Συγκλονίζει η μαρτυρία του Γιάννη Κλούβα για τις άγνωστες πλευρές του πιο διάσημου καμακιού, του ανθρώπου- σύμβολο για την Ρόδο, του Μπρούνο, που βρήκε τραγικό θάνατο από Βούλγαρο που έβαλε φωτιά και τον έκαψε.
«Ένα μεγάλο παιδί ήταν…» εξομολογείτε στην Ροδιακή ο Γιάννης Κλούβας που τον είχε χρόνια στα μαγαζιά του, εκεί που δούλευε μέχρι το τελευταίο βράδυ του, λίγο πριν φύγει για το σπίτι, για το κουκλόσπιτό του όπου έγινε το φονικό
Ήθελε να τον λένε Σεμπάστιαν, είχε παθολογική αγάπη για την μητέρα του και είχε κατακτήσει περισσότερες από 4.500 γυναίκες.
Τους έδειχνε τα χειροφιλήματα και η δική του ήταν η περίφημη φράση «you are beautiful, I love you”!
Στο προφίλ του στο facebok είχε βάλει την φωτογραφία της γάτας που είχε βρει στο μνήμα της μητέρας του ή οποία σύμφωνα με τον Μπρούνο θα τον… κληρονομούσε.
Διαβάστε την συγκλονιστική συνέντευξη που έδωσε ο Γιάννης Κλούβας για τον Μπρούνο στην Ροδιακή:
Ήσασταν πιο κοντά του απ΄ όλους. Πώς ήταν σαν άνθρωπος;
Ο Φανούρης μεγάλωσε στην Παλιά Πόλη, στην Αγίου Φανουρίου στη γειτονιά των Κόκκινων Φαναριών. Δύσκολα χρόνια για κείνον. Αργότερα έδειχνε να έχει παθολογική αγάπη στη μάνα του και μέχρι τελευταία όταν ορκιζόταν έλεγε «στα κόκαλα της μανούλας μου»… Σε πατέρα δεν αναφέρθηκε ποτέ, όμως όταν συναντούσε Ιταλούς τουρίστες ήθελε να τους λέει ότι είχε ιταλικές ρίζες. Μπορεί κιόλας. Ο Μπρούνο το καμάκι, στο Χρονολόγιό του στο Facebook είχε ένα άσπρο γατάκι. Το βρήκε μια φορά πάνω στον τάφο της μάνας του, κι από τότε το πήρε και το κράτησε στο σπίτι. Είχε τη γάτα και έναν παπαγάλο στο σπίτι, δεν ξέρω μπορεί να κάηκαν κι αυτοί. Όταν τον παροτρύναμε να παντρευτεί του λέγαμε «θα φάνε άλλοι τα λεφτά σου», μας απαντούσε «δεν θα τα φάει κανείς, τα ΄χω γράψει όλα στη γάτα μου»….
Πιστεύετε ότι είχε λεφτά;
Εγώ θεωρώ ότι είχε αρκετά χρήματα. Το συμπεραίνω από το ότι επί 27 χρόνια που δούλεψε δίπλα μου με κάποιες διακοπές και το πρωί δούλευε στην Παλιά Πόλη, άλλοτε ως πωλητής σε γούνες άλλοτε σε χρυσοχοεία, δεν τον είδα ποτέ να ξοδεύει αλόγιστα χρήματα. Για αυτό πιστεύω ότι πρέπει να είχε στην άκρη αρκετά. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν είχε τέτοιες υποχρεώσεις, επομένως…
Από πότε τον θυμάστε τον Μπρούνο;
Τον θυμάμαι να χορεύει τα βράδια συρτάκι στα μαγαζιά, επί πληρωμή. Ψιλόλιγνος. Τότε χορεύαμε κι εμείς, εγώ έπαιζα και μπουζούκι. Την δεκαετία του ΄70 ήταν στη Φινλανδία. Το 1978 συγκεκριμένα συζούσε με Φινλανδέζα και δούλευε σε εργοστάσιο. Χώρισε μαζί της, έμεινε χωρίς λεφτά, εγώ τότε έπαιζα μπουζούκι σ΄ ελληνικό εστιατόριο, τον έφερα κι έπιασε κι αυτός δουλειά. Αργότερα γυρίσαμε κι οι δυό στη Ρόδο. Όμως από παιδιά συναντιόμασταν για το παιχνίδι στον ΄Αγιο Παντελεήμονα, μετά για το συρτάκι στα μαγαζιά. Εκείνος χόρευε σ΄ ένα night club κάτω από το ξενοδοχείο Σεβαλιέ. Γυρίζω στη Ρόδο, φτιάχνω μαγαζιά κι από το 1992 που φτιάχνω το «Blue Lagoon» τον παίρνω για κράχτη.
