Την ελληνική υπηκοότητα πήραν το 2016 συνολικά 33.210 άτομα, 138% περισσότερα σε σχέση με το 2015 σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε τη Δευτέρα η Eurostat.
Εξ αυτών, το 86% ήταν Αλβανοί πολίτες, το 1,5% Ουκρανοί και το 1,2% Ρώσοι.
Συνολικά, το 2016, περίπου 995.000 άτομα απέκτησαν την υπηκοότητα κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (από 841.000 το 2015 και 889.000 το 2014) εκ των οποίων το 12% ήταν πρώην πολίτες άλλου κράτους μέλους της ΕΕ, ενώ η πλειοψηφία ήταν πολίτες χωρών εκτός Ε.Ε ή απάτριδες.
Η μεγαλύτερη ομάδα που έλαβε υπηκοότητα ήταν πολίτες του Μαρόκου (101.300 άτομα, εκ των οποίων το 89% απέκτησε την υπηκοότητα της Ιταλίας, της Ισπανίας ή της Γαλλίας), πολίτες της Αλβανίας (67.500, το 97% των οποίων απέκτησαν την υπηκοότητα της Ιταλίας ή της Ελλάδας), πολίτες της Ινδίας (41.700, το 60% των οποίων απέκτησε τη βρετανική υπηκοότητα), πολίτες του Πακιστάν (32.900, από τους οποίους περισσότεροι από τους μισούς έλαβαν βρετανική υπηκοότητα), Τούρκοι πολίτες (32.800, περισσότεροι από τους μισούς εκ των οποίων απέκτησαν τη γερμανική υπηκοότητα) και Ουκρανοί πολίτες (24.000, εκ των οποίων το 60% απέκτησαν τη γερμανική, ρουμάνικη, πορτογαλική ή ιταλική υπηκοότητα).
Μαροκινοί, Αλβανοί, Ινδοί, Πακιστανοί, Τούρκοι, Ρουμάνοι και Ουκρανοί αντιπροσώπευαν μαζί το ένα τρίτο (33%) του συνολικού αριθμού των ατόμων που απέκτησαν την υπηκοότητα ενός κράτους-μέλους της ΕΕ το 2016.
Οι Ρουμάνοι (29.700) και οι Πολωνοί (19.800) ήταν οι δύο μεγαλύτερες ομάδες πολιτών της Ε.Ε που απέκτησαν την υπηκοότητα άλλου κράτους-μέλους.
Όλα τα κράτη μέλη -πλην τριών- χορήγησαν υπηκοότητα σε περισσότερα άτομα το 2016 από ό,τι το 2015.
Η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε στην Κροατία (το 2016 χορήγησε υπηκοότητα σε τριπλάσια άτομα από ό,τι το 2015 (αύξηση 232%, από 1.196 άτομα σε 3.973), στην Ελλάδα (ο αριθμός υπερδιπλασιάστηκε από 13.933 σε 33.210 ή + 138%) και στη Μάλτα (από 646 σε 1.495 ή + 131%).
Τέλος, το 2016, τα υψηλότερα ποσοστά πολιτογράφησης σε σχέση με το σύνολο των αλλοδαπών που διαμένουν στη χώρα καταγράφηκαν στην Κροατία (9,7 ιθαγένειες ανά 100 αλλοδαπούς κατοίκους), στη Σουηδία (7,9) και στην Πορτογαλία (6,5), ενώ ακολουθούν η Ρουμανία και η Ελλάδα (και οι δύο 4,2), η Φινλανδία και η Ιταλία (4,1).
Αντίθετα, ποσοστά πολιτογράφησης χαμηλότερα του 1% σε σχέση με το σύνολο των αλλοδαπών κατοίκων, καταγράφηκαν στην Αυστρία, τη Λετονία και τη Σλοβακία (0,7), την Εσθονία και τη Λιθουανία (0,9) και την Τσεχική Δημοκρατία (1).
Τι είναι η υπηκοότητα και τι ιθαγένεια
Η υπηκοότητα, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, είναι η νομική σχέση ή δεσμός που έχει ένα άτομο με τη χώρα στην οποία ανήκει, στη χώρα δηλαδή τς οποίας είναι υπήκοος.
Η λέξη υπήκοος προέρχεται από τις λέξεις “υπό” και “ακοή” και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι πολίτης μιας χώρας, δηλαδή ότι υπακούει στους νόμους και τους κανόνες της. Μάλιστα ο υπήκοος μιας χώρας βγάζει και διαβατήριο από την χώρα αυτή.
Από την άλλη η λέξη ιθαγένεια προέρχεται από τις λέξεις “ιθύς”, που σημαίνει ευθύς, και “γένος”. Χρησιμοποιείται δηλαδή για αυτόν που προέρχεται απευθείας από προηγούμενες γενιές, ή αλλιώς τον γηγενή (ιθαγενή) μιας περιοχής.
Ωστόσο, στη χώρα μας νομικά δεν γίνεται διάκριση μεταξύ ιθαγένειας και υπηκοότητας, γεγονός που σημαίνει ότι οι δύο λέξεις χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημες, δηλαδή νομικά σημαίνουν το ίδιο πράγμα αν και ως λέξεις δεν σημαίνουν καθόλου το ίδιο πράγμα.
Σε κάθε περίπτωση, αυτός που έχει την υπηκοότητα ή ιθαγένεια μιας χώρας, είτε κατάγεται από γονείς που έχουν την ιθαγένεια της συγκεκριμένης χώρας, είτε γεννήθηκε ο ίδιος στην χώρα αυτή, είτε απέκτησε αργότερα την υπηκοότητα της, θεωρείται πολίτης της χώρας αυτής και υπακούει στους νόμους και στους κανόνες της.
Οφείλουμε όμως να σεβόμαστε την ελληνική γλώσσα και να μη τη βιάζουμε για να εξυπηρετούνται οι εθνομηδενιστικές επιδιώξεις των «δικαιωματιστών» και των μισθοδοτούμενων του κ. Σόρος, που αλλοιώνουν τα νοήματα των λέξεων όπως πράττουν οι απατεώνες.