Νέες εκτιμήσεις με βάση τα στοιχεία που συνέλεξε το ρόβερ Curiosity της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA), αναφέρουν ότι είναι πολύ πιθανό να υπάρχει υγρό νερό και μάλιστα λίγο κάτω από την επιφάνεια.
Το νερό αυτό μαζεύεται τα κρύα βράδια και εξατμίζεται πάλι μετά την ανατολή του Ήλιου, σε ένα αέναο κύκλο. Αν αυτό όντως συμβαίνει (και πρέπει να υπάρξει επιβεβαίωση με άμεση παρατήρηση), τότε οι μελλοντικοί αστροναύτες στον «κόκκινο πλανήτη» θα μπορούσαν να πίνουν νερό.
Όπως διαπιστώθηκε, στο έδαφος του Αρη υπάρχουν υπερχλωρικές ενώσεις (άλατα), που χαμηλώνουν το σημείο ψύξης έως τους μείον 70 βαθμούς Κελσίου, έτσι ώστε το νερό να μην γίνεται πια πάγος, αλλά να παραμένει σε υγρή και αλμυρή μορφή (για τον ίδιο λόγο στη Γη ρίχνουμε αλάτι για να μην παγώσουν οι δρόμοι τον χειμώνα).
Οι ερευνητές, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γεωεπιστημών “Nature Geoscience”, ανακάλυψαν υπερχλωρικό ασβέστιο, ένα άλας το οποίο απορροφά υδρατμούς από την ατμόσφαιρα, ιδίως στη διάρκεια των αρειανών νυχτών, και τους μετατρέπει σε ένα λεπτό υγρό στρώμα άλμης.
Όταν πέφτει το βράδυ, ένα μέρος από τους υδρατμούς στην ατμόσφαιρα του Αρη συμπυκνώνεται και παγώνει στην επιφάνεια του πλανήτη, αλλά στη συνέχεια, εξαιτίας της παρουσίας των υπερχλωρικών ενώσεων και μέσω της διαδικασίας της υγροποίησης, μετατρέπεται σε υγρό αλμυρό νερό.
Επειδή η επιφάνεια του πλανήτη είναι πολύ πορώδης, αυτό το νερό απορροφάται στο υπέδαφος, όχι όμως σε μεγάλο βάθος, αλλά μόλις 15 εκατοστά κάτω από την επιφάνεια.
Οι έως τώρα παρατηρήσεις έχουν δείξει ότι κάποτε υπήρχαν ποτάμια και λίμνες στον Αρη. Πριν από 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια υπήρχε τουλάχιστον εξήμιση φορές περισσότερο νερό από ό,τι σήμερα και έως το ένα πέμπτο του πλανήτη μπορεί να ήταν καλυμμένο από νερό.
Σύμφωνα με τις νέες εκτιμήσεις, ένα μέρος αυτού του νερού μπορεί ούτε να έχει εξατμιστεί στο διάστημα, ούτε να έχει παγώσει, αλλά να παραμένει σε υγρή μορφή, τουλάχιστον παροδικά.
Αν όντως αυτό συμβαίνει (και ορισμένοι επιστήμονες συνεχίζουν να αμφιβάλουν μέχρι να το δουν με τα μάτια τους), τότε ίσως αυξάνεται η πιθανότητα για εύρεση εξωγήινης μικροβιακής ζωής, αν και κάτι τέτοιο δεν θα είναι εύκολο με μέσες θερμοκρασίες κάτω των μείον 30 βαθμών Κελσίου (στη Γη τουλάχιστον, οι μικροοργανισμοί δεν μπορούν να μεταβολίσουν και να αναπαραχθούν σε τόσο κρύο περιβάλλον).
Επιπλέον, η κοσμική ακτινοβολία «βομβαρδίζει» συνεχώς τον απροστάτευτο από μαγνητικό πεδίο Αρη και φθάνει σε βάθος έως ενός μέτρου κάτω από την επιφάνειά του, οπότε τυχόν μικροοργανισμοί δύσκολα θα επιβίωναν – εκτός και αν κρύβονται ακόμη πιο βαθιά.