Συγκλονίζει η περιγραφή από τον δημοσιογράφο Δημήτρη Αλικάκο των τελευταίων ημερών του Αλέξανδρου Βέλιου που οδήγησαν στο τέλος του δημοσιογράφου μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.
Σε ένα συγκλονιστικό κείμενο που δημοσίευσε στο protagon.gr περιγράφονται τα τελευταία 24ωρα του Αλέξανδρου Βέλιου, η κηδεία του οποίου έγινε σε βαρύ κλίμα την Τρίτη.
Στο κείμενο περιγράφονται οι προσπάθειές του να προχωρήσει σε «υποβοηθούμενη ευθανασία», οι ανατροπές που οδήγησαν στο να μείνει μόνος του και να βάλει τέλος στη ζωή του, οι ύστατες ώρες.
Ο Δημήτρης Αλικάκος ήταν από τους ανθρώπους που συναντήθηκαν τις τελευταίες ημέρες πριν την «έξοδο» του Αλέξανδρου Βέλιου καθώς τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν αλλά και στο σπίτι του λίγο πριν το τέλος.
Όπως του αποκάλυψε ήθελε πρώτα να γιορτάσει τη γιορτή του στις 30 Αυγούστου, και μετά να ξεκινήσει τη διαδικασία της ευθανασίας.
Επειδή, όμως, υπήρξε εμπλοκή τελικά του ζήτησε, οπως γράφει ο κ. Αλικάκος, να ειναι αυτός που θα του κάνει την τελευταία ένεση.
Τελικά, όμως έβαλε μόνος του τέλος στη ζωή του τα ξημερώματα της Δευτέρας. Γι’ αυτό και ζήτησε από τον δημοσιογράφο «στην κηδεία μου, θέλω να κοιτάξεις στα μάτια τον […] και να του πεις από μένα: “φάνηκες λιοντάρι στην αρχή, και αποδείχθηκες κότα στο τέλος. Ντροπή σου”».
To xρονικό του τέλους όπως το περιγράφει ο Δημήτρης Αλικάκος
Στις 30 Αυγούστου το κινητό του «άναψε» για τα «χρόνια πολλά». «Με ρωτούσαν οι φίλοι τι να μου ευχηθούν, κι εγώ τους απαντούσα “καλά στέφανα”».
Στις 31 Αυγούστου μπήκε στο νοσοκομείο, όπως το είχε (είχαν) σχεδιάσει.
Δωμάτιο 308. Μια νοσοκόμα προσπάθησε να τον βοηθήσει να ξαπλώσει στο κρεβάτι.
«Δεν είμαι ανήμπορος καλή μου κοπέλα, ετοιμοθάνατος είμαι».
Μόλις τελείωσαν τα πέρα δώθε του προσωπικού μείναμε για λίγο μόνοι. «Θέλω κόσμο στην κηδεία μου την Τετάρτη».
Αργά το βράδυ με πήρε στο τηλέφωνο. Ξαφνιάστηκα. «Συμβαίνει κάτι;». «Ο γιατρός δείχνει φοβισμένος. Θα σου πω οριστικά αύριο».
Την επόμενη μέρα, πρώτη του μήνα, η (πρώτη) εμπλοκή επιβεβαιώθηκε επίσημα.
Ο γιατρός «το ξανασκέφτηκε» και ανακοίνωσε στον Αλέξανδρο ότι στο νοσοκομείο δεν μπορεί να γίνει αυτό που θέλει… (Λογικό, αλλά τότε γιατί του είπε να πάει εκεί;)
Το μεσημέρι με πήρε τηλέφωνο. «Θα πάρω εξιτήριο το Σάββατο και την Κυριακή τελειώνουν όλα». «Πώς; Με ποιον τρόπο;». Μου περιέγραψε τα πάντα.
Στις 2 του μηνός, είχε πολλές επισκέψεις στο δωμάτιό του.
Τρεις γνωστοί του δημοσιογράφοι είχαν ραντεβού μαζί του στις 12 το μεσημέρι.
«Ελα πιο νωρίς εσύ». Τον είδα για δέκα λεπτά λίγο μετά τις 11. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, έβγαινε ο γιατρός. Δεν με είδε.
«Α καλώς τον! Για σένα μιλούσαμε». «Για μένα;». Μπήκε στην τουαλέτα για να πλυθεί.
Από εκεί τον άκουσα να μου λέει: «Τελικά εσύ θα το κάνεις».
Γέλασα. «Και γιατί να μην το κάνω, αλλά ποιο;».
«Την ένεση». Σιωπή. «Ξέρεις να κάνεις ένεση;». Σιωπή.
Βγήκε από το λουτρό και με αργές κινήσεις κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα.
