις τελικά είδα το νερό αισθάνθηκα όπως οι Μύριοι. «Θάλαττα, θάλαττα». Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα νόμισα πως είχα σωθεί. Για μια στιγμή το νόμισα. Αμέσως μετά…
Επί τουλάχιστον μία ώρα πύρινες γλώσσες εκτινάσσονταν από την παράκτια ζώνη λόγω ενός ανέμου που κυριολεκτικά λυσσομανούσε και «ξύριζαν» τη θάλασσα.
Διαρκώς χώναμε τα κεφάλια μέσα. Το «αστείο» ήταν ότι εγώ καθώς και άλλοι φορούσαμε γυαλιά. Κάποια στιγμή, για να αποφύγουμε το ανυπόφορο πυροθερμικό φορτίο, ανοιχτήκαμε.
Το κύμα και η φορά του ανέμου μάς έσπρωχναν προς την Εύβοια. Οταν η ανεμοθύελλα κάπως καταλάγιασε, προσπάθησα να κολυμπήσω πάλι προς την Αργυρά Ακτή.
Ελάχιστες σταγόνες βροχής που έπεσαν έμειναν δυστυχώς χωρίς συνέχεια. Κάποια στιγμή, κοντά πλέον στην ακτή, ένιωσα έναν βράχο. Πάτησα. Λίγο έλειψε να με πιάσει νευρικό γέλιο στη σκέψη πως θα μπορούσε να έχει αχινούς!
Γαντζωμένοι σε έναν βράχο
Πολύ κοντά μου εντόπισα έναν ανθρώπινο μπόγο, μια μάνα και δυο μικρά παιδιά. Της άπλωσα το χέρι, ήρθε και αυτή στον βράχο. Το ένα παιδί γαντζώθηκε πάνω μου.
Το άλλο, μικρότερο, με κατάμαυρα από τον καπνό χαρακτηριστικά, είχε πιάσει από τον λαιμό τη μάνα του. «Αποστόλη» μου απάντησε το μεγαλύτερο, το εννιάχρονο, στην ερώτηση πώς το λένε.
Γλυκύτατο παιδάκι, εντυπωσιακά ώριμο για την ηλικία του, ψύχραιμο. Δεν έκλαιγε, δεν ούρλιαζε, δεν φώναζε «θέλω τον μπαμπά μου». Μου είπε μόνο: «Κύριε, ανησυχώ για τον μπαμπά μου».
Εκείνη τη στιγμή μού απηύθυνε τον λόγο η γυναίκα, παρέχοντάς μου την ευκαιρία να την παρατηρήσω προσεκτικότερα. Τριανταπεντάρα, λεπτή, με πράσινα μάτια.
«Ο άντρας μου μού είπε να κατέβω με τα παιδιά στη θάλασσα, αυτός έμεινε να καταβρέχει το σπίτι, έχω τρελαθεί» ψέλλισε.
«Θεέ μου, για ένα εξοχικό!» δεν μπόρεσα να μη σχολιάσω και αμέσως συνειδητοποίησα την γκάφα μου. «Δεν είναι εξοχικό, είναι η μόνιμη κατοικία μας» ψιθύρισε, ενώ τα μάτια της ήταν πια κατακόκκινα.
Προσπάθησα να αλλάξω κουβέντα, λέγοντάς της πόσο τυχερή θα έπρεπε να νιώθει που είχε τόσο καταπληκτικά παιδιά. «Ο μικρούλης μου, ο Αλέξανδρός μου, είναι αυτιστικός. Και πώς να του εξηγήσεις την κατάσταση;» σχολίασε. Τη ρώτησα αν θα ήθελε να καθαρίσω την κατάμαυρη μουρίτσα του.
«Μακάρι» απάντησε. Αλλά η αντίδρασή του υπήρξε βίαιη. «Μήτε εμένα θα με άφηνε» σχολίασε η Ιωάννα – μου είχε εν τω μεταξύ πει το όνομά της…
Ενα πλοιάριο φάνηκε μακριά. Ενα κύμα διαφορετικό, κύμα ελπίδας, φάνηκε να διαπερνά εκατοντάδες ανθρώπους. Κάτι σαν βουητό αναδύθηκε από την τρικυμισμένη θάλασσα.
Το πλοιάριο φάνηκε να λικνίζεται, χωρίς ούτε να πλησιάζει, σαν το ίδιο – ή ο καπετάνιος του – να αμφιταλαντευόταν. Τελικά, λες και ο καπετάνιος λειτούργησε σαν ρωμαίος αυτοκράτορας που έστρεψε τον αντίχειρά του προς τα κάτω, έφυγε. Προς Ραφήνα…
Πρέπει να βρισκόμασταν δυόμισι ώρες μέσα στο νερό. Η Ιωάννα έτρεμε περισσότερο από τα παιδιά. Τα δόντια της χτυπούσαν. Ο άνεμος είχε ξαναδυναμώσει.
