Δηλώσεις για την υπόθεση των τρομοκρατικών χτυπημάτων στο Παρίσι, αλλά και για το προσφυγικό ζήτημα έκανε την Κυριακή το απόγευμα, σε συνέντευξη Τύπου, ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας.
Όπως διευκρίνισε ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, ο κάτοχος του συριακού διαβατηρίου, το οποίο βρέθηκε κοντά στο πτώμα του ενός εκ των ενόπλων έξω από το Stade de France, καταγράφηκε και ταυτοποιήθηκε πλήρως στην Ελλάδα με βάση τις προβλεπόμενες διαδικασίες καταγραφής προσφύγων και μεταναστών.
Αντίστοιχη καταγραφή του έγινε σε Σερβία και Κροατία, αλλά σε καμία άλλη από τις υπόλοιπες χώρες της κεντρικής Ευρώπης, από τις οποίες πέρασε.
«Έχει σημασία για την ασφάλεια των πολιτών της Ελλάδας και της Ευρώπης ότι η χώρα μας έχει κάνει όλες τις ενέργειες που απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για την καταγραφή των ανθρώπων που έρχονται», υπογράμμισε ο κ. Μουζάλας, και πρόσθεσε:
«Έγινε λοιπόν μια πορεία του ατόμου αυτού από τρεις χώρες που τον κατέγραψαν κατά την είσοδό του, αλλά έχουμε μια πιθανότητα να πέρασε από μια σειρά άλλων χωρών, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ελβετία και η Ουγγαρία, αλλά πουθενά αλλού δεν έχει καταγραφεί».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, το άτομο αυτό, «το μοναδικό για το οποίο μας ζητήθηκε μέχρι στιγμής αίτημα από τη γαλλική αστυνομία, που τον κατηγοριοποίησε ως έναν από τους τρομοκράτες», ονομαζόταν Αχμέντ Αλμοχαμέντ (Ahmad Almohammad) και γεννήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου του 1990 στο Εντλίμπ της Συρίας.
Ταξίδεψε από την Τουρκία στη Λέρο, όπου εισήλθε στις 3 Οκτωβρίου 2015 με λέμβο, στην οποία επέβαιναν και άλλα 198 άτομα. Καταγράφηκε από τις λιμενικές αρχές και δακτυλοσκοπήθηκε στο αστυνομικό τμήμα Λέρου, με βάση την προβλεπόμενη διαδικασία καταγραφής προσφύγων και μεταναστών που είναι ενιαία για όλες τις χώρες Σένγκεν.
Στις 4 Οκτωβρίου προσήχθη στην Εισαγγελία Ρόδου και την ίδια μέρα εκδόθηκε η νόμιμη για κάθε πρόσφυγα βεβαίωση αδυναμίας απομάκρυνσης για έξι μήνες. Στις 6 Οκτωβρίου εξέδωσε ακτοπλοϊκό εισιτήριο για Πειραιά, αλλά λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών αναχώρησε την επομένη και αφίχθη τελικά στον Πειραιά στις 8 Οκτωβρίου.
Ψάχνοντας τη διαδρομή του σε συνεργασία με τις υπηρεσίες άλλων χωρών, οι ελληνικές αρχές βρήκαν ότι τον Οκτώβριο καταγράφηκε επίσης, στη Σερβία και στην Κροατία. Φαίνεται ότι πέρασε στη Σερβία μέσω ΠΓΔΜ. Μετά πέρασε από άλλες δύο ή τρεις χώρες, αλλά πουθενά δεν ξανακαταγράφηκε.
Όπως διευκρίνισε ο κ. Μουζάλας, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν πληροφορίες ότι το άτομο αυτό είχε σύνδεση με τρομοκρατία.
Ο αναπληρωτής υπουργός επανέλαβε το αίτημα της Ελλάδας η καταγραφή και η μετεγκατάσταση των προσφύγων να γίνονται από την Τουρκία, την Ιορδανία και το Λίβανο και ζήτησε να μην υπάρξει εξαιτίας του συγκεκριμένου τρομοκράτη σύνδεση του προσφυγικού ζητήματος με την τρομοκρατία. «Μπορεί κανείς να καταλάβει ότι το χτύπημα αυτό δεν πρέπει να αποδοθεί στους πρόσφυγες.
Οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε δυτικές χώρες. Είναι διαφορετικό το να ασκηθεί ένας καλύτερος έλεγχος στα σύνορα, γιατί έχει περάσει σε χώρες κεντρικές ευρωπαϊκές που δεν έχει καταγραφεί πουθενά, από το να αρχίσουν να κλείνουν τα σύνορα, να υψώνονται φράχτες και να γίνεται το προσφυγικό ένα δράμα για τους πρόσφυγες χωρίς να λύνεται το πρόβλημα της ασφάλειας της Ευρώπης», συμπλήρωσε.
Αν το τρομοκρατικό χτύπημα συμπαρέσυρε σε αφαίρεση ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων για τους πρόσφυγες και για τους Ευρωπαίους, συνέχισε, αυτό «θα ήταν νίκη των τρομοκρατών».
«Είναι εξίσου παράνομο με βάση το νόμο το να κάνεις πλημμελή έλεγχο στα σύνορα και το να παραβιάζεις τα δικαιώματα του πρόσφυγα.
Σε νομικό πλαίσιο η παραβίαση του ενός νόμου δεν γίνεται παραβιάζοντας τον άλλο, αλλά ταυτοποιώντας τον και ισορροπώντας σε αυτή τη δύσκολη ομολογουμένως κατάσταση», τόνισε ο ίδιος.
Τέλος, όπως επισήμανε από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης δεν αλλάζει κάτι στο πολιτικό μέρος του σχεδιασμού για το προσφυγικό ζήτημα, ενώ όσον αφορά σε άλλες αλλαγές «προφανώς έχουν αυξηθεί τα μέτρα ασφαλείας απέναντι σε πιθανούς στόχους» και θα υπάρξει και «εντατικοποίηση των ελέγχων, που θα γίνει φτιάχνοντας καλύτερα hotspots, αυξάνοντας τις υπηρεσίες και βοηθώντας παραπάνω τους πρόσφυγες».