«Οι επιπτώσεις από τη σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ θα μετριαστούν σταδιακά από τα υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης του αθροίσματος εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης που θα εφαρμοστούν, βάσει του Ν. 4387/2016» αναφέρει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Εργασίας.
Τονίζει επίσης ότι με τον επανυπολογισμό των παλαιών συντάξεων και τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης, θα λαμβάνουν συντάξεις ανώτερες των ορίων του ΕΚΑΣ όλοι οι συνταξιούχοι με συντάξιμες αποδοχές άνω των 1.000 ευρώ και 30 έτη ασφάλισης.
Η ανακοίνωση του υπουργείου Εργασίας έχει ως εξής:
«Το ΕΚΑΣ, ως επίδομα ενίσχυσης του εισοδήματος των συνταξιούχων, είχε συνδεθεί με εισοδηματικά κριτήρια για την απονομή του και όχι με τα κριτήρια των κοινών διατάξεων συνταξιοδότησης. Έτσι, προκλήθηκαν στρεβλώσεις σε βάρος της αρχής της ανταποδοτικότητας και της αναλογικότητας, που αποτελούν βασικές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης.
Με διαφορά εισοδήματος μόλις ενός ευρώ, κάποιος θα μπορούσε να στερηθεί το επίδομα, συγκρινόμενος με εκείνον που ελάμβανε σύνταξη μικρότερη κατά ένα ευρώ.
Ο μη ανταποδοτικός χαρακτήρας είχε ως αποτέλεσμα να προκύπτουν πολλές αδικίες και δυσανάλογες διαφορές εισοδήματος, μετά την καταβολή των συντάξεων και του ΕΚΑΣ τόσο σε σχέση με το χρόνο ασφάλισης των συνταξιούχων όσο και με τις καταβληθείσες εισφορές και να πλήττεται, έτσι, η ανταποδοτικότητα και η αναλογικότητα των εισφορών και παροχών.
Με αυτές τις στρεβλώσεις, το ΕΚΑΣ λειτούργησε και ως αντικίνητρο ασφάλισης, αφού με 15 έτη ασφάλισης, μπορούσε κάποιος να λαμβάνει μαζί με το ΕΚΑΣ το ίδιο ποσό με εκείνον που συμπληρώνει 25 έτη ασφάλισης.
Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος που συνταξιοδοτούνταν με 15 έτη εργασίας και συντάξιμες αποδοχές 700 ευρώ, δικαιούταν οργανικό ποσό σύνταξης ύψους 301 ευρώ. Ο ασφαλισμένος αυτός έπαιρνε τελικά 487 ευρώ ως κατώτατη σύνταξη και 230 ευρώ ως το ανώτατο ποσό ΕΚΑΣ. Συνολικά, λάμβανε 717 ευρώ, ποσό το οποίο ελάμβανε άλλος με τα ίδια έτη ασφάλισης, αλλά με συντάξιμες αποδοχές 2.100 ευρώ.
Η σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ έως το 2019 θεσμοθετήθηκε από τον Αύγουστο 2015 με το Ν.4336/2015. Αποτελεί δέσμευση την οποία αξίωναν να αναλάβει η χώρα τα περισσότερα κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι οι επιπτώσεις από τη σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ θα μετριαστούν σταδιακά από τα υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης του αθροίσματος εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης που θα εφαρμοστούν, βάσει του Ν. 4387/2016, (έως και 120% για τις χαμηλές συντάξιμες αποδοχές).
Με το παλαιό τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, ένας συνταξιούχος με συντάξιμες αποδοχές 900 ευρώ και 20 έτη ασφάλισης θα λάμβανε 487 ευρώ σύνταξη, την κατώτατη προβλεπόμενη σύνταξη, ενώ με το νέο σύστημα για τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές θα λαμβάνει 527 ευρώ.
Επίσης, ένας συνταξιούχος με συντάξιμες αποδοχές 1.000 ευρώ και 20 έτη ασφάλισης θα λάμβανε και πάλι 487 ευρώ σύνταξη, την κατώτατη σύνταξη του ΙΚΑ, ενώ με το νέο σύστημα θα λαμβάνει 543 ευρώ.
Έτσι, ο Ν. 4387/2016 διορθώνει και πολλές από τις αδικίες, σε επίπεδο ανταποδοτικότητας, που προκαλούσαν η εφαρμογή της κατώτατης σύνταξης, αλλά και η εφαρμογή του ΕΚΑΣ.
Με το Ν.4387/2016 προβλέπονται υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης για τα χαμηλά εισοδήματα και λίγα έτη εργασίας, προκειμένου να εξασφαλίσουμε την αναδιανομή του εισοδήματος μεταξύ των συνταξιούχων με το δικαιότερο τρόπο.
Εξάλλου, μετά την 1-1-2019, οπότε και θα εκκινήσει η αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλομένων συντάξεων, βάσει των ρυθμών ανάπτυξης, θα υπάρξει σταδιακά σημαντική βελτίωση του εισοδήματος για την πλειοψηφία των δικαιούχων του ΕΚΑΣ που θα το απωλέσουν.
Με τον επανυπολογισμό των παλαιών συντάξεων και τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης, θα λαμβάνουν συντάξεις ανώτερες των ορίων του ΕΚΑΣ όλοι οι συνταξιούχοι με συντάξιμες αποδοχές άνω των 1.000 ευρώ και 30 έτη ασφάλισης.
Για παράδειγμα, ενώ με το παλαιό σύστημα υπολογισμού για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές και 30 έτη ασφάλισης, ένας συνταξιούχος θα λάμβανε μόνο 620 ευρώ σύνταξη και θα υπολείπονταν 44 ευρώ από το εισοδηματικό όριο του ΕΚΑΣ, με το νέο σύστημα και τον επανυπολογισμό θα λαμβάνει 664 ευρώ σύνταξη και δεν θα έχει την ανάγκη υποστήριξης από το ΕΚΑΣ».