Τη σιωπή του σπάει ο Βασίλης Στεφανάκος, το όνομα του οποίου ενεπλάκη στη σπείρα των φυλακών. Ο γνωστός ποινικός μιλάει για τους Πυρήνες της Φωτιάς, τον Άκη Τσοχατζόπουλο, το Γιάννη Σμπώκο, τον Παναγιώτη Βλαστό και τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές.
«Το ντεμπούτο μου ως ‘θαμώνας’ εγκληματικών οργανώσεων έγινε το 2002, όταν με κατηγόρησαν ως αρχηγό 44 ‘νονών’. Πολύκροτη υπόθεση με απ’ όλα: ναυάρχους, λιμενικούς αστυνομικούς… Πολύ νερό στο μύλο των τηλε-εισαγγελέων. Τρία άτομα στο νεοσύστατο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων – τους φύλαγαν 18 αστυνομικοί όλο το 24ωρο επί περίπου 3.500 μέρες. Αποτέλεσμα: Μόνο τρεις κατηγορηθήκαμε – έξι, πέντε και τρία χρόνια αντιστοίχως – απλά για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, χωρίς να έχει διαπραχθεί καμία παράνομη πράξη. Οι μάρτυρες βγήκαν ψεύτες» αναφέρει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Πρώτο Θέμα.
Μιλώντας για τους Πυρήνες της Φωτιάς, ο Βασίλης Στεφανάκος τους χαρακτηρίζει «φίλους» του, ενώ υπογραμμίζει ότι τους καμαρώνει.
«Αυτοί οι εννιά είναι φίλοι μου και κάναμε παρέα. Έχουμε μείνει και μαζί. Ηλικιακά θα μπορούσαν να είναι παιδιά μου. Γενικά τους καμαρώνω». Για τον Χριστόδουλο Ξηρό, τον οποίο έχει γνωρίσει, επισημαίνει: «Προτίμησε να είναι συνεπής σε αυτά που έλεγε. Διάλεξε το δύσκολο, το δύσβατο μονοπάτι. Είναι συνεπής».
Ερωτηθείς για το οργανωμένο έγκλημα μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού αλλά και εν γένει τα σωφρονιστικά ιδρύματα, ο Στεφανάκος σημειώνει ότι «οργανωμένο έγκλημα, όπως περιγράφεται με τους νομικούς όρους, δεν υπάρχει. Εγκληματικότητα σκληρή, βίαιη και συχνά ανεξέλεγκτη υπάρχει. Και όπως πάντα πέφτει στην πλάτη των αδύναμων».
Σε ερώτηση για τον Παναγιώτη Βλαστό και τη σχέση που έχει ο ίδιος με αυτόν, ο Βασίλης Στεφανάκος τονίζει ότι «δεν είναι εύκολο να σχολιάζω έναν φίλο, αλλά θα προσπαθήσω όσο πιο κομψά μπορώ. Μετά από 22 χρόνια συναπτά στη φυλακή, έχοντας δύο φορές διαλυθεί και αυτο-επανασυρμολογηθεί, ενώ τον άφηναν οι γιατροί να πεθάνει, είχε δύο δρόμους: ή να παραιτηθεί και να ζητιανεύει κάνα τσιγάρο, κάνα ψυχοφάρμακο ή να ορμήσει στη ζωή, όπως την έβλεπε πίσω από τα κάγκελα και κατά τον τρόπο που του επέβαλαν οι κοινωνικές προσλαμβάνουσές του».