Ο Αλέξανδρος πρέπει να είχε πια αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της. Ηταν ο μόνος αμέριμνος. «Να σας τρίψω λίγο τα χείλη;» τη ρώτησα. «Αν δεν σας είναι δύσκολο» απάντησε και μου έστειλε κάτι που πλησίαζε σε έκφραση ευγνωμοσύνης.
«Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που είμαι ταυτόχρονα σε επαφή με πυρ, γυνή και θάλασσα. Η γυνή και η θάλασσα με βοηθούν να προστατευθώ από την πύρινη λαίλαπα» σχολίασα. Χαμογέλασε.
Πριν το δούμε το ακούσαμε. Πριν το ακούσουμε το νιώσαμε. Ενα κύμα σαν μικρό βουνό φάνηκε να έρχεται προς το μέρος μας. Σφίγγοντας πια με το αριστερό χέρι τον Απόστολο, κρατήθηκα με το δεξί από το βραχάκι με όση δύναμη μπορούσα. Το υδάτινο μαστίγιο τη χτύπησε ανελέητα στην πλάτη.
Πρέπει να πλησιάζαμε τέσσερις ώρες στο νερό. Πολλές πλέον βάρκες ήταν στο οπτικό μας πεδίο, όσοι είχαν βγει στην ακτή τούς έκαναν σήματα με κινητά και φακούς, ωστόσο αυτές έλουζαν με προβολείς τη θάλασσα, μάλλον αναζητώντας ναυαγούς.
Ο άνεμος καταλάγιασε. Η φωτιά, έχοντας κατακάψει οτιδήποτε καύσιμο κοντά στην ακτή, είχε κάπως πέσει. Η δύναμη του θερμοπυρικού κύματος λιγότερο έντονη.
Της πρότεινα να επιχειρήσουμε να βγούμε, εγώ με τον Απόστολο, αυτή με τον Αλεξανδράκο. Ομως το φεγγάρι, κάνοντας τη μέρα νύχτα, μας αποκάλυπτε σε σχετικά μικρή απόσταση ένα άλλο βραχάκι, το οποίο όμως, τώρα που είχε αρκετά κατακαθίσει η θάλασσα, εξείχε καθαρά από το νερό.
«Μήπως θα ήταν καλύτερα να πάμε εκεί;» είπε. Κατά την εκτίμησή μου ήταν αδύνατον να χωρέσουμε όλοι πάνω του. «Θα κολυμπήσω έως έξω» της είπα. «Ελπίζω να σε ξαναδώ με καλύτερες συνθήκες.
Ελπίζω να ξανασυναντήσεις τον άντρα σου». Δεν είμαι πια σίγουρος αν είδα ή περισσότερο φαντάστηκα μια τρυφερή έκφραση στο πρόσωπό της. Φίλησα τον Απόστολο. Τον Αλέξανδρο δεν τόλμησα…
Κατά πρόχειρη στάθμιση, στην Αργυρά Ακτή βρίσκονταν καμιά τρακοσαριά άνθρωποι. Κατά πλειοψηφία ψύχραιμοι. Πολλοί μιλούσαν σε κινητά, ένας μεγαλόσωμος, γεμάτος τατουάζ, μπαινόβγαινε στη θάλασσα, μοιράζοντας μπουκάλια νερό σε όσους, φοβισμένοι από το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης, δεν είχαν ακόμη τολμήσει να βγουν.
Μια πολύ ηλικιωμένη, ολόγυμνη, με εγκαύματα σε όλο το κορμί της, βρισκόταν συνεχώς μισή στο νερό για να κατευνάζει τους πόνους της. Πάντως κανένας από όσους απευθύνθηκα για να ζητήσω ένα κινητό δεν ανταποκρίθηκε. Αλλοι έλεγαν πως δεν λειτουργεί και άλλοι – αυτοί τους οποίους είχα δει να μιλάνε – επικαλούνταν την μπαταρία.
Η παραλία βέβαια ήταν κατάσπαρτη από κινητά και λάπτοπ, τα οποία οι ιδιοκτήτες τους, πανικόβλητοι, είχαν αφήσει προτού βουτήξουν. Οποιο κινητό, όμως, και αν δοκίμασα είχε κωδικό πρόσβασης. Τέλος, βρήκα ένα που λειτουργούσε.
Αργότερα εντόπισα την ιδιοκτήτρια και την επομένη το παρέδωσα στον – γνωστό της – δημοσιογράφο Κώστα Τσαρουχά να της το δώσει.
Η επόμενη μέρα είχε αρχίσει. Εστω και με ένα σπασμένο πλευρό από την προσπάθεια αργότερα να μπω σε μια βάρκα…
ΥΓ.: Το μόνο αλλοιωμένο στοιχείο είναι τα ονόματα των παιδιών.