Πώς ήταν στη δουλειά του;
Θα σου πω ότι μπορεί να ήταν και ο καλύτερος κράχτης στην Ελλάδα! Τα δέκα πρώτα λεπτά δεν τον έπιανε κανείς. Τέτοιο θράσος και τέτοια άνεση, να τους κάνει να γελάνε, να τους φέρνει μέσα… Μπορεί στη συνέχεια της βραδιάς να ήταν λίγο υπερβολικός στη συμπεριφορά του, αλλά κράχτης δεν υπήρξε ποτέ καλύτερος. Τώρα τελευταία κουραζόταν νωρίς γιατί είχε την πρωινή δουλειά στην παραλία του Έλλη όπου πουλούσε αλόη και αναψυκτικά. Περπατούσε πάνω στην άμμο με το ψυγειάκι που ήταν βαρύ. Ήταν λίγο κουρασμένος, αλλά ο Φανούρης αγαπούσε τη ζωή.
Και τις γυναίκες! Είχε πράγματι 4.500 όπως έχει πει;
Τι να σου πω, τις μετρώ τις ξαναμετρώ τις μέρες, δεν βγαίνουνε. Είχε μία ροπή να θέλει να συντροφεύει γυναίκες μεγάλης ηλικίας. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά αρραβωνιάστηκε κάποτε μια Εγγλέζα, μετά μια Φινλανδέζα που είχε εστιατόρια. Τα βράδια ήταν πάντα καλοντυμένος, καθαρός, καλοσιδερωμένος, σενιαρισμένος. Μπορεί να φόραγε γραβάτα και η γραβάτα να έχει πάνω τη Μέριλιν ή τον Τουίτι. Κι οι αλυσίδες οι χοντρές οι χρυσές, κι ένα μενταγιόν στο λαιμό σαν πέτρα, πράσινο που το άνοιγε, μια φωτογραφία ήταν μέσα, δεν είδα ποτέ ποια ήταν. Ζούσε μόνος, πάντα ζούσε μόνος.
Μόνος μετά από χιλιάδες γυναίκες;
Το χειμώνα ήταν μόνος. Μάζευε χόρτα έφερνε, μάζευε καραβόλους…(σαλιγκάρια). Ησυχία δεν είχε. Μια εποχή πήρε χάπια δυνατά και τρύπησε το στομάχι του, έκανε επέμβαση στο νοσοκομείο. Είμαι πέντε χρόνια μικρότερός του, αλλά με είχε σαν πατέρα. Ένα μεγάλο παιδί ήταν ο Φανούρης.
Πού ζούσε, πού ήταν το σπίτι του;
Τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια ξαναγύρισε στον Άγιο Φανούριο, σε ένα σπίτι που του παραχώρησε να μένει μια γριούλα και μετά το θάνατό της θα του το ‘δινε κιόλας. Αυτό μας έλεγε. Σ΄ αυτό το σπίτι ό,τι υπήρχε μέσα γυάλιζε, ό,τι γυάλιζε το κρέμαγε και ήταν ροζ. Όλα ροζ, κι οι κουρτίνες ροζ, και τα υφάσματα, αλλά καθαρό και περιποιημένο. Και τα pink αρώματα του άρεσαν. Έλεγε ότι όλος αυτός ο διάκοσμος άρεσε στις γυναίκες που πήγαινε στο σπίτι, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι άρεσε σ΄ εκείνον να ζει στα μπιχλιμπίδια και στα ροζ. Μια παιδικότητα που δεν την έζησε στην εποχή της και την κυνηγούσε όλη του τη ζωή. Κακό δεν έκανε σε κανέναν. Ήταν κάτι σαν τον πελεκάνο που είχαμε κάποτε στη Ρόδο, κάτι σαν μασκότ.
Το τελευταίο διάστημα φαινόταν να τον απασχολεί κάτι, σας είπε κάτι;
Καυχιόταν ότι έβγαζε λεφτά, το είχε αυτό, ερχόταν έλεγε «σήμερα έβγαλα τόσα από την παραλία»… Ήταν πρώτος να σου πουλήσει το οτιδήποτε. Τελευταία είχε πάρει υπολογιστή για το σπίτι και κάπου μίλαγε, δεν ξέρω που. Άδικο τέλος είχε, είναι κρίμα!