Στην παγκόσμια αγορά σιταριού καταγράφονται δύο αντικρουόμενες δυνάμεις: Οι επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και εκείνες από τη δεύτερη διαδοχική ρωσική σοδειά-ρεκόρ.
Ουσιαστικά η Ρωσία έχει φροντίσει να μείνει ο κυρίαρχος παίχτης στην αγορά, θωρακίζοντας τον ρόλο της ως κορυφαίου εξαγωγέα σιτηρών.
Ο πόλεμος του Κρεμλίνου –με αποκλεισμό και βομβαρδισμό λιμανιών- έχει πλήξει σοβαρά τις εξαγωγές της Ουκρανίας, που είναι επίσης εκ των μεγαλύτερων παραγωγών σιταριού παγκοσμίως.
Έτσι οι traders εστιάζουν στο ρωσικό σιτάρι, έχοντας μάλιστα πια υπερβεί προκλήσεις, που έχουν να κάνουν με τη χρηματοδότηση και τα logistics.
Όπως επισημαίνεται σε ρεπορτάζ του Bloomberg, «παρά την αρχική προσπάθεια του Κρεμλίνου να εκμεταλλευθεί την κατάσταση –ωθώντας προς τα επάνω τις τιμές σίτου και γεμίζοντας τις δικές του αποθήκες- τώρα τα λιμάνια πλημμυρίζουν σιτηρά και προσφέρουν μία ανάσα στους καταναλωτές, που έχουν δοκιμαστεί από την κρίση κόστους ζωής».
Οι τιμές στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου (που είναι η κύρια αγορά διαπραγμάτευσης σιτηρών) κινούνται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριών ετών και περίπου 50% χαμηλότερα από τα επίπεδα στα οποία είχαν εκτιναχθεί μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
«Δεν υπάρχει ιδιαίτερος ανταγωνισμός αυτή τη στιγμή στο ρωσικό σιτάρι» εξηγεί στο Bloomberg η Ελέν Νταφλό, στρατηγική αναλύτρια της Strategie Grains.
«Η Ρωσία είναι αυτή που καθορίζει τις τιμές στην αγορά αυτή τη στιγμή».
Με την πληθώρα προσφοράς να ωθεί προς τα κάτω τις τιμές, η Ρωσία προσπαθεί να αξιοποιήσει τη δεσπόζουσα θέση της για να ορίσει το κατώτατο όριο – κάτω από το οποίο δεν συμφέρει τους αγρότες της και το κράτος να πέσει.
Στο πλαίσιο αυτό έχει τεθεί και ένα άτυπο πλαφόν στις τιμές των εξαγωγών, σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται το Bloomberg.