Εκεί ξεκίνησε ο μονόλογος:
«Αύριο παίρνω εξιτήριο. Την Κυριακή θα έρθει ο γιατρός να μου φέρει τη σύριγγα. Θα έρθεις κι εσύ. Δεν χρειάζεται να μου κάνεις ένεση, πλάκα έκανα, θα σου δείξει απλώς πώς να την κουμπώσεις στην “πεταλούδα” που έχω στο στήθος μου. Μετά θα πατήσεις την ένεση. Και φύγε αμέσως. Δικός μου άνθρωπος θα ειδοποιήσει το γιατρό να έρθει για να πιστοποιήσει το θάνατο, και βέβαια το γραφείο τελετών». Δεν μπορεί, δεν το ζω αυτό, σκέφτηκα. Κατάλαβα αμέσως ότι βρίσκεται σε τεράστιο αδιέξοδο. Άλλαξα κουβέντα. Τον ρώτησα πως αισθάνεται και αν πονάει. Μου είπε πως δεν πονούσε και πως ο χώρος του νοσοκομείου έκανε καλό στην ψυχολογία του. «Καλώς, θα τα πούμε το απόγευμα».
Στις 8.01 με πήρε τηλέφωνο. «Συμφωνήσαμε με τα παιδιά (τους τρεις δημοσιογράφους) να κάνω μια δήλωση για την ευθανασία, αλλά σε ένα άλλο επίπεδο. Πώς βλέπεις την ιδέα;». «Πολύ καλή!». «Δεν φέρνεις εκείνη την καμερούλα να τα πω εκεί την Κυριακή;». «Και βέβαια, αλλά γιατί την Κυριακή; Καλύτερα Σάββατο». «Εντάξει Σάββατο, αλλά αργά, κατά τις εννιάμισι, γιατί θα βγω από το νοσοκομείο και μετά θα έχω κάποιες συναντήσεις». «Έγινε, εννιάμισι».
Αργά το απόγευμα του Σαββάτου πήρε εξιτήριο.
Πριν, τον επισκέφτηκαν κάμποσοι φίλοι και τον αποχαιρέτησαν.
Πολλοί από αυτούς κλαίγοντας. «Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό». Στις 9.30 χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε ένα γλυκύτατο πλάσμα. Η εξάχρονη κορούλα του.
Εκείνος καθόταν στο γραφείο του. «Έλα να σου δείξω τι θέλω να πω». Μου διάβασε λίγες γραμμές από ένα χειρόγραφο κείμενο.
«Δεν έχει νόημα Αλέξανδρε, τα έχεις πει όλα, επαναλαμβάνεσαι».
«Συμφωνώ, απλώς ήθελα να μου το επιβεβαιώσεις».
Σηκώθηκε, με μεγαλύτερη δυσκολία από κάθε άλλη φορά, και κάθισε απέναντί μου.
«Είσαι ένας από τους λίγους ανθρώπους που σε λίγο θα γνωρίζουν τα πάντα. Το τελικό πια σχέδιο. Είναι δικαίωμά σου να παραδεχθείς ότι γνώριζες ή όχι. Αύριο θα πεθάνω. Όχι ακριβώς όπως θα ήθελα, δηλαδή με ευθανασία, αλλά με ΜΗ υποβοηθούμενη ευθανασία. Δηλαδή –για να μην μασάω τα λόγια μου- θα αυτοκτονήσω. Θες να σου διαβάσω την στερνή ανακοίνωσή μου; Άνοιξε την καμερούλα σου».
Τα παραπάνω λόγια συνιστούν ένα σπαρακτικό αντίο και μια σκληρή καταγγελία. Δεν έδωσε την ευκαιρία στους δικούς του ανθρώπους να του κλείσουν τα μάτια για να τους προστατέψει.
Δεν τους έδωσε την ευκαιρία γιατί «ο μουχλιασμένος συντηρητισμός –έως σκοταδισμός- θεσμών και αντιλήψεων με αναγκάζει να διαπράξω μόνος την “ευθανασία” μου. Μόνο που αυτό δεν είναι ευθανασία, είναι αυτοκτονία».
Αυτό ακριβώς μου είπε. «Μα τότε μιλάμε για ανθρώπινη τραγωδία, όχι για “καλό θάνατο”», αντέτεινα.
«Έτσι ακριβώς είναι. Νιώθω απογοήτευση και απόγνωση, αλλά δεν έχω άλλη λύση τούτη την ώρα».
«Δεν θέλω σταυρό στον τάφο μου, αλλά επιθυμώ νεκρώσιμη ακολουθία, σύμφωνα με το τυπικό της Ορθοδοξίας. Θέλω να συμφιλιώσω την πράξη μου με την Εκκλησία και όχι να την κάνω εχθρό της».
Την ημέρα του εξιτηρίου τον επισκέφθηκε ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας Γαβριήλ. «Φύγε με την ευχή μου. Είσαι απόλυτα ελεύθερος. Για τα υπόλοιπα ας κρίνει ο Θεός…».
Λίγο μετά τις 12 τα μεσάνυχτα τον αποχαιρέτησα. Προσπάθησα να μην δακρύσω. Τα κατάφερα. Μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του ασανσέρ πλησίασε κοντά μου και χαμηλόφωνα μου είπε: «στην κηδεία μου, θέλω να κοιτάξεις στα μάτια τον […] και να του πεις από μένα: “φάνηκες λιοντάρι στην αρχή, και αποδείχθηκες κότα στο τέλος. Ντροπή σου”».